Το στημένο Μουντιάλ της Ιταλίας
Η χειραγώγηση ποδοσφαιρικών αγώνων ή ακόμα και διοργανώσεων δεν αποτελεί φαινόμενο της σύγχρονης εποχής. Αντιθέτως, τέτοια φαινόμενα συναντώνται και τον προηγούμενο αιώνα με δημοφιλέστερο όλων το αποκαλούμενο μέχρι και σήμερα «στημένο Μουντιάλ της Ιταλίας».
Όλες οι πληροφορίες για το ζωντανό stoiximan casino
Ο Μουσολίνι και η διεξαγωγή του 2ου Παγκοσμίου Κυπέλλου
Βρισκόμαστε πίσω στο μακρινό 1932, μια εποχή όπου τα φασιστικά καθεστώτα επεκτείνονταν συνεχώς, οι ατομικές ελευθερίες αποτελούσαν είδος προς εξαφάνιση και το ποδόσφαιρο γνώριζε ολοένα και μεγαλύτερη άνθηση. Εκτός όμως από διασκέδαση και ψυχαγωγία στον απλό κόσμο, προσέφερε ισχυρή δύναμη και δημοτικότητα σε όσους κατάφερναν να έχουν τα ηνία του αθλήματος.
Ο Μουσολίνι, γνωρίζοντας την κατάσταση αυτή και προσπαθώντας να μπει στην ψυχολογία των συμπατριωτών του, χρησιμοποίησε όλα τα διαθέσιμα μέσα – θεμιτά και αθέμιτα – προκειμένου η χώρα του να αναλάβει τη διοργάνωση του 2ου Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Η απόφαση του συνεδρίου της ΦΙΦΑ που έλαβε χώρα το 1932 στο Βερολίνο βρήκε τον Ιταλό δικτάτορα να «τρίβει τα χέρια του» από ικανοποίηση. Άμεσα ξεκίνησε η κατασκευή οκτώ ποδοσφαιρικών γηπέδων σε ισάριθμες πόλεις, μια κίνηση που ανέβασε ακόμη περισσότερο τις μετοχές του Μουσολίνι, ο οποίος μάλιστα δεν έχανε ευκαιρία να δίνει το σύνθημα για τις επερχόμενες επιτυχίες της «ΣκουάντραΑτζούρα».
Οι συμμετέχουσες ομάδες στο Μουντιάλ του 1934
Στη διοργάνωση συμμετείχαν 16 συνολικά ομάδες, οι 11 από τις οποίες προέρχονταν από την Ευρώπη, οι 3 από την ήπειρο της Αμερικής και οι υπόλοιπες 2 από την Ασία και την Αφρική. Αξίζει να σημειωθεί πως ήταν η πρώτη φορά που η παρουσία των ομάδων στην τελική φάση πέρασε μέσα από προκριματικά, στα οποία μάλιστα συμμετείχε και η διοργανώτρια χώρα. Για την ιστορία, η Ιταλία εξασφάλισε μια θέση στο τουρνουά επικρατώντας με 4-0 της εθνικής Ελλάδος στον πρώτο αγώνα, με τον επαναληπτικό να μη λαμβάνει χώρα ποτέ μετά απόφαση της χώρας μας να μην αγωνιστεί, γνωρίζοντας πως η ανατροπή ισοδυναμούσε με κάτι περισσότερο από θαύμα.
Με εξαίρεση την Αγγλία του Τσόρτσιλ που ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την εγχώρια λίγκα, το εισιτήριο σφράγισαν όλες οι τότε μεγάλες ποδοσφαιρικές δυνάμεις της Ευρώπης. Αξιοσημείωτη ήταν φυσικά η απουσία της διοργανώτριας και νικήτριας του 1ου Μουντιάλ, της Ουρουγουάης. Ο προφανής λόγος ήταν να πληρώσει τους Ευρωπαίους με το ίδιο νόμισμα, καθώς οι τελευταίοι αγνόησαν επιδεικτικά την προ τετραετίας πρώτη διοργάνωση. Παράλληλα όμως, η επίσημη ομοσπονδία της χώρας ήθελε να κρατήσει εντός συνόρων όλους τους μεγάλους αστέρες των εγχώριων συλλόγων, κρατώντας τους μακριά από τα εύρωστα οικονομικά κλαμπ της Ευρώπης.
