2008-2023: Ημερολόγιο διαμονητηρίου
15 Πρωτοχρονιές από τη θητεία στα σύνορα
«Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
και εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα»
Δ. ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου»
2008-2023, δεκαπέντε χρόνια μετεγκατάστασης στη Φλώρινα, επιστροφή και διαμονητήριο στα βορειοδυτικά του χάρτη. Δεκαπέντε χρόνια κομμάτια, ανασυνθέτω το παζλ του χρόνου νοερά. Δεκαπέντε χρόνια πυκνά από γεγονότα και στιγμές. Γεμάτα χρόνια με πολλές χαρές και –Δόξα τω Θεώ!- μετρημένη τη λύπη.
Βαδίζω μόνος το μεσημέρι παραμονή Χριστουγέννων στον γενέθλιο τόπο, το μικρό Αμύνταιο. Άδεια η κωμόπολη, όλα τριγύρω είναι ίδια, αλλά εμένα μου φαίνονται αλλιώς και ασυνάρτητα. Σκέφτομαι πως μόνο εδώ, στη γενέτειρα, νιώθεις αυθεντικά και στο μεδούλι της ψυχής σου το ασήκωτο φορτίο του Χρόνου. Το Αμύνταιο πλέον μου μοιάζει τώρα άδεια γεωγραφία, αφιλόξενο σημείο στο χάρτη. Αισθάνομαι προσωρινά άπατρις. Σαν μετανάστης στην ίδια μου τη γη, αφού πατρίδα δεν είναι ο ορίζοντας που πρωτοαντικρίζουμε, το χώμα που πρωτοπερπατήσαμε, οι δρόμοι, οι γειτονιές και οι οδοί της γενέθλιας γης. Πατρίδα δεν είναι ούτε οι προτομές στρατηγών στις πλατείες, οι σελίδες στα βιβλία ιστορίας, τα αρχαία σύμβολα στις προθήκες μουσείου, η σκόνη του χρόνου σε σκόρπια μάρμαρα, το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω» που αποστηθίσαμε στο Γυμνάσιο. Η μόνη και αληθινή Πατρίδα είναι οι άνθρωποί μας. Το μεσημβρινό και τις συντεταγμένες της ορίζει η γεωγραφία της μνήμης τους και ο εξάντας της καρδιάς μας
Τώρα η μικρή πολίχνη, στην οποία γεννήθηκα και έζησα σαν παιδί και έφηβος, έχει αποκτήσει τις πραγματικές της διαστάσεις. Καθώς περνάνε τα χρόνια, πληθαίνουν οι απουσίες και αραιώνουν οι παρουσίες, το απουσιολόγιο του χρόνου γράφει και δεν ξεγράφει. Ως εκ τούτου, αποκαλύφθηκε η πραγματική της ταυτότητα, δεν είναι παρά ακόμα μια αξιοθρήνητη επαρχία. Για αυτό και τώρα, όταν επισκέπτομαι περιστασιακά τον γενέθλιο τόπο, αισθάνομαι ξένος και άστεγος. Οδυσσέας απόβροχος και άσωτος.
Μετρώ και εγώ πλέον πολλές απουσίες σε αυτά τα 15 χρόνια. Έθαψα ξαφνικά την ίδια μέρα και τους δυο μου γονείς αναπάντεχα – ο Μαύρος Καβαλάρης δεν γνωρίζει από οίκτο, χτύπησε εκείνον τον Ιούνη του ’12 με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Εφεξής και ισοβίως ορφανός ενήλικος. Τον θείο μου Τάκη (τον έριξε δυο μέτρα παλικάρι μόλις στα 46 του χρόνια κάτω ο Δρεπανοφόρος) και τον ακριβό μου νονό Μιχάλη, που είχα το θλιβερό προνόμιο σαν γιατρός να του κλείσω εγώ τα μάτια (ακόμα θυμάμαι, Μικέλε, τα παιχνίδια που μου έφερνες από την Ιταλία τέτοιες γιορτινές μέρες). Τον Νίκο, που έγινε πια Ποδηλάτης του Ουρανού. Είδα να φεύγουν παλιοί οικογενειακοί φίλοι, όπως ο Πέτρος, ο Γιώργος (τον λογαριάζω για δεύτερο πατέρα μου), η μαμα Μαρία ή πρόσφατα ο Βαγγέλης· όλοι αυτοί και άλλοι τόσοι υπήρξαν για μένα συγγενείς όχι εξ αίματος αλλά εξ αγχιστείας της αληθινής φιλίας. Ερήμωσε και η γειτονία που έπαιζα παιδί, κάθε σπίτι και οστεοφυλάκιο. Και έκλαψα με τα στεγνά δάκρυα της ψυχής τον αληθινό Άγιο της γενιάς μου, τον αθώο τη ψυχή και τω πνεύματι Βασίλειο Δίσκο, κατά κόσμον «Πέτσκα», που, όπως κάθε «τρελός του χωριού», κουβαλά τον Σταυρό για όλους εμάς. Εσμός οι τεθνεώτες, ψυχανεμίζομαι πως με ακολουθούν σ΄αυτήν την χριστουγεννιάτικη περιήγηση μου στους έρημους δρόμους της κωμόπολης.
