Οι Σταυροφόροι στην Πόλη
Ξημέρωνε η 12η Απριλίου 1204 στο Χρυσούν Κέρας του Βοσπόρου, όπου ναυλοχούσαν 480 βενετσιάνικα καράβια που είχε προσελκύσει στη Βασιλεύουσα Ζάρα της Δαλματίας ο μοιραίος και ανίκανος Αλέξιος Δ′ Άγγελος, νόμιμος διάδοχος του εκθρονισμένου και φυλακισμένου Αυτοκράτορα Ισαακίου B′ Αγγέλου, υποσχόμενος διπλούς ναύλους κι εμπορικά προνόμια αν οι Ενετοί και οι άλλοι Σταυροφόροι τον αποκαθιστούσαν στον θρόνο. Πράγματι οι Σταυροφόροι Φλαμανδοί, Γάλλοι, Φράγκοι, Λομβαρδοί, Τοσκάνοι, Γερμανοί και οι Ενετοί παρεξέκλιναν από τους σκοπούς της Δ′ Σταυροφορίας, που είχε κηρύξει το 1200 ο νέος Πάπας της Ρώμης Ιννοκέντιος ο Γ΄ για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από το Ισλάμ, αποβιβάστηκαν στη Χαλκηδόνα τον Ιούνιο 1203 και τον επόμενο μήνα χτύπησαν την Κωνσταντινούπολη όπου έγκλειστος Ισαάκιος και ο μοιραίος γιος του Αλέξιος στέφθηκαν Συναυτοκράτορες την 1η Αυγούστου, αλλά ο Αλέξιος αποδείχθηκε ανίκανος να τηρήσει τον λόγο του και τον ίδιο τον θρόνο του. Έτσι, μετά οκτώ μήνες αναμονής, οι Σταυροφόροι και οι Ενετοί σύμμαχοί τους, τον Απρίλιο 1204, στρατοπεδευμένοι πάντα στη Χαλκηδόνα, απεφάσισαν να πάρουν την αμοιβή τους με το σπαθί τους: να λαφυραγωγήσουν την Πόλη και να την κρατήσουν.
Την 12η Απριλίου 1204 11.000 κατάφρακτοι ιππείς και πεζοί Σταυροφόροι χύμηξαν στην ακτή των θαλασσίων τειχών στο ύψος των Βλαχερνών, διέσπασαν τις χάλκινες πύλες και όρμησαν ασυγκράτητοι στο Θεοφύλακτον Κέντρον της Οικουμένης. «Εάλω η Πόλις». Επί τρεις ημέρες δήωναν και βεβήλωναν, λαφυραγωγούσαν και πυρπολούσαν σφάζοντας Χριστιανούς.
Έτσι έπεσε πρώτη φορά η Κωνσταντινούπολη, η οποία επί 710 χρόνια προηγουμένως, από το 378 έως και το 1087 συνεχώς, είχε θραύσει στα απόρθητα τείχη της 18 θανάσιμες πολιορκίες που είχαν εξαπολύσει εννέα αλλεπάλληλα Έθνη: Γότθοι, Ούνοι, Σλάβοι, ΄Αβαροι, Πέρσες, ΄Αραβες, Βούλγαροι, Ρώσοι και Πετσενέγοι κατά σειράν. Αλλά τώρα είχε αλωθεί εκ των ένδον. Έτσι οι «Στρατιώτες του Χριστού» αφάνισαν την Οικουμενική Πρωτεύουσα του Χριστιανισμού και κατέλυσαν το απροσμάχητο ανάχωμα της Χριστιανικής Ευρώπης έναντι του Ισλάμ στην Ανατολή – την ακένωτη πηγή των ισλαμικών επιδρομών προς τη Δύση.