Ιδιαίτερες καταστάσεις και ο παράγοντας της έδρας
Όπως προαναφέρθηκε, ο Μουσολίνι ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα προκειμένου η χώρα του να κατακτήσει τον τίτλο. Στο πλαίσιο αυτό, δεν δίστασε να εφαρμόσει σχολαστικά τον εν ισχύ φασιστικό νόμο, βάσει του οποίου οποιοσδήποτε είχε γεννηθεί από Ιταλούς γονείς θεωρούνταν Ιταλός πολίτης, ανεξάρτητα από το που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Έτσι, στην αποστολή της εθνικής ομάδας της Ιταλίας ενσωματώθηκαν τρεις Αργεντίνοι ποδοσφαιριστές, οι αποκαλούμενοι τότε «οριούντι».
Τα μεγάλα ονόματα του Λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου, η Αργεντινή και η Βραζιλία απογοήτευσαν με τις εμφανίσεις τους. Η τελευταία εκπρόσωπος της αμερικάνικης ηπείρου ήταν οι Η.Π.Α. που εξασφάλισαν τη συμμετοχή τους μόλις δύο ημέρες πριν την επίσημη έναρξη, αφήνοντας εκτός διοργάνωσης το Μεξικό μετά από αγώνα μπαράζ που διεξήχθη στη Ρώμη.
Ο τρόπος διεξαγωγής του 2ου Παγκοσμίου Κυπέλλου ήταν τα νοκ άουτ παιχνίδια, με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να αντιμετωπίζουν τη διοργανώτρια Ιταλία στην πρώτη τους υποχρέωση και το τελικό σκορ να γράφει 7-1 σε βάρος τους. Με απλούστερα λόγια, ο παράγοντας της έδρας αποδείχθηκε (για ακόμη μία φορά) καθοριστικός.
Γκολ και θέαμα μιας άλλης εποχής
Όπως ακριβώς ισχύει ακόμη και σήμερα, οι Ευρωπαϊκές εθνικές ομάδες ήταν οι πιο πλήρεις και συνάμα οι πιο ανταγωνιστικές. Το μεγαθήριο της εποχής ήταν η Αυστρία, η οποία μάλιστα είχε επικρατήσει με 4-2 της Ιταλίας τρεις μόλις μήνες πριν την έναρξη του Μουντιάλ. Από τις υπόλοιπες ομάδες με το εθνόσημο ξεχώριζαν η Γερμανία, η Ισπανία και η Τσεχοσλοβακία, με την τελευταία να επιδίδεται σε μια προσπάθεια αντιγραφής του τρόπου παιχνιδιού της Αυστρίας.
Βασικό γνώρισμα του Μουντιάλ της Ιταλίας ήταν το πλούσιο θέαμα, με την πλειοψηφία των αναμετρήσεων να οδηγείται σε ιδιαίτερα υψηλό σκορ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναμέτρηση μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας, με τους πρώην συμμάχους να προσφέρουν μεγάλες συγκινήσεις. Η Αυστρία του εκπληκτικού για την εποχή ποδοσφαιριστή ΜατίαςΖίντελαρ επικράτησε με 5-2 και κλείδωσε μια θέση στα ημιτελικά, με τον Ούγγρο Μάρκος να αντικρίζει την πρώτη κόκκινη κάρτα στην ιστορία του θεσμού. Το εισιτήριο σφράγισαν επίσης οι Γερμανία και Τσεχοσλοβακία, επικρατώντας – όχι εύκολα – της Σουηδίας και της Ελβετίας αντίστοιχα.
Το τελευταίο εισιτήριο εξασφάλισε φυσικά η Ιταλία, με έναν άκρως περιπετειώδη τρόπο. Αρχικά η «ΣκουάντραΑτζούρα» αναδείχθηκε ισόπαλη (1-1) με την Ισπανία, με τις δύο ομάδες να λύνουν τις διαφορές τους την επόμενη ακριβώς ημέρα! Κομβικό σημείο του επαναληπτικού η απουσία του κορυφαίου Ισπανού τερματοφύλακα Ρικάρντο Θαμόρα, με τον επίσημο λόγο να είναι ο τραυματισμός του στο πρώτο παιχνίδι. Φήμες ωστόσο θέλουν τον Μουσολίνι να μεσολαβεί αποφασιστικά προκειμένου να πετύχει μια … «χαλαρή» εμφάνιση από πλευράς Ισπανών.