Μα και ο ίδιος ο τόπος μαραζώνει, ο βιός του είναι πλέον μια ελεύθερη πτώση, φθείρεται πυρί και ύδατι. Η μικρή κωμόπολη προσπαθεί αμήχανη και με αγωνία να βρει βηματισμό για να ξεφύγει από το ζοφερό μέλλον που της έχει προγράψει ο «ορθολογισμός» των καιρών. Το Αμύνταιο, που άντεξε την πείνα και τα δεινά δυο Παγκοσμίων πολέμων και ενός Εμφυλίου, κινδυνεύει από συρρίκνωση, καθώς τώρα, στη «Νέα Τάξη» που εκπονούν οι βραχμάνοι της κεντρικής εξουσίας δεν έχουν θέση συναισθηματισμοί. Υπηρεσίες ξηλώθηκαν, οι νέοι φορτώθηκαν τις αγωνίες και τα όνειρα τους και μεταναστεύουν για μια ακόμη φορά, το άλλοτε ακμάζον εμπόριο φυλλοροεί, ερειπιώνες κάποιες γειτονίες από σπίτια που δεν μένει πια κανείς… Επικρατεί στον αέρα η ύποπτη νηνεμία των καιρών. Σώνονται τα χρονικά περιθώρια για αισιοδοξία. Δεν ξέρω αν ισχύει το τσιτάτο «η πιο σκοτεινή ώρα είναι πριν την αυγή» αλλά νομίζω πως ακούω μέσα στη σιωπή να μου ψιθυρίζουν κάποιοι συμπατριώτες σαν βόμβο την παράκληση «Αποσκότησων με».
Όμως «η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία», που τραγούδησε κι ο Νιόνιος. Σφάζουν και πονούν οι απουσίες,αλλά οικτίρμων ο Χρόνος σου φέρνει νέες παρουσίες, που ψιχαλίζουν κουράγιο και καινούργια χαρά.Με γεμίζει παρηγοριά αυτή η σκέψη.
Αξιώθηκα μια γλυκύτατη σύντροφο. Νοιώθω τυχερός κοντά της, ασχέτως που η σαρωτική ρουτίνα της καθημερινότητας σε κάνει να λησμονάς προσωρινά πόσο σπουδαίο είναι να συμβιώνεις με έναν καλών προθέσεων άνθρωπο. Φτιάξαμε φαμίλια μαζί και τα καταφέρνουμε να παραμένουμε αγαπημένοι και συντροφικοί μέσα στο αδυσώπητο και αποστειρωμένο ενυδρείο του γάμου, ένθα εντοιχιστήκαμε αμφότεροι. Είδα να γεννιούνται τα δυο μου παιδιά, ό,τι πολυτιμότερο έχω πλέον στον κόσμο. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια την πρώτη αγκαλιά που τους έκανα, νιόβγαλτος πατέρας. Νοιώθω πλέον να ζω για αυτά και μέσα από αυτά.