Οι Φράγκοι Σταυροφόροι κατέστρεψαν διά παντός το λαμπρότερο και μεγαλύτερο απόθεμα του παγκοσμίου Πολιτισμού. Ουδέποτε άλλοτε, πριν και μετά την Δ′ Σταυροφορία, η ανθρωπότητα υπέστη τέτοια και τόση καταστροφή του Πολιτισμού της, όση τον Απρίλιο 1204 στην Κωνσταντινούπολη. Αναφερόμενος στο ολέθριο αυτό γεγονός ο σοφός Βρετανός βυζαντινολόγος σερ Στήβεν Ράνσιμαν έγραφε το 1954: «Ποτέ άλλοτε δεν διαπράχθηκε μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητος σαν αυτό της Δ΄ Σταυροφορίας. Όχι μόνο προκάλεσε την καταστροφή ή τον διασκορπισμό όλων των θησαυρών του παρελθόντος που με αφοσίωση είχε συγκεντρώσει το Βυζάντιο και πλήγωσε θανάσιμα έναν ακόμη μεγάλο και ακόμη ζωντανό πολιτισμό, αλλά εκτός από έγκλημα ήταν ταυτόχρονα και μια γιγαντιαία πολιτική ανοησία. Ανέτρεψε ολόκληρη την άμυνα της Χριστιανοσύνης». Και το 1987 ο επίσης Βρετανός ιστορικός συγγραφέας και ελληνιστής Ρίτσαρντ Στόουνμαν συμπληρώνει με απέχθεια: «Το Βυζάντιο, που διατήρησε άθικτα τόσο σπουδαία έργα, τα οποία αλλιώς θα είχαν καταστραφεί, κυρίως τα έργα των αρχαίων ποιητών και σοφών, υπήρξε το 1204 το θέατρο της μεγαλύτερης εφ’ άπαξ καταστροφής έργων αρχαίας τέχνης που γνώρισε ποτέ ο Κόσμος». Στο ίδιο καταδικαστικό συμπέρασμα καταλήγει το 1967 τρίτος και ο Βρετανός ιστορικός ο Ε. Μπράντφορντ.
Ωστόσο, προκαλεί εντύπωση ότι επί μακρούς αιώνες, μέχρι τους καιρούς μας, τούτο το φρικώδες μεγαλύτερο έγκλημα κατά του παγκοσμίου πολιτισμού έχει συστηματικά παρασιωπηθεί τόσο στην Δύση όσο και πρωτίστως στην Ελλάδα. Μονάχα τον Απρίλιο του έτους 2004, οκτακόσια χρόνια αργότερα, το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών οργάνωσε ένα πρόγραμμα επιστημονικών διαλέξεων στην Αθήνα με γενικό πλαίσιο «Τετάρτη Σταυροφορία και Βυζαντινός Κόσμος». Εκεί, τότε, η Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, περιέγραψε το έγκλημα και τις τρομακτικές καταστροφές, που ενωρίτερα ξένοι επιστήμονες, ιδιαίτερα Άγγλοι, είχαν περιγράψει και αποτιμήσει. Αφανίσθηκαν, λοιπόν, τότε από προσώπου Γης όσα 72 αλληλοδιάδοχοι Αυτοκράτορες επί 880 συνεχή έτη από Κτίσεως της Νέας Ρώμης είχαν διασώσει από όλον τον Κόσμο και είχαν αφιερώσει στην Πόλη. Επίσης όσα εννέα συνεχείς αιώνες ακμής είχαν δημιουργήσει στην Πόλη. Οι λαφυραγωγοί Δυτικοί, για να χύσουν νέα νομίσματα ευτελέστατα, έλιωσαν ανεκτίμητα γλυπτά ενός Φειδία, ενός Λυσίππου. Όσα ολίγα σώθηκαν κάπως άρτια διασκορπίσθηκαν στην Ευρώπη, όπως, π.χ., τα επίχρυσα τέσσερα χάλκινα άλογα από το τέθριππο του Λυσίππου στην πρόσοψη του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυς της συμφοράς, αναφέρει στο συνταρακτικό χρονικό του ότι οι επιφανέστεροι άρχοντες των Σταυροφόρων τεμάχισαν στα τέσσερα και μοιράστηκαν την Αγία Τράπεζα της Αγια-Σοφιάς, ανεπανάληπτο έργο αργυροχρυσοχοΐας και μικρογλυπτικής κεκοσμημένο με πολυτίμους λίθους, αφού προηγουμένως την βεβήλωσαν ανεβάζοντας επάνω της μία πόρνη, με την οποία ασέλγησαν. Ξεγύμνωσαν τον Ναό από όλους τους θησαυρούς του, αριστουργήματα τέχνης και ανείπωτου πλούτου, εισάγοντας μέσα μουλάρια για να φορτώσουν το πλιάτσικο. Διακόσια τριάντα χρόνια ενωρίτερα, οι Ρώσοι απεσταλμένοι του Βλαδιμήρου Α′, ηγεμόνος του Κιέβου, του περιέγραφαν την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία: «Δεν ηξεύραμε αν βρισκόμασταν στον Ουρανό ή στη Γη, αφού στη Γη δεν υπάρχει τόσο μεγαλείο και τόση απερίγραπτη ομορφιά. Εδώ κατοικεί ο Θεός. Ο Θεός των Αγγέλων και το όχημα των Χερουβείμ».
Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες εκείνων των καιρών, η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη και η πλουσιότερη, η ομορφότερη και η πιο καταστόλιστη πόλη όλου του Κόσμου. Ένας από τους πρωταγωνιστές της Αλώσεως, ο Γάλλος Δεσπότης Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, εκ των ηγετών της Δ′ Σταυροφορίας, την περιγράφει στο χρονικό του: «Την αντικρίσαμε έκθαμβοι από τη θάλασσα. Κανείς μας δεν θα πίστευε τέτοιο μαγευτικό θέαμα, αν δεν το είχαμε ιδεί με τα ίδια τα μάτια μας. Ένα θαύμα». Μια γενεά ενωρίτερα την είχε επισκεφθεί από την Ισπανία ο Ραβίνος Βενιαμίν εκ Τουδέλης, που γράφει:«Πλούτος σαν κι αυτόν της Κωνσταντινούπολης κι ομορφιά τέτοια δεν υπάρχει πουθενά αλλού σ’ όλον τον Κόσμο». Ο σερ Στήβεν Ράνσιμαν αξιολογεί την Βασιλεύουσα ως εξής: «Έως τη λατινική κατάκτηση η Κωνσταντινούπολη ήταν η αναμφισβήτητη πρωτεύουσα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η Ανατολική Ευρώπη χρωστούσε στην Κωνσταντινούπολη όλο σχεδόν τον πολιτισμό της, στους ιεραποστόλους και τους αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης. Ακόμη και η Δυτική Ευρώπη είχε κι αυτή ένα μόνιμο χρέος απέναντί της το 1204. Ο πλούτος της και οι ανέσεις της την έκαναν μια πολιτεία μυθική, που οι άνθρωποι στη Γαλλία, στη Σκανδιναβία, στην Αγγλία, παντού, ονειροπολούσαν. Στην Ανατολική Ευρώπη η εντύπωση ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη. Όταν οι Σλάβοι, τον 6ο αιώνα, κατακλύσανε τη χώρα, το μόνο που είδαν στην άκρη της χερσονήσου ήταν μια απέραντη, μια λαμπρή και αήττητη Πόλη, που η ηλικία της τους φάνηκε ότι ήταν αδύνατον να υπολογισθεί, απλωνόταν σε ένα παρελθόν το οποίο ξεπερνούσε τη συνείδησή τους». Και ο Ρίτσαρντ Στόουνμαν συμπληρώνει: «Η Κωνσταντινούπολη εξελίχθηκε ταχύτατα στο μεγαλύτερο μουσείο αρχαίας τέχνης στον Κόσμο και τη θέση αυτή επρόκειτο να διατηρήσει μέχρι το 1204».