Οι αλχημείες του «Ντούτσε» στα ημιτελικά
Ο Μουσολίνι ήθελε όσο τίποτα άλλο να δει την εθνική ομάδα της χώρας του να στέφεται πρωταθλήτρια κόσμου και εκτός από το επίσημο τρόπαιο, σχεδίασε και προσέφερε ένα ακόμη, ακόμη μεγαλύτερου μεγέθους που έφερε μάλιστα την ονομασία Κύπελλο του Ντούτσε (CopadelDuce).
Έχοντας φτάσει στα ημιτελικά, έβλεπε τον στόχο να πλησιάζει και ήθελε να διασφαλίσει πως όλα θα πήγαιναν όπως ακριβώς επιθυμούσε. Το τελευταίο εμπόδιο πριν τον μεγάλο τελικό ήταν η Αυστρία, της οποίας ο «Ντούτσε» φρόντισε να κάνει τη ζωή δύσκολη. Με δική του διαταγή ο αγωνιστικός χώρος ήταν βρεγμένος και ως εκ τούτου βαρύς για το ντελικάτο παιχνίδι των Αυστριακών. Παράλληλα, ο οξυδερκής Ιταλός προπονητής Βιτόριο Πότσο ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε τη στρατηγική «mantoman», θέτοντας υπό αυστηρή επιτήρηση τον Ζίντελαρ που δεν κατάφερε να πιάσει τη συνήθη υψηλή του απόδοση. Με τον τρόπο αυτό, το τελικό 1-0 ήταν αρκετό για την Ιταλία προκειμένου να οδηγηθεί στον μεγάλο τελικό.
Το μόνο που απέμενε ήταν να λάβει γνώση για την αντίπαλο που θα αντιμετώπιζε, με διακαή πόθο φυσικά του Μουσολίνι να τεθεί αντιμέτωπη με την πάντα φιλικά προσκείμενη Γερμανία. Παρακολούθησε μάλιστα με ενδιαφέρον τον δεύτερο ημιτελικό μεταξύ των «πάντσερ» και της Τσεχοσλοβακίας. Αυτός όμως που του χάλασε τα σχέδια ήταν ο Τσέχος φορ Νέγιεντλι που πετυχαίνοντας χατ-τρικ χάρισε στην ομάδα του μια πανάξια πρόκριση.
Ο μεγάλος τελικός
Ο μεγάλος τελικός του 2ου Παγκοσμίου Κυπέλλου έλαβε χώρα στις 10 Ιουνίου του 1934, με τον Μουσολίνι να κάνει λόγο για επερχόμενη νίκη του φασισμού και 50.000 Ιταλούς να περιμένουν στις εξέδρες για την επιβεβαίωση της εν λόγω δήλωση.
Οι σκληρές μονομαχίες ήταν αυτές που κυριάρχησαν, με τους Τσεχοσλοβάκους να παγώνουν το εθνικό στάδιο της Ρώμης ανοίγοντας το σκορ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η πίεση από πλευράς Ιταλών εντάθηκε και στο 81ο λεπτό ήρθε η πολυπόθητη ισοφάριση. Με την ψυχολογία στα ύψη και τους φιλάθλους στις εξέδρες να παραληρούν, η Ιταλία κατάφερε να σκοράρει και δεύτερη φορά στη διάρκεια της παράτασης. Πανευτυχής ο Μουσολίνι είδε τον μεγάλο του στόχο να επιτυγχάνεται και παράλληλα το όνομα του να μεγαλώνει επικίνδυνα στο πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης. Αυτό που ωστόσο δεν υπολόγισε και που αποδείχθηκε περίτρανα αργότερα, ήταν πως ποδόσφαιρο και πόλεμος αποτελούν δύο παντελώς διαφορετικά πεδία.
Ολοκληρώνοντας, αξίζει για τους λάτρεις της στατιστικής να αναφέρουμε πως το Μουντιάλ της Ιταλίας προσέφερε πλούσιο ποδοσφαιρικό θέαμα, με τα 70 γκολ που σημειώθηκαν σε 17 συνολικά αγώνες (περισσότερα των τεσσάρων ανά αγώνα) να αποτελεί μια αναμφίβολα αξιοζήλευτη επίδοση.