Ο πανηγυρικός της 109ης επετείου των Ελευθερίων της Φλώρινας
Η ομιλία της φιλολόγου κας Βασιλικής Μούζα, η οποία λόγω πένθους δεν μπόρεσε να παραστεί και να την εκφωνήσει. Τον πανηγυρικό ανέγνωσε ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Φλώρινας κ. Μιχάλης Χάτζιος.
Έχει επανειλημμένα διατυπωθεί η άποψη ότι κάθε επέτειος είναι ένα προσκλητήριο μνήμης, μια επίκληση προς τους βασικούς πρωταγωνιστές του ιστορικού παρελθόντος και τέλος μια απόπειρα ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης αναφορικά με τη σημασία των χειρισμών που προκρίθηκαν εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Αυτή την εορταστική ημέρα λοιπόν είναι σημαντικό να επιδιώξουμε εκτός από την ανάμνηση, την υπόμνηση της δικαίωσης της πόλης μας, η οποία γιορτάζει την 109η επέτειο της απελευθέρωσής της από την οθωμανική αυτοκρατορία και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος.
Η ευτυχής αυτή συγκυρία ήταν η επιβράβευση ενός σκληρού, αιματηρού αλλά και ηρωικού αγώνα που άρχισε επίσημα το 1821 και ολοκληρώθηκε στον 20ο αιώνα. Ήταν η φυσική κατάληξη μακροχρόνιων αγώνων για την επιβολή σε εχθρούς και φίλους της πεποίθησης των κατοίκων της περιοχής πως η ελληνικότητα του χώρου είναι δεδομένη.
Το ιστορικό γεγονός που επιβεβαίωσε και επισφράγισε αυτή τη θέση ήταν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, που οδήγησαν στην προσθήκη όλης της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό.
Από τα μέσα του 1912 είχε οργανωθεί για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία των βαλκανικών λαών και με επίκεντρο τη Σόφια ένα συμμαχικό δίκτυο μεταξύ της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, το οποίο επικαλούμενο κυρίως την αμυντική συμφωνία, άφηνε να διαφανεί μια αδιαμφισβήτητη επιθετική αιχμή.
Η απόφαση της ηγεσίας και του λαού των χριστιανικών πληθυσμών της Βαλκανικής χερσονήσου να διεκδικήσουν στο πεδίο της μάχης την αναγνώριση των εθνικών δικαίων τους ήταν αμετάκλητη.
Η έξαρση του εθνικού αισθήματος στα Βαλκάνια για την απελευθέρωση των αλύτρωτων πληθυσμών, η βάναυση καταπάτηση των δικαιωμάτων των εθνοτήτων που ζούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η πολιτική των μεγάλων Δυνάμεων σε μια περιοχή ζωτική για τα οικονομικά τους συμφέροντα οδήγησαν τον Οκτώβριο του 1912 στη σύγκρουση των βαλκανικών κρατών με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να κηρύξει τον πόλεμο στους Οθωμανούς χαιρετίστηκε από την πανελλήνια κοινή γνώμη με ενθουσιασμό.
Ο ελληνικός στρατός άρχισε τον πόλεμο με τις ευνοϊκότερες συνθήκες: ο λαός ήταν ενωμένος και ο στρατός οργανωμένος και προετοιμασμένος. Κατά την προέλασή του ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε αρχικά την Ελασσόνα και μετά από σκληρή νικηφόρα μάχη κατέλαβε τα Στενά του Σαραντάπορου.
Κατόπιν ο όγκος του στρατεύματος κατευθύνθηκε προς τον άξονα Βέροια – Γιαννιτσά – Θεσσαλονίκη. Η 5η μεραρχία κινήθηκε προς την κατεύθυνση της Κοζάνης – Φλώρινας με αποστολή να καλύψει τα νώτα της στρατιάς. Μετά την απελευθέρωση της Κοζάνης, της Βέροιας, της Κατερίνης και των Γιαννιτσών ο ελληνικός εισέρχεται νικηφόρα στη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου του 1912, όπου υπογράφεται πρωτόκολλο παράδοσης των οθωμανικών δυνάμεων, καθώς οι βουλγαρικές δυνάμεις είχαν φτάσει προ των πυλών της πόλεως.
