ΕΛΜΕ Φλώρινας: Οι λόγοι που απεργήσαμε
Συναδέλφισσες, συνάδελφοι,
Σε ένα άσχετο νομοσχέδιο του Υπουργείου Μεταφορών, όπως μας έχει πια συνηθίσει, το Υπουργείο Παιδείας κατέθεσε τροπολογία με την οποία επισπεύδει τη διαδικασία έναρξης της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Με τη συγκεκριμένη τροπολογία δίνεται η δυνατότητα, όπου έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες επιλογής Συμβούλων, να ξεκινήσει άμεσα η «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών και μάλιστα πρώτα των νεοδιόριστων, όπως ήδη είχε ανακοινωθεί. Στις 27-1-2023 δημοσιεύτηκε και σχετική Υπουργική Απόφαση (Αριθμ.9950/ΓΔ5) με την οποία καθορίζονται τα κριτήρια της ατομικής αξιολόγησης και οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες θα υλοποιηθούν τα σχέδια του ΥΠΑΙΘ.
Μάλιστα, σε μία προσπάθεια πλήρους διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, η υπουργός Παιδείας εξέδωσε δελτίο τύπου με το οποίο πανηγυρίζει για την οπισθοδρομική, αντιπαιδαγωγική και αντιεπιστημονική της απόφαση να γυρίσει την εκπαίδευση 41 χρόνια πίσω! Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, όμως, βλέπει το «έργο» της ήδη αξιολογημένης αντιεκπαιδευτικής πολιτικής!
Αντί η κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ να απολογηθούν και να πάρουν μέτρα για τις τραγικές συνθήκες των σχολικών μονάδων (υποδομές που καταρρέουν, πλημμυρισμένα σχολεία, ταβάνια που πέφτουν μέσα στις τάξεις, σχολεία χωρίς ρεύμα, θανατηφόρα ατυχήματα κλπ), για τις ελλείψεις εκπαιδευτικών ακόμα και στα μέσα της σχολικής χρονιάς και για τα τεράστια μαθησιακά, κοινωνικά και ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα των παιδιών μας, συνεχίζουν να εξαπατούν γονείς, μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς με τις κάλπικες διακηρύξεις περί «στήριξης και αναβάθμισης του εκπαιδευτικού έργου».
Το περιεχόμενο και τα κριτήρια της αξιολόγησης, που προωθεί η κυβέρνηση, δεν έχουν καμία σχέση με τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών/τριών και την ανάγκη στήριξης των εκπαιδευτικών. Αντιθέτως, πίσω από τα ωραία λόγια του υπουργείου Παιδείας, κρύβονται οι πραγματικοί στόχοι τους:
- Με εργαλείο την αξιολόγηση επιχειρούν να επιφέρουν την κατηγοριοποίηση σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών/τριων, την κατάταξη σχολείων και εκπαιδευτικών σε «καλά» και «κακά», που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους ανάλογα με την πρόσβασή τους σε χορηγούς, ανάλογα με την ταξική σύνθεση του Δήμου, της Περιφέρειας κτλ.
- Να προχωρήσουν πιο γρήγορα την ταξική διαφοροποίηση των σχολείων, την «αυτονομία και τις δεξιότητες», την «εξοικονόμηση πόρων και τις περικοπές». Παράλληλα ενισχύουν την εντατικοποίηση της δουλειάς μας, καθιερώνουν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Μεταθέτουν τις δικές τους ευθύνες για τα κακώς κείμενα του εκπαιδευτικού συστήματος σε εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές/τριες.
- τη μετακύλιση των ευθυνών του ΥΠΑΙΘ για την κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος στις πλάτες των εκπαιδευτικών.
- Θέλουν έναν εκπαιδευτικό φοβισμένο, τρομοκρατημένο, έρμαιο του εκάστοτε «αξιολογητή». Είναι προφανές ότι η στόχευση του Υπουργείου είναι να καθυποτάξει τους εκπαιδευτικούς μέσω της ατομικής αξιολόγησης προκειμένου να αποδεχτούν ένα σχολείο το οποίο διαχρονικά υποβαθμίζεται για την πλειοψηφία των παιδιών που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, που βάζει ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια σε όσα παιδιά θέλουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ γνωρίζει ότι οι εκπαιδευτικοί βλέπουν καθαρά τους παραπάνω στόχους της και θα παλέψουν με όλες τους τις δυνάμεις ενάντια στα σχέδια της. Γι’ αυτό ξεκινάει την αξιολόγηση με τους/τις νεοδιόριστους/ες, θεωρώντας τους πιο ευάλωτους/ες, αφού τους/τις κρατά ομήρους με την μη μονιμοποίησή τους εδώ και μήνες, παρότι έχουν συμπληρώσει τη διετία που προβλέπει ο νόμος. Η κυβέρνηση επιχειρεί να αξιοποιήσει τους/τις νεοδιόριστους/ες συναδέλφους ως «Δούρειο Ίππο» για να γενικεύσει την εφαρμογή της σε όλη την έκταση της εκπαίδευσης. Είναι όμως δεδομένο ότι όλοι και όλες οι εκπαιδευτικοί θα σταθούμε στο πλευρό των νεοδιόριστων συναδέλφων και θα αγωνιστούμε για την ανατροπή της αξιολόγησης και την απρόσκοπτη μονιμοποίησή τους.