Έχασα παλιούς φίλους και άλλους αποχωρίστηκα, ένεκα της απόστασης του διαμονητηρίου μου από τη Θεσσαλονίκη και τα παλιά αγαπημένα στέκια: τον «αδερφό» Κώστα και την Υβόνη, τον Κυριάκο και τη Λίνα, τον Γιώργο, τον Μάρκο, τη Μαριάννα,τον Άρη και την Ιουλία, τον Παναγιώτη (τσιτσανικοί και Μαρκομανείς αμφότεροι), τον Νίκο (πότε θα κάνουμε αυτή την παράσταση, ρε σύντεκνε;), τη Μαρία, τον Χάρη και την Έλενα του… Τώρα πλέον ξαναβρήκα τους παλιούς φίλους της παιδικής δεκαετίας και της εφηβείας στην επαρχία. Μεσήλικες πια ανταμώνουμε, όπως και όποτε μπορούμε, αλληλοσυστήνουμε τα παιδιά μας και αναφωνούμε με έκπληξη «μα πότε μεγάλωσαν, έτσι!». Δέθηκα με δεσμούς νέας φιλίας με άλλους, που ελπίζω να με συντροφεύουν έτη πολλά: τον Άκη, τη Στεφανία, τον Νίκο και τη Φωτεινή (δέσαμε τη φιλία μας και με την ανθεκτική κατένα της κουμπαριάς). Τον Γιάννη (κόψε το τσιγάρο, λέμε!), την Ελένη (σαρωτική Τρύφωνα, έτσι;), τον Νίκο και την συμβία του Ελένη, τον ευγενή Γιάσερ, την Εριέτα (μοιραζόμαστε την ίδια τρέλα καρντασίνα) και τον Κώστα, τον Σταύρο και τον Γιώργο με τις ανεπανάληπτες κιθαριστικές μας βεγγέρες… Χαίρομαι τώρα να με περιτριγυρίζουν, πολύβουο μελίσσι, τα παιδιά τους: τα ανίψια μου, ο Θέμης (quasi γιός μου), τα αγαπημένα μου βαφτιστικά Ζήσης και Φροσάκι, ο Στέφανος και ο Κρατερός, η Ιόλη, η Δέσποινα, η τσακαλοπαρεά του μικρού μου. Αλλά και οι ανοικονόμητοι έφηβοι του μεγάλου μου γιού με τα μαύρα αθλητικά παπούτσια και το κινητό παρά πόδας, να προειδοποιούν ο ένας τον άλλον, μόλις με δουν, με την ιαχή «POS!» [1] και που κριντζάρουν [2] με αστεία μου.Νοιώθω προνόμιο να τα βλέπω να μεγαλώνουν και ελπίζω ότι ίσως να διατηρήσουν σε κάποια γωνιά της καρδιάς τους μια αγαθή ανάμνηση από εμένα στο μέλλον.
Έστησα ιατρείο και βιοπορίζομαι μέσα στη δίνη μιας πρωτοφανούς Κρίσης που ξεθεμελίωσε και γκρέμισε την Ελλάδα, όπως την ήξερε η γενιά μου. Προσπάθησα να είμαι όσο καλύτερος γιατρός μπορώ, κάνοντας τα λιγότερα δυνατόν λάθη και αστοχίες στην καθημερινή μάχιμη ιατρική. Νοιώθω πως βοήθησα πολλούς στις –κάποτε ασήκωτες- στιγμές της αρρώστιας τους. Είδα ασθενείς που συμπάθησα και συμπόνεσα βαθιά να χάνονται στην άνιση μάχη με τον Μαύρο Καβαλάρη, όσο και αν το πάλεψαν και προσπάθησα από κοντά τους και εγώ συμμαχητής. Πασχίζω να παραμείνω επιστημονικά ενήμερος εδώ στη μόνωση της επαρχίας. Βαυκαλίζομαι δε να πιστεύω πως εν πολλοίς κατάφερα να παραμείνω «εντός της γραμμής» που χάραξε ο προσωπικός ηθικός μου κώδικας στην άσκηση της Ασκληπειάδας Τέχνης.
Τέλος, κατάφερα, χάρη στην πολυτέλεια χρόνου που σου παρέχει η ράθυμη επαρχία, να ασχοληθώ με την αληθινή μου, θέλω να πιστεύω, κλίση: το γράψιμο. Είδα μάλιστα να τυπώνονται και πέντε μου βιβλία. Το ένα εξ αυτών, αφιερωμένο στον γενέθλιο τόπο μου το Αμύνταιο, με γεμίζει υπερηφάνεια: νοιώθω πως έκανα το χρέος μου στη γενέτειρα, παραδίδοντας ένα (χωρίς ψευδεπίγραφη μετριοφροσύνη ή αστήρικτη αλαζονεία)σημαντικό βιβλίο στις γενιές Αμυνταιωτών που θα ΄ρθουν, κιβωτό μνήμης για την κοινή μας πατρίδα, το μικρό Αμύνταιο, όπου βλάστησαν τα παιδιά μας χρόνια.
Νοιώθω πως όλοι αυτοί, που τους έλαχε να ζήσουν τα χρόνια του εδώ στην πινέζα του χάρτη, κάνουν πάνω-κάτω έναν ανάλογο με εμένα απολογισμό. Όλοι αυτοί οι survivors, που κόντρα στους σκληρούς χειμώνες, στα χτυπήματα της Ιστορίας και στη διαχρονική προκλητική κρατική εγκατάλειψη και αδιαφορία βρήκαν τη ψυχή να μείνουν όρθιοι. Βρήκαν τη ψυχή να δουλέψουν, να φτιάχνουν κρασί και τσίπουρο, να κάνουν οικογένεια, παιδιά και εγγόνια, να χαρούν με τα χάλκινα, τις Φωτιές, το ομαδικό τραγούδι στη ταβέρνα ή τις σπιτικές βεγγέρες, να ροκάρουν, να γράφουν ποιήματα, να παίζουν μπάλα, βόλεϊ και χάντμπωλ σε λασπωμένα γήπεδα, να ανεβαίνουν στα μακεδονικά βουνά, να ζωγραφίζουν, να ερωτεύονται, να ονειρεύονται…Μικροχαρές, μικροκαημοί εν τέλειοι ζωές τους, άλλοτε γέρνει προς τη μια και άλλοτε προς την άλλη μεριά η ζυγαριά.
