Μισή παλάμη καφέ Ελληνικού έβαλε σε ένα πιατάκι πήλινο και το άναψε να διώξει τις σκνίπες. Ένα πολυκαιρισμένο μαύρο από τη χρήση πιατάκι, που του έβαζε φωτιά με το τσακμάκι κάθε Σαββάτο βράδυ όταν τα εγγόνια του έπαιζαν στην αυλή. Ιεροτελεστία για αυτόν κάθε που το σούρουπο ερχόταν σαν από πύρινη μάχη.
Ο κύριος Μενέλαος περπατούσε κάπως λοξά και χρειαζόταν τον χρόνο του για να σηκωθεί από την ξύλινη πολυθρόνα, μα δεν το έβαζε κάτω ούτε παραπονιόταν. Είχε τρεις αγγέλους να φροντίσει, τον Στέλιο, την Μελίνα και τον Αριστοτέλη τον μικρότερο. Όχι ότι μπορούσε να τους κουλαντρίσει άλλα φρόντιζε να μάθουν τα φτερά τους πως πετούν. Να επιβλέπει μην τυχόν και σταματήσουν τα καλοκαιρινά χαχανητά, μη τυχόν και πάψουν οι φωνές των τριών σμαραγδιών του. Να στέκεται δίπλα από την κανάτα με την σπιτική λεμονάδα μη τυχόν και διψάσουν. Μέσα του μια σπίθα παιδική τρεμόπαιζε ακόμα.
Είχε ευτυχίσει με την αγάπη που έπαιρνε από τούτα τα πειραχτήρια αφού έκαναν όσο το χρυσάφι όλου του κόσμου και κάτι παραπάνω. Τίποτα δεν ζητούσε να ζήσει παραπάνω. Χορτασμένος σε όλη του τη ζωή με χαρές και με πίκρες. Μια φορά δεν ακούστηκε να παραπονιέται. Ούτε για τα φτωχικά τα γεύματα, ούτε για τα δουλεμένα ρούχα που έβγαζαν το ψωμί σαν δούλευε, ούτε για την κούραση που έμελλε να αναθρέψει δυο παιδιά. Δυο στόματα αυτών, ένα της κυράς του και ένα το δικό του, τέσσερα! Δεν του άρεσε να γκρινιάζει γιατί έλεγε πως η γκρίνια φέρνει την μιζέρια και η μιζέρια φέρνει μόνο κακά αποτελέσματα και στεγνά από χαρά.
Μόνο πληρότητα και ικανοποίηση ένιωθε τώρα και δεν θα τα αντάλλασσε ούτε με όλα τα νιάτα του αν του τα πρόσφεραν. Ήξερε να χαίρεται τα χρόνια του σε κάθε ηλικία που περπατούσε. Ευγνώμων για τους μπάμπουρες που βούιζαν στα λουλούδια του και ας τα χαλούσαν με την μπάλα καμία φορά.
Κοίταξε το φεγγάρι να απομακρύνεται και να γεμίζει φως τα άνθη της γαρδένιας. Κάτι που σήμαινε πως ήρθε η ώρα του ύπνου και της ξεκούρασης για τους μικρούς πρωταγωνιστές. Κάτι που ήρθε γρήγορα καθώς το παιχνίδι τα είχε εξουθενώσει. Τα κρεβάτια γέμισαν αμέσως με χαρούμενα κορμάκια που λαχταρούσαν το παραμύθι του παππού. Από τα χείλη του βγαλμένο και ας ήταν λίγο μπερδεμένο, λίγο ανακατεμένο, κάπως απαλλαγμένο από αρχή, μέση και τέλος. Το παράθυρο μισάνοιχτο για να φυσάει κάπου κάπου μες τη νύχτα και οι φωνές και τα χάχανα ήρθαν και μέστωσαν. Έγιναν μέλι καθισμένο που έτρεξε από το βάζο και χύθηκε στον πάτο.
Έμαθε πως το μόνο που είχε αξία ήταν να δημιουργεί αναμνήσεις στα εγγόνια του και αυτό έκανε με κάθε ευκαιρία. Ήξερε πως το πιο πολύτιμο δώρο που μπορούσε να τους κάνει ήταν οι μνήμες. Οι θύμησες αυτές που έχουν κάποιοι τυχεροί μέσα τους και τις φυλάνε σαν χρυσάφι.