Το ΥΠΑΙΘ διακηρύσσει ψευδώς εδώ και δύο χρόνια ότι η αξιολόγηση δεν θα είναι τιμωρητική, ωστόσο την ξεκινά με την απειλή της μη μονιμοποίησης των νεοδιόριστων. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός σε πρόσφατη δήλωσή του, υπονόησε εμμέσως πλην σαφώς τη σύνδεσή της με τη μισθολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών, ενώ είναι γνωστή η άποψή του για τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και ειδικά των εκπαιδευτικών από τότε που ήταν ακόμα υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης. Ανάμεσα στα άλλα, η προωθούμενη αξιολόγηση φορτώνει με νέα γραφειοκρατικά βάρη τους εκπαιδευτικούς και την ήδη επιβαρυμένη καθημερινή εργασία τους, στερώντας τον πολύτιμο αέρα του κύριου έργου τους που είναι το παιδαγωγικό – εκπαιδευτικό.
Μοναδική «επιβράβευση» των θετικά αξιολογούμενων εκπαιδευτικών θα είναι η παροχή μορίων για τη διεκδίκηση διοικητικών θέσεων. Με απλά λόγια, το ΥΠΑΙΘ επιβραβεύει τους «άριστους» εκπαιδευτικούς με το να τους απομακρύνει από την τάξη και τη μαθησιακή διαδικασία!
Η επιλογή της προώθησης της «ατομικής αξιολόγησης» είναι τμήμα της ενιαίας στρατηγικής που προωθεί η σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ., αποτελεί διαχρονικό πόθο πολλών κυβερνήσεων εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, στα πλαίσιο των κατευθύνσεων της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, αλλά και των μνημονίων που ψηφίστηκαν.
Παρέμεινε όμως ανεκπλήρωτος χάρη στην σθεναρή αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος. Αποτελεί συνέχεια της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων που συνάντησε την καθολική αντίθεση των εκπαιδευτικών. Προβλέπει ένα εξοντωτικό γραφειοκρατικό πλέγμα αξιολόγησης δύο φάσεων από τον διευθυντή του σχολείου και τους συμβούλους εκπαίδευσης. Κάθε εκπαιδευτικός θα συνοδεύεται από ένα ηλεκτρονικό ατομικό φάκελο (άρθρο 68), ατομικά φύλλα αξιολόγησης, συνέντευξη, παρατήρηση εντός της σχολικής τάξης και κατάταξη σε 4βαθμη κλίμακα (μη ικανοποιητικός – ικανοποιητικός – πολύ καλός – εξαιρετικός).
Με τον νόμο 4823/21 προωθήθηκαν νέες τομές σε διοικητικό επίπεδο και στις επιλογές στελεχών. Δίπλα στον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό στήνεται μια πολυπλόκαμη δομή που περιλαμβάνει ένα ενδιάμεσο επίπεδο αξιολογητών στο επίπεδο κάθε Διεύθυνσης (Σύμβουλοι Εκπαίδευσης). Ένα επίπεδο παραπάνω συστήνονται οι Περιφερειακοί Επόπτες Ποιότητας Εκπαίδευσης (ένας ανά Περιφέρεια), οι Επόπτες Ποιότητας Εκπαίδευσης ανά Διεύθυνση καθώς και το Περιφερειακό Συμβούλιο Εποπτών που θα συντονίζει τα παραπάνω στελέχη.
Πρόκειται για έναν αυταρχικό μηχανισμό με βασική αποστολή τον αυστηρό έλεγχο, τη διαρκή επιτήρηση και εποπτεία της πορείας της αξιολόγησης που θα διαπιστώνει αν «συμμορφώνονται» οι εκπαιδευτικοί απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική.
Η δουλειά των συμβούλων ουσιαστικά και πρακτικά δεν θα είναι η παιδαγωγική, επιμορφωτική και συμβουλευτική ενίσχυση της δουλειάς των εκπαιδευτικών στην τάξη, αλλά να προωθούν την αξιολόγηση και την επιβολή της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής.