Είναι αδύνατον να καταγραφούν τα αναρίθμητα εξαίσια έργα τέχνης που κοσμούσαν την Κωνσταντινούπολη και συμπληρώνονταν, σ’ ένα ασύλληπτο σύνολο μεγαλείου κι ομορφιάς, από όσα είχαν τεχνουργήσει οι μοναδικοί μαΐστορες της βυζαντινής τέχνης και όσα νικηφόροι Αυτοκράτορες είχαν μεταφέρει ή είχαν δεχθεί δώρα από την Ανατολή. Ιδού μερικά από όσα βρήκαν στην Βασιλεύουσα και αφάνισαν οι Σταυροφόροι: Το τεράστιο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, έργο του Φειδία, από την Ολυμπία. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παλλάδος Αθηνάς, έργο του Φειδία επίσης, από τον Παρθενώνα. Η Κνιδία Αφροδίτη του Πραξιτέλους από τη Ρόδο, ο Καιρός του Λυσίππου και η Λινδία Αθηνά. Ο Τρίπους της νίκης των Πλαταιών από τους Δελφούς. Ο μαρμάρινος κίονας του Αυτοκράτορος Αρκαδίου, ένας από τους υψηλότερους και λεπτότερα λαξευμένους κίονες που είδε ποτέ ανθρώπινο μάτι. Η γιγαντιαία Χαλκή Ήρα. Ο Ηρακλής. Ο Βελλερεφόντης. Το μνημείο που είχε αναθέσει στην Νικόπολη ο Καίσαρ Αύγουστος Οκταβιανός για την νίκη του κατά της Κλεοπάτρας και του Αντωνίου στο Άκτιον. Ο μαγικός χάλκινος αετός του Απολλωνίου του Τυανέως. Ο Πάρης που έδινε το μήλο στη θεά Αφροδίτη. Ο νικητής Ηνίοχος. Η Ωραία Ελένη, που «αν και χάλκινη φαινόταν δροσερή σαν δροσοσταλίδα, ενώ τα υγρά μάτια της ενέπνεαν τον έρωτα». Το άγαλμα του Δωδωναίου Διός και δύο αγάλματα της θεάς Αθηνάς στημένα μέσα στη Σύγκλητο. Η Θέτις, μητέρα του Αχιλλέα, αναδυομένη από τη θάλασσα ανάμεσα σε περίτεχνα καβούρια. Ένας οβελίσκος από πορφυρό μάρμαρο ολόγλυφος με ιερογλυφικά των Αιγυπτίων, άλλα αναθήματα από την Περσία, τις Ινδίες, την Κίνα, τη Βαγδάτη και το Χαλέπι κ.ά. Θαυμαστά έργα των Βυζαντινών: όπως, ο Ανεμοδείκτης, ο αποκαλούμενος Ανεμοδούλιον ή Βούκινον, οι τέσσερις ορειχάλκινοι τοίχοι του ήσαν λεπτοδουλεμένοι σαν δαντέλα με ανάγλυφα πουλιά, δελφίνια, ερωτιδείς, γεωργούς και κοπάδια, καρπούς και αστέρια. Και πάνω σ’ αυτούς μια μεγαλοπρεπής πυραμίδα, που στην κορυφή της μια λεπτή γυναικεία μορφή γύριζε κατά πού φυσούσε ο άνεμος. Μερικά αγάλματα ήταν τόσο τεράστια, ώστε, σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη, οι Σταυροφόροι, όταν τεμάχισαν την Χαλκή Ήρα, χρειάσθηκαν μια άμαξα με τέσσερα βόδια για να μεταφέρουν μονάχα το κεφάλι. Στο Αυγουσταίον έφιππος, επάνω σε πανύψηλο κίονα από πολύτιμο πορφυρίτη, ο ανδριάντας του Ιουστινιανού, που έφερε τα όπλα και τον χιτώνα του μυθικού Αχιλλέα.
Οι εκκλησιές ήσαν αναρίθμητες και όλες περικαλλείς. Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν είχε τόσες όσες είχε μόνον η Βασιλεύουσα. Μόνον ο Ιουστινιανός είχε κτίσει 40. Στο Μαυσωλείο των Αγίων Αποστόλων οι νεκροί Αυτοκράτορες με πρώτον τον Ιδρυτή Μεγάλο Κωνσταντίνο κοιμούνταν τον αιώνιο ύπνο τους μέσα σε χρυσές σαρκοφάγους πεποικιλμένες με διαμάντια, ρουμπίνια και σμαράγδια. Οι Σταυροφόροι τους σύλησαν. Και επί εξήντα συνεχή έτη λεηλατούσαν συνέχεια. Μετά οκτακόσια χρόνια η Δύση και ο Πάπας έχουν αναγνωρίσει το μέγα εκείνο αμάρτημα.
Ν.Ι.Μέρτζος