Στο μεταξύ η 5η μεραρχία που είχε κινηθεί προς τη Φλώρινα κατέλαβε στις 18 Οκτωβρίου το Αμύνταιο και την επόμενη τη Βεύη. Εκεί, επειδή ο διοικητής της μεραρχίας πληροφορήθηκε τη συγκέντρωση σημαντικών τουρκικών δυνάμεων στη Φλώρινα και πως το Μοναστήρι ήταν ουσιαστικά αφύλακτο, αποφάσισε να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως λίγο μετά την εκκίνηση της η μεραρχία δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση τουρκικών δυνάμεων και υποχώρησε προς την Κοζάνη.
Η πρώτη ευκαιρία για την απελευθέρωση της πόλης μας είχε χαθεί.
Μετά την ανασύνταξη και την ενίσχυση με πρόσθετο στράτευμα η μεραρχία προωθήθηκε προς δύο κατευθυντήριες πορείες.
Από την Κοζάνη ανακατέλαβε το Αμύνταιο και το Κλειδί και από τη Θεσσαλονίκη έφτασε στην Άρνισσα και κατέλαβε τα ανατολικά υψώματα της Κέλλης ύστερα από πεισματική αντίσταση του εχθρού. Ήταν για δεύτερη φορά πολύ κοντά στη Φλώρινα. Στις 6 Νοεμβρίου όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονταν συγκεντρωμένες στη Βεύη. Το ίδιο βράδυ το Γενικό Στρατηγείο, που έδρευε στην Άρνισσα, έλαβε τηλεγράφημα από το υπουργείο Στρατιωτικών που ανήγγειλε την κατάληψη του Μοναστηριού από τους Σέρβους. Ο ελληνικός στρατός θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον τουρκικό που υποχωρούσε νικημένος και να προλάβει να απελευθερώσει τη Φλώρινα πριν του Σέρβους.
Το πρωινό της ίδιας ημέρας στη Φλώρινα, επειδή η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων φανέρωναν την πλήρη αποσύνθεση των τουρκικών στρατευμάτων και την προέλαση των Σέρβων προς την πόλη από τον βορρά και των Ελλήνων από το νότο, οι Τούρκοι μπέηδες κάλεσαν σε σύσκεψη τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τους πρόκριτους Τέγο Σαπουντζή και Μενέλαο Βαλάση.
Οι μπέηδες πανικόβλητοι ανακοίνωσαν ότι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Φλώρινας προτιμούν να καταληφθεί η πόλη από τους Έλληνες, έθνος αρχαίο και με πολιτιστικό παρελθόν. Από τους Έλληνες ζήτησαν τη συνδρομή για πραγματοποίηση του κοινού σκοπού και τη διαβεβαίωσή τους ότι θα διαφυλάξουν εαυτούς και την περιουσία τους από τυχόν άτακτους πολεμιστές.
Οι μπέηδες, ο Μητροπολίτης και οι πρόκριτοι αποφάσισαν την αποστολή επιτροπής που θα μετέφερε επιστολή στον πρώτο Έλληνα στρατηγό που θα συναντούσε. Η επιτροπή με υψωμένη λευκή σημαία συνάντησε τις προφυλακές του στρατού ξηράς στα βόρεια υψώματα του Αμυνταίου και παρέδωσε την επιστολή στον στρατηγό Γεννάδη, διοικητή της 5ης μεραρχίας που έγραφε:
«Κύριε διοικητά των ελληνικών στρατευμάτων,
Σας γνωστοποιούμε ότι οι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς τη Φλώρινα. Οι Τούρκοι Φλωρίνης παρακαλούν όπως σπεύσει ο ελληνικός στρατός να καταλάβει την πόλιν, υποσχόμενοι ότι δεν θα φέρουν ουδεμίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα τουρκικόν στρατόν θα αφήσουν να αντισταθεί».
Μετά από αυτές τις εξελίξεις το Γενικό Αρχηγείο διέταξε το 1ο Σύνταγμα ιππικού να βαδίσει για την κατάληψη της Φλώρινας.