Η αξιολόγηση, όμως, θα δημιουργήσει ένα νέο πρωτόγνωρο καθεστώς εξαρτήσεων και πελατειακών σχέσεων και μέσα στο σχολείο, αφού ο/η διευθυντής/ντρια, ως μονοπρόσωπο όργανο, αποκτά το ρόλο του/της αξιολογητή/τριας των εκπαιδευτικών. Ουσιαστικά πρόκειται για μία διαδικασία που επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο και τη χειραγώγησή των εκπαιδευτικών, με στόχο να μειωθούν οι αντιστάσεις ατομικά και συλλογικά. Οι σχέσεις ιεραρχίας και εξουσίας θα επιφέρουν ένα συγκρουσιακό και στείρα ανταγωνιστικό κλίμα μέσα στο σχολείο, με επιβράβευση ημετέρων. Σε κανένα σημείο του νομοσχεδίου δεν προβλέπεται ή διασφαλίζεται η άποψη των εκπαιδευτικών για παιδαγωγικά και άλλα ζητήματα που αφορούν στη σχολική μονάδα. Αντί να στηριχθεί ουσιαστικά και να ενισχυθεί το εκπαιδευτικό έργο, δυναμώνει ο ασφυκτικός έλεγχος ώστε να υλοποιούνται κατά γράμμα οι κατευθύνσεις της εκάστοτε κυβέρνησης με ατέρμονες και γραφειοκρατικές διαδικασίες εκτός τάξης. Η επαγγελματική εξουθένωση από τις νέες υποχρεωτικές αρμοδιότητες, την υπονόμευση της συνεργασίας και το αυταρχικό κλίμα εξαρτήσεων που δημιουργείται με το φόβητρο της αξιολόγησης είναι εις βάρος του παιδαγωγικού ρόλου των εκπαιδευτικών και της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου. Διαλύεται το παιδαγωγικό κλίμα, η συναδελφικότητα, η συνεργασία και η αλληλεγγύη μέσα στο σχολείο. Η συστηματική και καθημερινή καλλιέργεια του φόβου και της ανασφάλειας θα αποτελούν βασικά εργαλεία για την επιβολή της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Στο νόμο, εκτός των άλλων, στήνεται ένας μηχανισμός σύνδεσής της επιμόρφωσης με την αξιολόγηση, ως τιμωρία. Η επιμόρφωση διολισθαίνει σε διαδικασία συλλογής «χαρτιών» με μοναδικό στόχο να «αξιολογηθεί» ο/η εκπαιδευτικός ως «ικανοποιητικός/ή».
Πέρα, όμως, από τις επιμέρους, σαφώς προβληματικές, ρυθμίσεις του ν.4823/21, διεθνείς μελέτες σχετικά με τα αποτελέσματα της ατομικής αξιολόγησης γενικά, δείχνουν ότι όπου εφαρμόστηκε όχι μόνο δεν επήλθε βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, αλλά αντίθετα, λόγω της επιπλέον επαγγελματικής εξουθένωσης που επιφέρει αλλά και του ανταγωνιστικού κλίματος που καλλιεργεί, παραμερίζονται οι παιδαγωγικές αρχές και αυξάνονται οι μορφωτικές ανισότητες. Επιπλέον, σύμφωνα με τις διεθνείς παιδαγωγικές μελέτες:
- Δεν υπάρχει ένας γενικός κώδικας διδασκαλίας που να μπορεί να εφαρμοστεί παντού με τα ίδια αποτελέσματα. Δεν μπορεί να εξακριβωθεί επιστημονικά ποια διδακτική και παιδαγωγική μέθοδος αποδίδει περισσότερο, καθώς τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα επηρεάζονται από τις κοινωνικές, τοπικές και οικονομικές συνθήκες και την ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία επιστημονικά τεκμηριωμένη και αντικειμενική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
- Οι εκπαιδευτικοί, ως εργαζόμενοι/ες, ενεργοποιούνται περισσότερο με εσωτερικά κίνητρα βελτίωσης -για τη διαμόρφωση των οποίων απαιτείται εργασιακή ασφάλεια, υποστηρικτικές δομές, συνεχείς επιμορφώσεις και δίκαιο σύστημα αμοιβών- και όχι με εξωτερικά ανταγωνιστικά κίνητρα. Η παιδαγωγική ελευθερία των εκπαιδευτικών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των μαθησιακών και παιδαγωγικών αποτελεσμάτων, ενώ το ανταγωνιστικό κλίμα παραγκωνίζει τον παιδαγωγικό τους ρόλο και δημιουργεί κλίμα ανασφάλειας που δυσχεραίνει την επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων. Όλες οι μέθοδοι ατομικής αξιολόγησης που έχουν εφαρμοστεί διεθνώς χαρακτηρίζονται από επιστημονική αναξιοπιστία και αναποτελεσματικότητα.
