Τότε που χιόνιζε συχνά
Τι χειμώνες ήταν και εκείνοι γύρω στο 1960, τότε που τα πρωτοβρόχια ήταν τον Οκτώβριο και ο χειμώνας άρχισε τον Νοέμβριο. Χιόνιζε τον Δεκέμβριο και ξαναχιόνιζε μέχρι τον Μάρτιο, μέχρι που οι ζεστές ανοιξιάτικες ακτίνες του ηλίου έλιωναν και τα τελευταία χιόνια.
Το χιόνι έπεφτε και κάλυπτε τις στέγες και τους δρόμους. Όλα κάτασπρα και οι πάγοι να κρέμονται από τις σκεπές. Τότε δεν έκλειναν τα σχολεία. Τα παιδιά ήταν σκληραγωγημένα, δεν ήταν βουτυρόπαιδα. Αγόρια και κορίτσια του δημοτικά, με τις τσάντες στο χέρι και ένα καυσόξυλο ξεκινούσαν όλα μαζί από την γειτονιά προς το σχολείο, περνώντας από την ακροποταμιά. Το χιόνι έφτανε μέχρι την μέση, επειδή δεν είχαν τα μέσα να το καθαρίσουν τους δρόμους. Μόνο ο σκουπιδιάρης περνούσε με ένα παράξενο αποχιονιστικό έλκηθρο, που το έσερνε ένα άλογο και έριχνε κάπως την στάθμη του χιονιού. Και όταν οι μαθητές έφταναν στο δεύτερο σχολείο τους περίμενε ο κύριος Μήτσος, ο επιστάτης, με μια καθαρή σκούπα και τους απομάκρυνε το χιόνι από τα ρούχα.
Οι τάξεις ήταν ζεστές, καθώς οι ξυλόσομπες έκαιγαν ασταμάτητα, τα ξύλα που έφερναν τα παιδιά. Το μάθημα γίνονταν κανονικά και το μεσημέρι οι παρέες των παιδιών αναχωρούσαν για τα σπίτια τους από τους χιονισμένους δρόμους. Το ζεστό φαγητό τους τόνωνε και τους άνοιγε την διάθεση για παιχνίδι.
Το απόγευμα η γειτονιά βούιζε από τις φωνές των παιδιών. Άλλοι έπαιζαν χιονοπόλεμο, άλλοι έκαμναν βουτιές στα χιόνια, και όπου υπήρχε κατηφόρα εκεί ήταν και τα παιδιά με τα σκι από βαρελοσανίδες και έλκηθρα από σανίδια. Πολλά παιδιά γλιστρούσαν με τα παπούτσια τους. Ήταν η λεγόμενη «γλίστρα», που γυάλιζε τον παγωμένο δρόμο και φόβιζε τους γεροντότερους. Φρόντιζαν όμως οι νοικοκυρές της γειτονιάς να ρίξουν στάχτη από την σόμπα για να ξεπαγώσει ο δρόμος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να γλιστρήσουν οι γεροντότεροι και σπάσουν κανένα κόκκαλο.
Πριν σκοτεινιάσει έβγαιναν οι μάνες και μέσα στην ησυχία φώναζαν τα ονόματα των παιδιών τους για να μαζευτούν στο σπίτι. Οι Φωνές «Τάκη», «Αντώνη» κλπ ακούγονταν μακριά σπάζονταν την ησυχία της χιονισμένης γειτονιά. Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Τα παιδιά έφευγαν για τα σπίτια τους. Οι μάνες έβγαζαν λίγη άλμη από τα καδιά με το τουρσί και βουτούσαν τα παγωμένα και κοκκινισμένα χέρια των παιδιών. Η άλμη ήταν φάρμακο για να μην πιάσουν χιονίστρες τα χέρια των παιδιών. Με την άλμη το δέρμα έπαιρνε το κανονικό του χρώμα και τα χέρια ξεπάγωναν.
Τα τετράδια και τα βιβλία τους περίμεναν για την προετοιμασία τους στα αυριανά μαθήματα. Και όταν αυτά τελείωναν έτρωγαν και ξάπλωναν νωρίς για να ξυπνήσουν την άλλη ημέρα νωρίς και να πάνε στο σχολείο.
Έτσι περνούσε ο χειμώνας στην χιονισμένη Φλώρινα. Και αν οι μεγάλοι δυσανασχετούσαν με το χιόνι, αντίθετα τα παιδιά χαίρονταν με τα χειμωνιάτικα παιχνίδια.
Δημήτρης Μεκάσης
Φωτ.:Η παραποτάμια γειτονιά «Τα Καζάνια», δεκαετία 1950 (αρχείο Δ. Μεκάση)
Ίσως τότε τα χρόνια εκείνα ήταν πιο ανέμελα. Σήμερα τα παιδιά δε παίζουν. Ακούς μη το ένα, μη το άλλο. Μια οθόνη ότι και να δείχνει, παραμένει μια οθόνη. Το χιόνι λιγοστεύει, οι ρυθμοί της ζωής ανεβαίνουν μαζί με το άγχος. Δεν εξελίχθηκαν όλα προς το καλύτερο. Ευχαριστούμε κ. Μεκάση που μας θυμίζετε κάποιες καλές στιγμές από το παρελθόν.
Όμορφες στιγμές μια άλλης εποχής.
Σαν ασπρόμαυρη ταινία που φέρνει δάκρυα στα μάτια… θες για την ανεμελιά; Θες για το δε βαριέσαι του σήμερα; Θες για το φόβο του κορονοϊού; Πάντως εγώ βούρκωσα διαβάζοντας….
Δεν ξέρω αν η εποχή που περιγράφει ο κ. Μεκάσης ήταν δυσκολότερη από τη σημερινή – στο θέμα των ανέσεων τουλάχιστον-, αλλά σίγουρα ήταν πιο ξένοιαστη και πιο “γεμάτη” από ζωή. Εμείς έχουμε να θυμόμαστε κάτι από αυτή την εποχή, τα παιδιά μας με τι θα συγκινούνται όταν θα αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια.