O Μακεδονικός Αγώνας
Η ομιλία του Κωνσταντίνου Σεχίδη, Διευθυντή του Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου Φλώρινας, κατά τις εκδηλώσεις εορτασμού της ημέρας Μακεδονικού Αγώνα στη Φλώρινα
Πανοσιολογιότατε,
Σεβαστές Πολιτικές και Στρατιωτικές Αρχές,
Κυρίες και Κύριοι,
13 Οκτώβρη 1904, σημαδιακή μέρα, 117 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά, που σηματοδοτεί και την επίσημη ημερομηνία έναρξης του Μακεδονικού Αγώνα, βρισκόμαστε σήμερα εδώ,για να αποτίσουμε φόρο τιμής σε όλους εκείνους που με τη ζωή τους πλήρωσαν το τίμημα της δικής μας ελευθερίας,να αναλογιστούμε και να αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες.
Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν μία σειρά συγκρούσεων μεταξύ κυρίως ελληνικών και βουλγαρικών ένοπλων σωμάτων στην περιοχή της Μακεδονίας με σκοπό τον εθνικό προσεταιρισμό των κατοίκων της περιοχής, ιδίως των σλαβόφωνων Χριστιανών σε μια καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η Ελλάδα, αποκομμένη στα νότια της Βαλκανικής, όχι μόνο δεν είχε συλλάβει τη σοβαρότητα των εξελίξεων στη Μακεδονία και την αναγκαιότητα της αντιπροπαγάνδας, αλλά είχε επιπλέον να αντιμετωπίσει τις σοβαρές διπλωματικές συνέπειες της Κρητικής εξέγερσης. Το 1870 προστέθηκε ένας ακόμη αποφασιστικός παράγοντας υπέρ της βουλγαρικής πλευράς με τη νομιμοποίηση της βουλγαρικής εξαρχικής εκκλησίας, η οποία δύο χρόνια αργότερα αποσχίστηκε από το Πατριαρχείο και επίσημα πλέον πρόσφερε μια εναλλακτική λύση στους πληθυσμούς που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από την εξάρτησή τους από την Κωνσταντινούπολη.
Το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 άλλαξε ριζικά τον πολιτικό χάρτη των Βαλκανίων. Η ίδρυση της Ηγεμονίας της Βουλγαρίας και το βουλγαρικό επαναστατικό κίνημα στην Κρέσνα έθεταν πλέον το ελληνικό κράτος προ σοβαρών πολιτικών ευθυνών. Η μέθοδος της υποκίνησης επαναστατικών κινημάτων, που για δεκαετίες είχε εφαρμοστεί πιστά στη Μακεδονία, φαινόταν ότι είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Άλλωστε, η εξέλιξη της επανάστασης του 1878 έδειξε ότι το ελληνικό κράτος δεν θα έπρεπε προς το παρόν να στηρίζει υπερβολικές επαναστατικές ελπίδες πάνω στους ψυχολογικά απροετοίμαστους και ανεκπαίδευτους αγρότες, ιδιαίτερα στα πεδινά της Μακεδονίας. Η χρησιμοποίηση τους πυροδοτούσε έναν ανεξέλεγκτο κύκλο άγριων τουρκικών αντιποίνων.
Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο της ελληνικής εθνικής εκπαίδευσης στη Μακεδονία, οι μορφωτικές και προσηλυτιστικές πρωτοβουλίες της βουλγαρικής κυβέρνησης, της Εξαρχίας και των διαφόρων συνεργαζόμενων βουλγαρομακεδονικών συλλόγων βρήκαν κι αυτές ανταπόκριση μεταξύ των Σλαβόφωνων. Η σταδιακή χρησιμοποίηση ενόπλων ομάδων από βουλγαρικής πλευράς επιτάχυνε τους προσηλυτιστικούς ρυθμούς.Ο Έλληνας πρόξενος στο Μοναστήρι παρατήρησε το 1902 ότι, παράλληλα με τις απειλές των συμμοριών, βασική αιτία για τα αναπτυσσόμενα φιλοβουλγαρικά αισθήματα των Σλαβόφωνων ήταν το γεγονός ότι οι Βούλγαροι μονοπωλούσαν πλέον την επαναστατική αντιτουρκική ιδεολογία.
Κατά την περίοδο 1900-1903η βουλγαρική πίεση προς τους Σλαβόφωνους κορυφώθηκε. Μέσα σ’ ένα κλίμα γενικής αναρχίας, βουλγαρικές ανταρτικές ομάδες πλαισιωμένες από πολυάριθμους εντόπιους ενόπλους, κατάφεραν, άλλοτε με κηρύγματα και πιο συχνά με απειλές και οικονομικούς εκβιασμούς, να εξουδετερώσουν τον παραδοσιακό συντηρητισμό και να εξασφαλίσουν την τυπική προσχώρηση σλαβόφωνων κοινοτήτων στην Εξαρχία.
Το βουλγαρικό κίνημα του 1903 σήμανε συναγερμό στην Αθήνα και αφύπνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα που αντιλήφθηκε (έστω και αργά) ότι τα πολλά σχολεία δεν ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος για να εξισορροπήσει το δυναμισμό των βουλγαρικών κομιτάτων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διορίζει νέους και δραστήριους μητροπολίτες στην Μακεδονία όπως ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στην Δράμα, ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης στα Γρεβενά, ο Φώτιος Καλπίδης στην Κορυτσά για να διασώσουν την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Πολυάριθμοι, κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί προσφέρθηκαν να παραιτηθούν από τον Ελληνικό στρατό και να τεθούν επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Η εκκίνηση του ελληνικού ένοπλου αμυντικού αγώνα αποδίδεται στις πρωτοβουλίες του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του διπλωμάτη Ίωνα Δραγούμη από το προξενείο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, του Λάμπρου Κορομηλά από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και του Ελληνικού Μακεδονικού Κομιτάτου, υπό τη διεύθυνση του Δημήτριου Καλαποθάκη, οργάνωσης τυπικά ιδιωτικής αλλά με ουσιαστική κρατική υποστήριξη, που έδρευε στην Αθήνα. Την άνοιξη του 1903 σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η Μακεδονική Φιλική Εταιρεία από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Έτσι, την άνοιξη του 1904 έρχονται στη Μακεδονία για να εξετάσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης. Κύριοι αντίπαλοι των ελληνικών ενόπλων σωμάτων ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες. Ιδρυτής τους ήταν ο Γκότσε Ντέλτσεφ. Το «Μακεδονικό» Κομιτάτο είχε από νωρίς οργανώσει ένα δίκτυο από παραστρατιωτικές ομάδες οι άντρες των οποίων είχαν επιδοθεί σε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας του ελληνικού και όχι μόνο στοιχείου της Μακεδονίας (ενδεικτικά το 1903, μόνο στη Θεσσαλονίκη είχαν προβεί σε βομβιστικές επιθέσεις κατά της μητρόπολης και άλλων κτιρίων ελληνικών ιδιοκτησιών αλλά και στην ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας).
Η αντιπαράθεσή μας με τους Βούλγαρους ήταν ανηλεής. Το κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιούσε τους κατοίκους της Οθωμανικής Μακεδονίας ήταν η θρησκευτική συνείδηση και πολύ λιγότερο η γλώσσα. Για αυτό και ο ρόλος τόσο του Πατριαρχείου όσο, αντίστοιχα και της Εξαρχίας ήταν καταλυτικός στην διαμόρφωση και αφύπνιση των εθνικών ταυτοτήτων των λαών της Μακεδονίας.Η ιστορία απέδειξε ότι η πλειονότητα των κατοίκων της Μακεδονίας είχαν ελληνική συνείδηση και αυτό γιατί παρόλο που οι διεθνείς συσχετισμοί δυνάμεων και οι χρονικές συγκυρίες έδειχναν ότι η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν χαμένη για τους Έλληνες ο απλός κόσμος πάνω στον οποίο στηρίχθηκε ο μακεδονικός αγώνας δεν θα βοηθούσε στην ολοκλήρωση του εθνικού σκοπού εάν δεν ήταν ριζωμένη μέσα του η ελληνικότητα.