Η πολυδιαφημισμένη αξιολόγηση ως στόχο έχει να «δείξει» τους/τις εκπαιδευτικούς για μια ακόμα φορά ως μόνιμους/ες υπεύθυνους/ες για τα πραγματικά και διαχρονικά προβλήματα της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Τα εργασιακά κεκτημένα των εκπαιδευτικών έχουν ήδη αλωθεί σε μεγάλο βαθμό, οι μισθοί έχουν πάγωσει και προωθούνται ελαστικές μορφές εργασίας στην εκπαίδευση με τους μεγάλους αριθμούς αναπληρωτών -ωρομισθίων.
Οι εκπαιδευτικοί δεν έχουμε κάτι να κρύψουμε, δεν αντιδρούμε γιατί δε θέλουμε να «ξεβολευτούμε» όπως λέγεται σε διάφορα ΜΜΕ. Κάθε μέρα εξετάζουμε κριτικά και αυτοκριτικά τη δουλειά μας, στους συλλόγους διδασκόντων/ουσών ανταλλάσσουμε σκέψεις και προτάσεις για να γίνει καλύτερη η σύνθετη παιδαγωγική πράξη. Αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι που ζητάμε να στηριχθεί ουσιαστικά από το κράτος.
Αν πραγματικά το ΥΠΑΙΘ επιθυμεί να βελτιώσει την ποιότητα της Δημόσιας Εκπαίδευσης, τότε πρέπει άμεσα να προχωρήσει σε αύξηση της χρηματοδότησης της Παιδείας, σε κάλυψη των δεκάδων χιλιάδων κενών με μόνιμους εκπαιδευτικούς, σε μείωση του αριθμού μαθητών/τριών ανά τμήμα, να φτιάξει σύγχρονες κτιριακές υποδομές, να εξοπλίσει σχολεία και εκπαιδευτική κοινότητα με τεχνολογικό και λοιπό εξοπλισμό, να υλοποιήσει προγράμματα σπουδών που να υπηρετούν το δικαίωμα των παιδιών στην ολόπλευρη μόρφωση, σύμφωνα με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αρχές με ανάλογα βιβλία και εποπτικό υλικό, να πάρει μέτρα για τα μαθησιακά και ψυχοκοινωνικά προβλήματα των παιδιών και την έξαρση της βίας και να μειώσει τις εξετάσεις που οδηγούν σε στείρα γνώση και ανάγκη παραπαιδείας.
Αν πραγματικά το ΥΠΑΙΘ ενδιαφέρεται για την βελτίωση των εκπαιδευτικών ας ικανοποιήσει επιτέλους το επί δεκαετίες αίτημα του κλάδου μας για καθολική, εισαγωγική, περιοδική και ετήσια, επιμόρφωση. Η επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών τόσο στο γνωστικό τους αντικείμενο όσο και στις συνεχώς εξελισσόμενες παιδαγωγικές και διδακτικές μεθόδους, αποτελεί βασική παράμετρο βελτίωσης των εκπαιδευτικών και του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Ας μειώσει την ατελείωτη και περιττή γραφειοκρατία, ας βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες τους, προκειμένου να αντιμετωπίσει την συνεχώς αυξανόμενη επαγγελματική τους εξουθένωση.
Αιτήματα
- Κατάργηση των αντιεκπαιδευτικών νόμων 4692/20, 4823/21.
- Άμεση μονιμοποίηση όλων των νεοδιόριστων που έχουν ολοκληρώσει τη διετή υπηρεσία.
- Κάλυψη όλων των κενών με μαζικούς μόνιμους διορισμούς. Εξίσωση δικαιωμάτων μόνιμων και αναπληρωτών.
- Ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση όλων των εκπαιδευτικών με την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
- Άμεση αύξηση μισθών ίση -κατ’ ελάχιστο- με τον ρυθμό του πληθωρισμού και επαναφορά 13ου και 14ου μισθού. Άμεσο μισθολογικό ξεπάγωμα της διετίας 2016-17. Αφορολόγητο στα 12.000 €.
- Κατάργηση της τράπεζας θεμάτων και των εξετάσεων τύπου PISA.
- Κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής που άφησε χιλιάδες μαθητές εκτός ΑΕΙ και απαξίωσε δεκάδες τμήματα σε όλη τη χώρα.
- Αντιστεκόμαστε στον προσανατολισμό του σχολείου στην επιφανειακή γνώση, την ημιμάθεια, την αποθέωση των «δεξιοτήτων» που ενισχύεται με τα νέα αναλυτικά προγράμματα και τα εργαστήρια δεξιοτήτων
ΟΛΟΙ/ΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ – ΟΛΟΙ/ΕΣ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ!!