Άρθρο του Γεωργίου Δασταμάνη, Προέδρου της ΠΕΔ Δυτικής Μακεδονίας και Δημάρχου Γρεβενών, για τις επιπτώσεις από το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ
Το νέο προτεινόμενο από την Κυβέρνηση σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ και ιδιαίτερα οι συνέπειες που αυτό επιφέρει μέσα από τη θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής είναι ένα ζήτημα που δικαίως βρέθηκε στην επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα, καθώς οι επιπτώσεις που αναμένεται να έχει για τα περιφερειακά πανεπιστήμια, όπως το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, είναι πραγματικά δραματικές.
Έγινε σε όλους φανερό ότι το νέο σύστημα εάν εφαρμοστεί έτσι όπως περιγράφεται στο σχέδιο νόμου, όχι μόνο θα επιφέρει σημαντική μείωση του συνολικού αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ αλλά θα πλήξει ασύμμετρα και άδικα τα πανεπιστήμια που δεν είναι στο κέντρο. Πρόκειται δηλαδή για μια απόφαση που δεν έχει μόνο ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά αλλά επηρεάζει καθοριστικά τους όρους, τους συσχετισμούς και τις προοπτικές περιφερειακής ανάπτυξης ενός τόπου έναντι κάποιου άλλου τόπου μέσα στην ίδια τη χώρα. Με άλλα λόγια, η αναπαραγωγή και ενίσχυση του μοντέλου «κέντρο-περιφέρεια» σε όλο του το μεγαλείο!
Ας το δούμε αυτό πως μεταφράζεται σε νούμερα για την περιοχή μας. Το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας αποτελείται από 22 τμήματα που εδρεύουν στις πέντε μεγάλες πόλεις της Περιφέρειας, ενώ οι ενεργοί προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές ξεπερνούν τις 16.000. Αν εφαρμοστεί η ελάχιστη βάση εισαγωγής, στην Κοζάνη αναμένεται να καταστούν μη βιώσιμαέξι από τα εννέα τμήματα, στα Γρεβενά και τα δύο τμήματα (είναι η πόλη που θα πληγεί ολοκληρωτικά), στην Καστοριά ένα από τα τέσσερα και στη Φλώρινα ένα από τα πέντε.
Και ενώ υπάρχει ο σχεδιασμός αυτός από το Υπουργείο Παιδείας, το Υπουργείο Ενέργειας χαρακτηρίζει το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας ως τον βασικό συνομιλητή της πολιτείας και τον κύριο αναπτυξιακό πυλώνα στην προσπάθεια για μια δίκαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή.Στην ίδια κατεύθυνση, ολοένα και περισσότερο ακούγεται από κυβερνητικά κλιμάκια η ανάγκη καθιέρωσης ‘’ρήτρας μετάβασης’’ λόγω των ειδικών συνθηκών της περιοχής. Το ερώτημα που προκύπτει εδώ αβίαστα είναι: ‘’άραγε γνωρίζει το ένα χέρι τι κάνει το άλλο;’’ Τη στιγμή που ένα μοντέλο δεκαετιών που στηρίχθηκε στο λιγνίτη καταρρέει, πως είναι δυνατόν η περιοχή να βγει σε αναπτυξιακό ξέφωτο με ένα αποδεκατισμένο και απαξιωμένο πανεπιστήμιο; Υπάρχει άραγε ένα παράδειγμα στον κόσμο, όπου κοινωνίες και οικονομίες να έχουν καταφέρει τη μετάβασή τους από ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα σε ένα άλλο, χωρίς να έχουν στο πλάι τους έναν δυναμικό πυλώνα καινοτομίας, έρευνας και παραγωγής επιστημονικής γνώσης;
Τις παθογένειες των βάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ τις αναγνωρίζουμε και τις συμμεριζόμαστε. Για να αντιμετωπιστούν όμως θα πρέπει να ψάξει κανείς στις αιτίες και όχι στα συμπτώματα. Και οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες που προηγούνται του Πανεπιστημίου και πρωτίστως το Λύκειο. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν κόβουμε το κεφάλι απλά επειδή πονάει. Απεναντίας, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις βαθιές αιτίες και να τις θεραπεύσουμε. Ας είμαστε ειλικρινείς. Εάν η μείωση των εισακτέων είναι το πρόβλημα, η λύση είναι απλή. Σήμερα εισάγεται μεγαλύτερος αριθμός από αυτόν που προτείνουν τα ίδια τα Ιδρύματα. Μπορεί το Υπουργείο απλά να λάβει υπόψη του τις προτάσεις για μείωση εισακτέων των Πανεπιστημίων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Η πρόταση αυτή έχει διατυπωθεί από την επιστημονική κοινότητα και εμείς ως εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης την προσυπογράφουμε.
Με βάση τα παραπάνω είναι απαραίτητο να υπάρξει επανασχεδιασμός από το Υπουργείο Παιδείας όσον αφορά την ελάχιστη βάση εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς εκτιμούμε ότι θα αποτελέσει τη χαριστική βολή σε μια περιοχή όπως η Δυτική Μακεδονία με τα συγκεκριμένα εθνικά, γεωγραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε αυτονόητο ότι θα πρέπει να προβλεφθούν ‘’ειδικές ρήτρες μετάβασης’’ που να αφορούν και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.