Εξέχουσα μορφή στον Μακεδονικό Αγώνα είναι αυτή του Παύλου Μελά. Ενός προσώπου, εμβληματικού. Προερχόμενος από την ελίτ των Αθηνών, με οικονομική δύναμη και στρατιωτική σταδιοδρομία θα εγκαταλείψει τα πάντα για να σταθεί δίπλα σε αυτούς που μάχονται για την ελευθερία τους.Η θυσία του γίνεται απαρχή ενός κύματος εθελοντισμού σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η Μακεδονία γίνεται υπόθεση του κάθε Έλληνα.
Κρητικοί, Μανιάτες, Κύπριοι, παρατάνε τον τόπο τους και τρέχουν στο πλευρό των μαχόμενων για την ελευθερία τους Μακεδόνων. Μακεδονομάχοι όπως ο Καραβίτης και ο Βάρδας από τα Σφακιά, ο Ακρίτας από το Ναύπλιο, ο Ρούβας από την Μεσαρά Ηρακλείου και τόσοι άλλοι συνεργάστηκαν με τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς: Νταλίπης, Πύρζας, Κύρου, Ιωαννίδης, Δούκας,ο Κώττας Χρήστου ο πρωτεργάτης του Μακεδονικού αγώνα, από τη Ρούλια των Πρεσπών. Με τη μεσολάβηση του Στέφανου Δραγούμη ο διάδοχος Κωνσταντίνος θα συναντήσει τον Κώττα Χρήστου. Ο Κώττας του εξέθεσε την κρίσιμη κατάσταση του Ελληνισμού της Βορειοδυτικής Μακεδονίας και ζήτησε την αρωγή του Ελληνικού κράτους. Η συνάντηση αυτή τον Ιανουάριο του 1904 έμελλε να αποτελέσει την επίσημη εμπλοκή του Ελληνικού κράτους, στην υπόθεση της Μακεδονίας.
Το καλοκαίρι του 1908, όταν οι Νεότουρκοι υποσχέθηκαν την παροχή συνταγματικών δικαιωμάτων στους υπόδουλους Χριστιανούς, η ελληνική πλευρά μπορούσε να καυχηθεί ότι χάρη στην αποφασιστικότητα των Μακεδονομάχων είχε αντιστρέψει την εικόνα που είχαν δημιουργήσει οι καλοοργανωμένες βουλγαρικές δραστηριότητες σε τριάντα χρόνια.
Με τον Μακεδονικό Αγώνα δεν κερδήθηκε μόνο η Μακεδονία, αναζωογονήθηκε όλη η Ελλάδα, αναμέτρησε τις δυνάμεις της και απόχτησε πίστη σε αυτές. Οι απελευθερωτικοί αγώνες του 1912 -13 που διπλασίασαν την Ελλάδα ήταν η αναγκαία συνέπεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Στην εποχή μας, που η αμφισβήτηση και η αλλαγή αποτελούν κανόνα, όπου αποδημείτε πανεύκολα κάθε αξία αλλά και κάθε ταυτότητα, είναι επιτακτική η ανάγκη εύρεσης ερεισμάτων τόσο για την εθνική μας ύπαρξη όσο και για την προσωπική μας ιστορική παρουσία στον κόσμο. Δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς πατρίδα ούτε υπάρχει πατρίδα χωρίς πολίτες. Η ιστορική μας μνήμη και ο πολιτισμός είναι απαραίτητα υπαρξιακά στοιχεία.
Η τακτική της λήθης μπορεί να φαίνεται ανακουφιστική προς στιγμήν, όμως η αλήθεια είναι άλλη: πως αγώνες του Γένους μας όπως ο Μακεδονικός Αγώνας (αγώνες του Έθνους μας, γιατί όχι;) δεν ωφελεί να τους ξεχνάμε ή να τους προσπερνάμε αδιάφορα.
Γιατί «λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να μη δημιουργήσουν καινούρια».
Σας ευχαριστώ!