Ημέρα μνήμης
Αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης,
Καθηγητής ΠΔΜ
Σήμερα, ευγνωμονούσα η Ελληνική Πολιτεία, τιμά εξαιρέτως τους εξής Ιεράρχες-θύματα της Μικρασιατικής καταστροφής:
Τον Μητροπολίτη Κυδωνιών (Αϊβαλί) Γρηγόριο. Ο Κυδωνιών Γρηγόριος μετατέθηκε από τη Στρώμνιτσα στο Αϊβαλί. Τον εκτόπισαν και, ενώ ετοιμαζόταν για να τον θάψουν ζωντανό, πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση.
Τον Μητροπολίτη Μοσχονησίων Αμβρόσιο, που βασανίσθηκε με πετάλωση των ποδών του. Τον πετάλωσαν και κατατεμάχισαν το σώμα του.
Τον γηραιό Μητροπολίτη Ικονίου Προκόπιο, τον οποίο εξόρισαν μέχρι το Ερζερούμ (Ερζε-ρούμ), αλλά και εκβίαζαν για να συναινέσει στη χειροτονία του παπά-Ευτύμ Καραχισαρίδη, του ηγέτη των Τουρκοορθοδόξων. Αλλά δεν κάμπτονταν ο γηραιός ιεράρχης. Υπό αυτήν τὴν πίεση, παρέδωσε το πνεύμα του στον Μέγα Αρχιερέα.
Τον επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο, ο οποίος ακολούθησε τον Γερμανό Καραβαγγέλη, ως Μητροπολίτη Αμασείας. Έγινε βοηθός επίσκοπος υπό τον τίτλο της παλαιάς επισκοπής Ζήλων. Ανέπτυξε σπουδαία δράση. Στη φυλακή, το Πάσχα του 1921, μετέδιδε στους κρατουμένους, μαζί με τον πασχάλιο χαιρετισμό, και το μήνυμα της εθνικής αναστάσεως. Επί σαράντα μία ημέρες υπέμεινε πολυώδυνα μαρτύρια, από τα οποία υπέκυψε την 29η Μαΐου 1921.
Τον ιερομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης. Ο άγιος αυτός ιεράρχης, όταν έφευγε από την Δράμα, έλεγε: «Δεν θέλω να πεθάνω σε έναν ορνιθώνα της Ανατολής. Θέλω μεγάλο σταυρό». Πράγματι ο Θεός τού ετοίμαζε μεγάλο σταυρό. Μάρτυς ο πρώτος επίσκοπος Σμύρνης, ο Πολύκαρπος˙ μάρτυς, με πολυώδυνα μαρτύρια, ο Χρυσόστομος. Όταν έφευγε ο Στεργιάδης, όταν έφευγαν όλοι, αυτός έμεινε.
Πριν ακόμη εισέλθουν στη Σμύρνη οι Νεότουρκοι (10 Σεπτεμβρίου π. η.), μπορούσε να φύγει, αλλά δεν έφυγε. Τον περίμενε το πλοίο, αλλά δεν έφυγε, όπως δεν έφυγε και ο άγιος Γρηγόριος ο Ε΄. Παρέμενε και ενίσχυε τον απελπισμένο λαό.
Τον οδήγησαν στο κρατητήριο, αλλά ο Νουρεντίν πασάς τον περίμενε διψασμένος για εκδίκηση. Ο Χρυσόστομος είχε υποδεχθεί το ελληνικό άγημα στις 2 Μαΐου 1919. Είχε μιλήσει ενθουσιώδης. Αυτό δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Ο Νουρεντίν τον παρουσίασε στον όχλο, από το μπαλκόνι του διοικητηρίου, και τους είπε: «Εάν σας έκανε κακό, να του κάνετε κακό». Τον παρέδωσε στο μανιασμένο πλήθος. Τον υπέβαλαν σε φρικτά μαρτύρια. Του εξόρυξαν τους οφθαλμούς και τον θανάτωσαν, πριν καν ο βρόχος περιβάλει τον λαιμό του. Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του μακαρίτη, του Γιάννη του Καψή, πριν από χρόνια ένας Βόσνιος είχε ένα μεγάλο κειμήλιο και το πουλούσε πολύ ακριβά. Ήταν τμήμα από ένα χέρι του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Αυτοί είναι οι άγιοι τους οποίους τιμά σήμερα η Πολιτεία. Όμως το παράδειγμά τους δεν συγκλόνιζε, δεν παρηγορούσε, δεν ενδυνάμωνε μόνο στα φοβερά χρόνια εκείνης της περιόδου. Συγκλονίζει και σήμερα, μας παρηγορεί, μας ενδυναμώνει. Η ζωή τους που ήταν μία πορεία υπομονής, αντιστάσεως και διατηρήσεως της θρησκευτικής και εθνικής παραδόσεως, δεν δίδασκε μόνον τότε. Διδάσκει, νουθετεί, φρονηματίζει και σήμερα, που νέοι βάρβαροι πολεμούν και διώκουν την Εκκλησία “μετ’ επιστήμης”.
Σήμερα, για να μεγαλουργήσει η Εκκλησία μας, όπως έλεγε ο πατήρ Αυγουστίνος, της χρειάζονται δύο: τα δάκρυα της μετανοίας και το αίμα του μαρτυρίου: Μετάνοια ειλικρινής και συνεχής που τη χρειαζόμαστε όλοι, αλλά και αίμα. Η Via Dolorosa, η οδός της θλίψεως, του πόνου, η οδός του μαρτυρίου, είναι ο κλήρος της Εκκλησίας. Ποτέ δεν έλειψαν και δεν θα λείψουν από την Εκκλησία οι μάρτυρες. Αυτοί είναι που της δίνουν πνοή, ζωντάνια και δύναμη. Αυτοί είναι οι χυμοί που την τρέφουν, την ζωογονούν και την κάνουν να αναθάλλει.
Σήμερα όλοι εμείς, ευλαβείς προσκυνητές, γονατίζουμε μπροστά στον άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης,τους λοιπούς Ιεράρχες, τους ιερείς και τους λαϊκούς-θύματα του παμμικρασιατικού διωγμού. Γονατίζουμε ταπεινά, για να ανάψουμε το καντήλι της θύμησής μας, να τους προσφέρουμε το λουλούδι της μνήμης μας˙ το λουλούδι αυτό που είναι μωβ σαν τη νοσταλγία και το θολό δάκρυ μας˙ που είναι λευκό, όμως, σαν τα όνειρά μας. Όπως έλεγε ο Κωστής Παλαμάς, «στο μαύρο Γολγοθά των ξεθεμελιωμών βόηθα, άγγελε του τραγουδιού, ν’ ανθίσει ο άσπρος κρίνος των Ευαγγελισμών».
Να μας ευαγγελισθεί πάλι ο Κύριος˙ εμάς που συγχωρούμε, αλλά δεν λησμονούμε, διότι η λήθη οδηγεί σε λάθη. Η ιστορία όμως ούτε παραγράφεται, ούτε διαγράφεται, ούτε παραχαράσσεται. Αμνησικακία, ΝΑΙ˙ αμνησία, ΟΧΙ.