Η ραπτομηχανή SINGER και οι κοπελίτσες του χθες και του σήμερα
Χρώματα απαλά, μουσική τζαζ και πίνακες στους τοίχους. Ένα μπαράκι εξαιρετικό με λίγο κόσμο, όπου μπορείς να συζητήσεις και να ακούς μουσική ταυτόχρονα. Σε μια γωνιά ένα τραπεζάκι, μια παλιά ραπτομηχανή SINGER απέσπασε την προσοχή μου. Την έβλεπα και αναρωτιόμουν, από ραπτομηχανή έγινε αντίκα τραπεζάκι. Όλα αλλάζουν.
Τι να γράψει κανείς για έναν κόσμο που αλλάζει, για μια κοινωνία που μεταβάλλεται μέρα με την ημέρα, για ανθρώπους που αλλάζουν συνήθειες, και εσύ που είσαι πάνω από τα πενήντα γίνεσαι θεατής όλων αυτών των αλλαγών. Τρομάζεις όταν θυμάσαι τα νεανικά σου χρόνια και ξαφνικά αντικρίζεις το σήμερα. Λυπάσαι που έφυγε η κοινωνία, που στο κέντρο της είχε την οικογένεια με τις αξίες της. Αξίες που δοκιμάστηκαν στον χρόνο και άντεξαν. Αλλά πιο πολύ απορείς όταν βλέπεις την γυναίκα, που μέσα σε λίγα χρόνια άλλαξε τον ρόλο της. Τώρα έχει άλλον αέρα. Ζει την ελευθερία της, κάνει ανδρικά επαγγέλματα και λογαριασμό δεν δίνει σε κανέναν.
Και όμως πριν από αρκετά χρόνια τα κορίτσια στη Φλώρινα ήταν διαφορετικά. Ήταν σεμνά, περιορισμένα, ευγενικά και η ανατροφή τους απέβλεπε να γίνουν σύζυγοι, μάνες και προπάντων νοικοκυρές. Η εκπαίδευσή τους έφτανε μέχρι το δημοτικό και ελάχιστες συνέχιζαν στο παρθεναγωγείο και στο γυμνάσιο. Και μόλις τελείωνε η βασική τους εκπαίδευση, κάπου στα δώδεκα χρόνια τους, η μάνα και η γιαγιά αναλάμβαναν να τις εκπαιδεύσουν στα οικιακά. Πρώτα μαγειρική και μετά όλα τα άλλα. Και σαν γινόταν δεκαπέντε χρονών, τα κορίτσια έπρεπε να μάθουν κοπτική και ραπτική, πολύ απαραίτητα τα χρόνια εκείνα, καθώς τα ρούχα μπαλώνονταν και φοριόταν μέχρι να ξεφτίσει το ύφασμα. «Καθαρό να είναι και ας είναι μπαλωμένο το ρούχο» έλεγαν τότε και το εννοούσαν.
Πολλά κορίτσια, στην προπολεμική Φλώρινα, πήγαιναν να μάθουν ραπτική στα μοδιστράδικα. Όχι για να γίνουν μοδίστρες αλλά για να πάρουν συμπληρωματικές γνώσεις, που τότε έπρεπε να έχει μια μέλλουσα νοικοκυρά. Στα μοδιστράδικα η ζωή ήταν πολύ αυστηρή και τα κορίτσια ήταν υποχρεωμένα στην αρχή να κάνουν όλες τις δουλειές στο σπίτι της μοδίστρας. Κάποτε όμως ερχόταν και η ώρα να ράψουν με το χέρι και αργότερα στην ραπτομηχανή. Η ραπτομηχανή τότε ήταν η νέα τεχνολογία. Αν παραλληλίσομε το χθες με το σήμερα, τότε μάθαιναν ραπτομηχανή, όπως μαθαίνουν ηλεκτρονικό υπολογιστή σήμερα. Η ραπτομηχανή στο σπίτι τότε ήταν όπως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής συνδεδεμένος στο διαδίκτυο. Ήταν της μόδας η ραπτομηχανή τότε, όπως σήμερα το κινητό τηλέφωνο.