Θα το ξαναπώ, η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία. Και τριγύρω λυσσομανάει η καταιγίδα, που χτυπάει απρόβλεπτα και αλύπητα τους ανθρώπους αιώνες τώρα. Σ’ αυτά τα 15 χρόνια την είπαμε Μνημόνιο, Καραντίνα, Φτωχοποίηση, Τρομοκρατία, Προσφυγικό, Χουλιγκανισμό, Βία, Μοναξιά, Τέμπη, Πλημμύρες, Σεισμό, Γάζα, Ουκρανία… Ό,τι τέλος πάντων γεννά η σκοτεινή μήτρα της Ιστορίας και κραυγάζει ο καιρός.Και, καθώς μεγαλώνεις, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς πάντοτε να ερμηνεύεις αυτό που ζεις. Πρέπει, ωστόσο, να μάθεις να μην αποτυφλώνεσαι μέσα στη δυστυχία που δεν έχει τέλος· πάντα θα μπαίνει στη ζωή σου κάποιο φως, έστω και λιγοστό, μέσα από τις ρωγμές ευτυχίας που σκαλίζει η ζωή.Και θα ζούμε, για να παραφράσω τον ποιητή, ούτε ευτυχισμένοι, ούτε δυστυχισμένοι· απλώς μια επιφάνεια που πάνω της κάνει τσουλήθρα ο χρόνος.Αθέριστα στάχια στον λίβα τα χρόνια που απομένουν στον καθένα, μα δεν μπορείς να λογαριάσεις από πριν τη σοδειά.
Λίγες μέρες μόνο μείνανε γιατη νέα χρονιά. Δεκαπέντε Πρωτοχρονιές μετρώ στο νέο διαμονητήριο. Κοιτώ από το παράθυρο της σοφίτας το βουνό και σαν να βλέπω τις στιγμές να ανεβαίνουν προς την κορυφή, σαν ατελείωτη σειρά από Δροσουλίτες.
Στο σαλόνι ανοιχτή η τηλεόραση, ακούγεται ο εκφωνητής από τις ειδήσεις των οκτώ:
«Οι Ισραηλινοί βομβάρδισαν σήμερα τη λωρίδα της Γάζας με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δεκάδες άμαχοι, μεταξύ αυτών και μικρά παιδιά… Ένοπλος φοιτητής Ιατρικής εισέβαλλε χθες σε κινηματογράφο του Ντένβερ στις ΗΠΑ και άρχισε να πυροβολεί τους ανυποψίαστους θεατές, σκορπίζοντας θάνατο και τρόμο. Στον κινηματογράφο προβάλλονταν σε πρεμιέρα η ταινία «Ο σκοτεινός Ιππότης: η επιστροφή».Τα αίτια αυτής της αιματηρής επίθεσης παραμένουν άγνωστα… Το 40% θα αγγίξει φέτος η ανεργία στη χώρα μας, εκτιμούν κύκλοι του Υπουργείου Εργασίας, ενώ πάνω από 500.000 νέοι έχουν μεταναστεύσει πλέον στη Ευρώπη και στην Αμερική…. Παρά τα 10 χρόνια Μνημονίου ένα εκατομμύριο Έλληνες ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας…».
Το μάτι μου πέφτει στη μολυβοθήκη. Τί γυρεύει εκεί το φλουρί για τη φετινή βασιλόπιτα;
Πιο κάλπικη και από το φλουρί η ευχή:
«Αίσιον και Ευτυχές
το 2024!»
Με την κρυφή προσδοκία να είναι τα επόμενα δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, ή όσα τέλος πάντων μου είναι γραμμένο, το ίδιο πυκνά και ζυγισμένα, εύχομαι το αυτό για τα φιλόξενα «ΝΕΑ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ» και τους αναγνώστες τους!
Νικήτας Κακκαβάς
[1] POS. Πρόκειται για συντομογραφία του «Parentovershoulder» (γονέας από πάνω μου). Χρησιμοποιείται όταν οι γονείς είναι δίπλα στο παιδί την ώρα που εκείνο μιλάει με τους φίλους του.
[2] «Έχω κριντζάρει», με λίγα λόγια, νιώθω αμήχανα.