Η κόρη
Απαθείς τρεις θάλασσες,
τα ψηλά βουνά και όλοι οι ουρανοί
Δυο ποτάμια, τα αειθαλή τα δέντρα, αδρανή.
«Γεσθημανή» θα την λέγανε
Γιατί έμοιαζε Γεσθημανή
Γεσθημανή θα την λέγανε,
αν ζούσε η ελπίδα.
Χάθηκε η πριγκίπισσα των κοριτσιών
μαζί της χάθηκε η Ολόσωστη πυξίδα
την κρατούσε στο δεξί
τελευταία φορά που την είδα
ύστερα το Σέλας το κακό
ανακάτεψε το αίμα με πατρίδα.
Το καραβάνι δεν σταμάτησε να τρέχει.
Στον ορίζοντα, έμοιαζε η ανατολή με δύση
και ξυπόλυτη στο πυρωμένο χώμα,
με το νου έτρεχε, μα κατάφερε να αργήσει
πίσω όλα όσα είχε και όσα θέλει,
και μπροστά, τρεις εποχές
και η μονόχνοτη η φύση
πάλευε με σαράντα «αποζητώ» και «θέλω»
Μα στο νου είχε ξεκάθαρη την λύση
αποχωρώ, αντίο, έχε γεια, θα φύγω
στην πριγκίπισσα των κοριτσιών, εκεί ,
που απλώνει χέρι, σμίγω
κόρη των απολογιών,
πυξίδα της ζωής, καμάρι.
Η μυρωδιά του τίποτα
έχει σκεπάσει ολότελα το θυμάρι.
Γυρίζει και σκίζει στα έξι
τη φλόγα του τυφλού του Άρη
μα ήταν επτά η ώρα, δίσεκτο το έτος
απόγευμα του τρίσεκτου Φλεβάρη
δώσε.., κράτα το χέρι που ήρθε να σε πάρει
απομεινάρια του ονείρου σκόρπισαν
ελιές, καρβέλια, σύκα και δάκρυ για μπαχάρι
και οι νόθοι γιοι του αίολου χόρευαν
σαν λαίλαπα βλάσφημη, ανήθικη να αρνείται
πεισματικά να δώσει χάρη
Το Σέλας το κακό συνέχιζε να πλάθει
κόρη, πατρίδα, μάνα, ψωμί και λάδι
το καραβάνι κοντοστάθηκε
μια στιγμή να μάθει
ποιος φεύγει; ποιος έρχεται απ’ τον Άδη;
Η “Κόρη”, “η κόρη”···· ακούστηκε δυο φορές
νυμφεύτηκε, τον τυχοδιώκτη της γραπτής της μοίρας
και βγήκε ουράνιο τόξο ανάπηρο χωλό, βουβό και προικοθήρας
Το Σέλας το κακό δεν άφησε χρόνο ούτε για σκέψη
Έκτοτε δεν έκλαψε ποτέ κανείς,
ούτε οι παράνυφοι στην στέψη.
“Η μάνα”, “η μάνα”…..
Νυμφεύτηκε και αυτή
Απαλλαγμένη από έγνοια και ντροπή
Με μιας,
βροχή, χαλάζι, καταιγίδα και αστραπή.
Απαθείς τρεις θάλασσες
τα ψηλά βουνά και όλοι οι ουρανοί.
Δυο ποτάμια, τα αειθαλή τα δέντρα, αδρανή
«Γεσθημανή»την λέγανε
Γιατί έμοιαζε Γεσθημανή
Ελσάμι Γιάσερ