Πότε όμως έφτασε στα μέρη μας η ραπτομηχανή είναι άγνωστο. Βέβαιο όμως είναι ότι η SINGER είχε αντιπροσωπεία στη Φλώρινα μετά το 1920 και έκανε χρυσές δουλειές. Αντιπρόσωπος ήταν ο Δημήτριος Γκέρτζος από το Αμύνταιο. Τότε οι ραπτομηχανές ήταν χειροκίνητες ή ποδοκίνητες και μάλιστα συνήθιζαν να τις αγοράζουν για την προίκα των κοριτσιών. Έτσι μέσα σε όλα της προίκας ήταν και οι ραπτομηχανές SINGER.
Η ραπτομηχανή ακολουθούσε την νύφη στο νέο της σπίτι. Αν ήταν χειροκίνητη ήταν μικρή και σκεπαζόταν με δικό της επιβλητικό καπάκι και την τοποθετούσαν σε εμφανές μέρος. Η ποδοκίνητη όμως ήταν τραπεζάκι. Και για να μη σκονίζεται έραβαν κάλυμμα, με το οποίο την σκέπαζαν.
Κάθε φορά που χρειαζόταν να ράψουν κάτι, τοποθετούσαν το μασουράκι με το ανάλογο χρώμα, περνούσαν την κλωστή από την βελόνα και πατούσαν το πηδάλι. Η SINGER άρχιζε να βγάζει εκείνο τον μονότονο ήχο, καθώς η βελόνα τρυπούσε το ύφασμα ακατάπαυστα και η κλωστή ένωνε το ύφασμα. Ο ήχος αυτός για άλλους ήταν κελάηδημα και νανούρισμα και για άλλους εκνευριστικός μηχανικός θόρυβος. Ο ήχος του γαζώματος γρήγορα πέρασε και στο μάγκικο λεξιλόγιο. «Άρχισε το ψιλό γαζί» έλεγαν για κάποιον που μιλούσε πολλά, για κάποιον που δεν σταματούσε, όταν μιλούσε, όπως δεν σταματούσε η ραπτομηχανή όταν γάζωνε. Και γάζωναν οι νοικοκυρούλες τότε, όλα τα ξηλωμένα ρούχα της οικογένειας, αλλά και όσες ήξεραν κοπτική έραβαν συχνά κάποιες ρόμπες, φούστες και ποδιές. Προκομμένες γυναίκες, που με αυτόν τον τρόπο βοηθούσαν να μειωθούν τα έξοδα της οικογένειας. Ήταν όμως και τιμή να λέει κάποια ότι έχει ραπτομηχανή στο σπίτι της, επειδή αυτό φανέρωνε ότι το σπίτι ήταν νοικοκυρεμένο. Ακόμη και οι φτωχοί τότε προσπαθούσαν να κάνουν οικονομία και να αποκτήσουν μια ραπτομηχανή, σύμβολο της καλής νοικοκυράς.
Περασμένα μεσάνυχτα και εγώ κάθομαι στο μπαράκι, το κουλτουριάρικο μπαράκι του πρώτου ορόφου. Απέναντι μου η παλιά ραπτομηχανή SINGER, που τώρα πια δεν είναι ραπτομηχανή. Η χρήση της έχει αλλάξει. Η παλιά ραπτομηχανή τώρα είναι ένα τραπεζάκι, όπου κάθονται δυο αεράτες κοπέλες και απολαμβάνουν σε κολονάτα ποτήρια κάποια κοκτέιλς. Και όμως αυτή η ραπτομηχανή ήταν προίκα κάποιου κοριτσιού, που παντρεύτηκε κάποτε προπολεμικά. Έραβε σε αυτή και ήταν η μεγάλη της χαρά. Τώρα οι δυο κοπέλες απελευθερωμένες απολαμβάνουν το ποτό τους στην ίδια ραπτομηχανή. Άλλος τρόπος ζωής, άλλες συνήθειες, αλλά η χαρά ίδια. Η SINGER από ραπτομηχανή έγινε τραπεζάκι, και οι κοπέλες, που κάποτε ήταν του σπιτιού, τώρα ξενυχτάνε στα μπαράκια. Άλλοι καιροί, άλλος τρόπος ζωής.
Έφυγα, κατέβηκα αργά τις ξύλινες σκάλες και βγήκα στον κεντρικό. Περασμένα μεσάνυχτα και στον δρόμο ηχούσαν τα τακουνάκια κάποιων κοριτσιών. Που πήγαιναν; Δεν ξέρω. Σαν φοραδίτσες δυο, δυο κάλπαζαν στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Σημ. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε την ημέρα της γυναίκας στις 8 Μαρτίου 2006
Δημήτρης Μεκάσης
Παντα ωραιος εισαι κε Μεκαση.