Γιατί οι Έλληνες συγγραφείς δεν μεταφράζονται στο εξωτερικό;
Η Ελλάδα έχει έκδηλη λογοτεχνική παραγωγή. Εντούτοις, ισχνή είναι πλέον η παρουσία της στον διεθνή χώρο. Από τα Νόμπελ του Ελύτη και του Σεφέρη, από τους παγκόσμιους Καζαντζάκη και Καβάφη και από την έκθεση της Φρανκφούρτης το 2001 (όπου η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα), έχουν περάσει πολλά, πολλά στείρα χρόνια. Οι ξένοι εκδοτικοί οίκοι συνεχίζουν να πωλούν στην Ελλάδα, ωστόσο, σπάνια επιθυμούν να αγοράσουν.
Η δυσκολία της ελληνικής γλώσσας θα μπορούσε να σταθεί ως δικαιολογία.Πράγματι, η ελληνική είναι περιφερειακή γλώσσα, που χρησιμοποιείται ως φυσική από δεκατρία εκατομμύρια περίπου ανθρώπους παγκοσμίως. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ελληνικές γραφές δεν διαθέτουν μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Επίσης, η ελληνική είναι δύσκολη ως προς τη μετάφραση κι έπειτα ως προς τη λογοτεχνική απόδοση. Παρόλα αυτά, τα παραδείγματα του Ούγγρου Λάζλο Κρασναχορκάι και του Ιρακινού Αχμέντ Σαντάβι έρχονται να αμφισβητήσουν τη δυναμική του παραπάνω συλλογισμού. Και οι δύο, γράφουν σε περιφερειακή γλώσσα και απευθύνονται σε σχετικά μικρές αγορές. Ωστόσο, ήταν υποψήφιοι για το βραβείο Booker. Οι δυο τους, μάλιστα, δεν συνιστούν τα μοναδικά παρόμοια παραδείγματα στον λογοτεχνικό χώρο.Μια άλλη πιθανή αιτία, είναι οι ελληνικές θεματολογίες. Η ελληνική λογοτεχνία μοιάζει να εμμένει θεματικά σε ζητήματα που αφορούν τη συλλογική καταπιεσμένη μνήμη και το τραύμα. Στο παρελθόν, είχαν μεταφραστεί δεκάδες βιβλία που αφορούσαν την ποντιακή/μικρασιατική γενοκτονία, τον εμφύλιο και την περιπέτεια της ελληνικής αριστεράς (Κουμανταρέας, Βασιλικός, Τσιρνικίδης κ.τ.λ.) Στις μέρες μας, εφάμιλλες θεματολογίες συνεχίζουν να οδηγούνται στο τυπογραφείο. Παράλληλα, ελάχιστα είναι τα συγγράμματα που ασχολούνται με σύγχρονα προβλήματα, όπως για παράδειγμα, η παρελθούσα οικονομική κρίση και το μεταναστευτικό. Μολονότι στην Ελλάδα τα ιστορικά μυθιστορήματα παραμένουν ευπώλητα, στη διεθνή σφαίρα τα γεγονότα αυτά φαίνονται να μην έχουν να πουν τίποτα παραπάνω. Αντίθετα, τα όσα λαμβάνουν χώρα, για παράδειγμα, στη Μέση Ανατολή, εγείρουν το διεθνές ενδιαφέρον.
Εκτός αυτών, μια άλλη αντικειμενική δυσχέρεια είναι οι «κλειστές» αγορές. Το δίχως άλλο, η πρόσφατη οικονομική κρίση και η σημερινή υγειονομική κρίση συνέδραμαν στην επίρρωση αυτού. Η στατιστική λέει ότι μόνον το 3% των βιβλίων που κυκλοφορούν στα αγγλικά και αμερικανικά βιβλιοπωλεία είναι προϊόντα μετάφρασης. Ομοίως, ιδιαίτερα φιλικές προς τη μετάφραση δεν είναι ούτε η γερμανική ούτε και η γαλλική αγορά. Στο μεταξύ, ένεκα της κρίσης, σταμάτησαν και οι επιδοτήσεις του ελληνικού κράτους. Μολαταύτα, οι επιδοτούμενες εκδόσεις δύσκολα εισέρχονται στον εμπορικό στίβο. Πολλές από αυτές μάλιστα εξελίχθηκαν σε εκδόσεις-φαντάσματα. Συν τοις άλλοις, οι ξένοι εκδοτικοί οίκοι σπάνια μιλούν απευθείας με τον συγγραφέα, αλλά με τον εκπρόσωπό του, είτε αυτός ονομάζεται εκδότης είτε ατζέντης. Την ίδια στιγμή, η λέξη «ατζέντης λογοτεχνίας», για τα ελληνικά δεδομένα αποτελεί (καλώς ή κακώς) ένα κενό γράμμα.
Στις μέρες μας, το βιβλίο οδεύει περισσότερο στη φιλοσοφία του εμπορίου παρά της κουλτούρας. Ο όρος best seller, που ολοένα και περισσότερο εμφανίζεται με περισσή ευκολία στα περισσότερα σημεία πώλησης βιβλίων και επικρατεί στην ποπ κουλτούρα, οδηγεί με ασφάλεια στον εν λόγω ατραπό. Εύλογη λοιπόν είναι η απορία: Σε τέτοιον βαθμό υπερνικά η εμπορικότητα την ποιότητα; Δυστυχώς, η απάντηση είναι προφανής και συνάμα κυνική. Τι να την κάνει την ποιότητα ένας εκδότης ή ένας βιβλιοπώλης, αν είναι να αραχνιάζει κοσμώντας την αποθήκη του;
Φυσικά, δεν είναι μόνο η ελληνική λογοτεχνία που χαρακτηρίζεται μεταφραστικά από στάσιμα νερά. Σε παρόμοια θέση, βρέθηκαν πολλές άλλες χώρες.Συνήθως η έξοδος από την κατηγορία των πληβείων επέρχεται, όταν εμφανιστεί ένας Μάρκες, ο οποίος με τα δικά του «100 χρόνια μοναξιάς» θα κάνει εμπορική επιτυχία και θα αποσπάσει βραβεία, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει και άλλους ομοεθνείς. Πέραν του Μάρκες, χαρακτηριστικά είναι και τα παραδείγματα της Φεράντε, του Φίτζεκ και του Νέσμπε. Από κοντά, συμπαρέσυραν ομοεθνείς τους, σε μία συγκεκριμένη κατηγορία (π.χ. αστυνομικό, θρίλερ), καθιστώντας το λογοτεχνικό τους είδος ως εξαγώγιμο εθνικό προϊόν. Στην Ελλάδα, τα μελλοντοδικεία θα δείξουν.
Πηγή: artinvivo.gr