Ο υπίλαρχος Ιωάννης Άρτης με την εμπροσθοφυλακή του συντάγματος, παρά την είδηση ότι πλησιάζει στην πόλη πολυάριθμη τουρκική στρατιά υποχωρώντας από τη Σερβία, ξεκίνησε για τη Φλώρινα.
Ας ακούσουμε τα γεγονότα δια στόματος του πρωταγωνιστή. Αφηγείται λοιπόν ο Ι. Άρτης:
«Η επιθυμία μου να καταλάβω την Φλώρινα προ της εμφανίσεως του Σερβικού στρατού, τον οποίον από στιγμής εις στιγμής ανέμενα, μου παρίστα τα πράγματα εφικτά. Καθ’ οδόν χωρικοί ερχόμενοι εκ της πόλεως μας απέτρεπον να πλησιάσομεν προ των πυλών της πόλεως και μη επιθυμών βράδυνσιν και φοβούμενος την εμφάνισιν των Σέρβων, ανεχώρησα δια την θέσιν μου και έστειλα αμέσως τρεις ιππείς υπό έναν δεκανέα να βαδίσουν μετά θάρρους και να διασχίσουν την πόλιν προς αναγνώρισιν της δυνάμεως και προθέσεων του εχθρού• φτάνοντες δε εις τη έξοδον της πόλεως να σταματήσουν εκεί. Μετά πάροδον δέκα λεπτών της ώρας από της αναχωρήσεως της επιτροπής αναγνωρίσεως, επειδή επεκράτη ησυχία, σημείον επιτυχούς εκβάσεως, απέστειλα έναν δεκανέα και έναν ιππέα προς τον Μητροπολίτην με εντολή να εξέλθει και να μου παραδώσει την πόλιν».
Η Φλώρινα ήταν ελεύθερη και ήταν ημέρα Τρίτη 7/11/1912, 2:15 μ.μ. Οι κάτοικοι υποδέχτηκαν τον ελληνικό στρατό με ζητωκραυγές και πανηγυρισμούς και την επόμενη ημέρα μετά την άφιξη του διαδόχου Κωνσταντίνου τελέστηκε πανηγυρική δοξολογία στη σημαιοστόλιστη μητρόπολη.
Πριν από 109 χρόνια λοιπόν τα νικηφόρα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη μας για να αποδώσουν σε αυτήν μετά από μακρά και δυσβάστακτη δουλεία την πολυπόθητη ελευθερία. Η απελευθέρωση της 8ης Νοεμβρίου σήμανε για την πολύπαθη αυτήν περιοχή αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και απολύτρωση από τον τούρκο δυνάστη. Δικαιώθηκαν οι αγώνες και οι θυσίες στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και καθόλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Η Φλώρινα παραδόθηκε στους φυσικούς της κτήτορες.
Για εμάς τους μεταγενέστερους οι γραπτές αναμνήσεις όσων βίωσαν τα ηρωικά γεγονότα και την αγαλλίαση της νίκης είναι ένας αγωγός μνήμης, που μας συγκινεί και μας συνεγείρει. Γιατί κάθε φορά τιμάμε που τις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας μας, επιβεβαιώνουμε τη συνεχή παρουσία του παρελθόντος στο παρόν μας και βαθαίνουμε την ιστορική μας συνείδηση.
Κλείνοντας θα επικαλεστώ τα λόγια του αείμνηστου δημάρχου Νικολάου Χάσου του πρεσβύτερου, οποίος σε μια αντίστοιχη με τη σημερινή περίσταση έγραφε: « Ας σταθώμεν σήμερα με συγκινητικήν κατάνυξιν, ας στρέψωμεν με ευλάβειαν τον νουν προς όλους εκείνους τους φανερούς και αφανείς ήρωας, που με τον ηρωισμόν των και την αυτοθυσίαν των εχάρισαν το πολυτιμώτερον αγαθόν, την ελευθερίαν, εις τους τάφους των οποίων εσφυρηλατήθη η ελληνική δόξα».
Χρόνια Πολλά Φλώρινα!
Πάντα Ελεύθερη!