Κοράκια και περιστέρια
αφιερωμένο στα περιστέρια – τους μαθητές μου
ΜΕΡΟΣ Α’
«Τέλος της σχολικής χρονιάς»
Το τέλος της χρονιάς κοντά.
Τα σύννεφα συνεχίζουν την τρελή πορεία…μαβιά, χωρίς να φεύγουν! Τί χρώμα να της δώσω;
Θα ‘ναι η πρώτη από πολλές; Ήταν η τελευταία;
Πολλά ερωτηματικά ζαλίζουν την τελεία
και δεν μπορεί πια εύκολα, θαυμαστικό να γίνει. Ν’ αρχίσει τώρα το χορό και το τραγούδι αντάμα,
Τον ήχο και τα χρώματα να κάτσει να θαυμάσει…
Ένα κοράκι έφτασε στην άκρη του σχολείου.
Δεν έφυγε, δεν έβγαλε μιλιά και μόνο κράζει.
Κράζει θανατερά κι αρπακτικά…
«Βιβλία θα μας κλέψει; Την τάξη, τα θρανίο μας; Τον φίλο τον καλό μας;»
Μας ρίχνει όμως, πού και πού, ένα ύποπτο βλέμμα κι ευθύς αρχίζει να γεννά.
Και λες: «να μείνω βοηθός για τα μικρά κοράκια; Άραγε θα μ’αφήσουνε να τα εξεγεννήσω; Μάλλον θα έχουνε μιλιά εκείνα, δίχως άλλο!
Και σίγουρα θα φέρουν και κανα γλυκό από ‘κείνα που λατρεύω!» Δεν κλάψανε, δε μίλησαν, ακούστηκε η σιωπή τους.
Σιωπή και άρνηση μαζί, να βγουν και ν’ αγαπήσουν. Φοβούνται για να παίξουνε, μισούνε τους γονείς τους, τους κόρακκες που αμφίβολο αν θα τα μεγαλώσουν,
ή αν τις Ιφιγένειες πάλι θα αναστήσουν. Μισούνε όμως πιο πολύ τα Χίλια Περιστέρια…
ΜΕΡΟΣ Β’
«Η Μυστική Ωδή των Κοράκκων»
Κι έτσι, με τούτη τη σιωπή, το μίσος και τον τρόμο,
με κοίταξαν κατάμματα, κατάσαρκα και πάλι. Κι ήταν σαν να μου λέγανε:
«Δεν θέλουμε τους ήχους.
Εμείς δεν θα μιλήσουμε, ούτε να τραγουδήσεις, δε θα χαρείς την Άνοιξη, μα μόνο να μετρήσεις! Αρίθμησε τις μέρες σου, το βλέμμα σε οθόνες,
αρίθμησε το ψέμμα σου, στήσου για σωτηρία.
Εμείς θα σου τη δώσουμε, εκείνη εδά σου πρέπει. Δεν θα θυμάσαι τα παλιά, μην ξεγελιέσαι άλλο.
Εμάς και για δασκάλους σου θα έχεις, δίχως άλλο! Κι ο νους σου μόνο να μετράς!
Μες στα συντρίμμια της καρδιάς, εμάς μόνο να βλέπεις…»
ΜΕΡΟΣ Γ’
«Η Μάχη»
Τότε ακούστηκε φωνή, στεντόρεια κι ευθεία:
«Κοράκια μου κατάμαυρα, κατάμονα και κρύα, ξεχάσατε το μίσος σας, το φόβο, την σιωπή σας; Θαρρείτε θα κοιτάζουμε πολύ καιρό μαυρίλα,
σαπίλα, γκρι και σύννεφα για να μας φοβερίζουν;
Το βλέπουμε στο βλέμμα σας, το μελανό και κρύο… Τεντώσατε τα δίχτυα σας για να παγιδευτούμε,
να μη νομίζουμε καλό τον Ήλιο, το Φεγγάρι, μα το στενό διχτάκι σας, μονάκριβο δοξάρι. Αλήθεια, σας τρομάξανε,
φοβάστε κι άλλο τώρα.
Σωπαίνετε ξανά, μα να! τα Χίλια Περιστέρια. Γοργά εκατεβαίνουνε, μ’ ορμή, Φως και Αλήθεια.
Περιστεράκια που γερά και δυνατά, θα κάνουν την δύση σας πιο γρήγορη, αιώνια καταδίκη.
Δεν τα υπολογίσατε, μέσα στο μένος σας αυτό να τρομαχτούν τα όρη.» Εφτάσανε μέσα στο φως τα Χίλια Περιστέρια.
Διαλύσανε τα δίχτυα τους, τα διώξανε με μάχη.
Με πόλεμο εφεύγανε τα μαύρα τα κοράκια,
με δόρατα, με σύγκρουσες, με δάκρυα και πόνο. Με δάκρυα, με πόνους, με δόρατα και σύγκρουσες
τα μαύρα τα κοράκια, με πόλεμο εφεύγανε, στο τέλος διαλυθήκαν.
Ανοίξαν τότε τα φτερά τα Χίλια Περιστέρια κι ο ήχος τους απλώθηκε μέσα σε κάθε τάξη.
Πω-πω, τί ήχος είν’ αυτός; Σαν μια πνοή, σαν κύμα! Σαν το θαλασσινό ουρανό, σαν τον αφρό στα νέφη, σαν άστρα και σαν αστραπές μας έδειξαν το δρόμο! Και μείνανε μια και καλή μες στην αυλή, που τώρα λάμπει, σκιρτά και τραγουδά με χείλη πια καινούρια! Μα τί τραγούδι ήταν αυτό;
Απ’ όλα πιο μελωδικό, πρωτάκουστο και λείο! Μα σαν σιγοτραγούδησα, θυμήθηκα με θάμβος, πως το ‘χα ξανακούσει…
Καινούρια τα βιβλία μας, καινούρια τα θρανία,
μα μες στη μέση της αυλής εστάθη ένα μόνο, περιστεράκι μοναχό, μικρό και τελευταίο.
Πήρε πινέλο και χαρτί κι αρχίζει να δουλεύει. Κι αγέρωχη παρέδωσε τη ζωγραφιά εκείνη.
Την έστησε να φαίνεται, την έβαλε να είναι. Κι η ζωγραφιά μαρτύραγε τον πόλεμο εκείνο, για να θυμίζει αιώνια τα Χίλια Περιστέρια…
Μαρία Χρ. Κατσούλη