Τέσσερις μόνον ημέρες! (του Μητροπολίτη Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς κ. Ιουστίνου)
Από το «ωσαννά» ως το «σταύρωσον»
τέσσερις μόνο ημέρες.
Τόσες αρκούσαν για να αρνηθώ
Αυτόν που λάτρεψα πολύ,
κι ακόμη Τον λατρεύω.
Τέσσερις μόνο ημέρες.
Πριν απ αυτές ενόμιζα
πως τίποτα δεν θα μας χωρίσει,
ούτε κι αυτός ο θάνατος,
που μόνιμα στοιχειώνει
τα όνειρα τα άγουρα
και τα εμαραζώνει.
Πόσο καμάρωνα γι αυτή την «άδολη» αγάπη!
Θυμάμαι πως στων Μακαρισμών,
το χαμηλό το όρος,
εκεί που έδωσε τροφή σε μύριους σε χιλιάδες,
ήμουν κι εγώ από κοντά,
απλός συνοδοιπόρος,
μοιράζοντας γλυκό ψωμί άρτους ευλογημένους,
απ τα κοφίνια τα πολλά
και δυνατά ρωτούσα,
μα απάντηση δεν ζήταγα,
το μόνο που διψούσα
ήταν κι εγώ κάπου να φανώ
πως είμαι δικό Του γένος,
υιός Του τιμημένος.
Το ίδιο και πάνω στο Θαβώρ,
την φοβερή την ώρα
πού γινε το πρόσωπο Του
πιο λαμπρό
απ τον πρώτο ήλιο
και τα ιμάτια Του πιο λευκά
κι απ το πρώτο χιόνι,
Τον έβλεπα,
Τον θαύμαζα
κι ήθελα να φωνάξω
πως είμαι γιος δικός Του,
σπλάχνο Του είμαι διαλεχτό
και άγιος καρπός Του.
Κι όταν Αυτός μ απόφαση
στην Αγία Πόλη
εισήλθε,
ερχόμενος από το σπιτικό
του νεκραναστημένου,
ω! τι αλαλαγμός,
τι δόξα,
τι μαγεία
με μια φωνή εκραύγαζε
το «ωσαννά» ο όχλος,
Μεσσία τον καλούσανε
και τον επροσκυνούσαν
κι από κοντά κι ο δούλος Του,
εγώ ο αγαπημένος,
να Τον θαυμάζω,
να ριγώ,
και μέχρι στο βάθος να ποθώ
συμβασιλεύς Του να φανώ,
όταν θα βασιλεύει.
«Εγώ θα σε ακολουθώ,
όπου κι αν πας, Ιησού μου,
ακόμη και ο θάνατος δεν θα μας ξεχωρίσει,
γιατί εγώ σε αγαπώ
χωρίς να αναμένω
κάτι από τη δόξα σου,
από αυτά που έχεις».
Έτσι του είπα στην ακτή της λίμνης Γαλιλαίας
ένα απόγευμα γλυκό
με απαλό αγέρι. .
«Μόνο αν,
αν λέω,
αν θές, Εσύ,
κάτι να μου χαρίσεις,
όταν στην βασιλεία Σου
θα έρθεις δοξασμένος
κι όλα τα κράτη θα διοικείς,
τον κόσμο θα κερδίσεις,
τότε βάλε με δίπλα σου,
δεξιά ή αριστερά σου,
γιατί ως δίκαιος Βασιλιάς
δικούς σου να τιμήσεις.
Κάνε με κάπως «αντί Σου»
εκπρόσωπο δικό Σου,
σ αυτούς που στο Βασίλειο
θα έχεις υπηκόους.
Εσύ τότε
μου απάντησες
με λόγια μπερδεμένα,
για «πρώτο»
και για «έσχατο»,
για «άρχοντα»
για «δούλο».
«Πόσο αινιγματικός γίνεσαι ω Χριστέ μου»
ψιθύρισα κι απέφυγα
καλά να σε ακούσω.
Όπως τότε που δίδασκες
για τον σταυρό που πρέπει αγόγγυστα να άρουμε
όλοι οι μαθητές Σου.
Αλληγορία ειν οι λόγοι σου κατέληξα και είπα,
δεν είναι τούτα για έμε
άλλους θα εννοούσες.
Μα τι βουή είναι αυτή;
Γιατί Τον συλλαμβάνουν;
Τι είναι αυτό
τ ακάνθινο
στεφάνι που του βάζουν
στην όμορφη Του κεφαλή;
Γιατί το πρόσωπο Του
το αγνό
είναι κατασχισμένο
κι αίματα ρέουν στον τόπο
που τα πόδια Του πατούνε;
Γιατί ο δρόμος, που πατά
είναι γεμάτος σάρκες,
που λείπουν απ το σώμα του
το καταματωμένο;
Τι φοβερό!
Σέρνεται, δεν περπατά,
απ ορδές δημίων.
Σαν το καλάμι το ξερό
χτυπιέται απ τις βλαστήμιες.
Όχι,
όχι
δεν είσαι Συ
που πίστεψα, που είδα.
Εσύ ήσουν πάντα δυνατός,
ωραίος βασιλέας.
Εσύ είχες παντοδύναμο
ουράνιο Πατέρα
κι αγγέλους,
που όσους τολμούν και σ απειλούν
αμέσως τους συντρίβουν.
Πως τώρα σέρνεσαι στη γη
χωρίς είδος και κάλος.;
Που είναι τα νιάτα σου
και που η ομορφιά σου;
Μια μάζα αιμάτινη έγινες
περίγελος του κόσμου.
Όχι,
δεν είσαι
Αυτός
που πίστεψα, και που σ ακολουθούσα
στις ερημιές της Ιεριχούς
και στα νερά της λίμνης.
Όχι, δεν είσαι Συ.
Αυτός
που σέρνεται στους δρόμους της Σιών
ειν άλλος,
Αυτός μού είναι άχρηστος,
ψεύτης και λαοπλάνος.
Ας τον σταυρώσουμε, λοιπόν!
Τι άλλο μας κρατάει;
Πιλάτε, γιατί αργοπορείς;«Σταύρωσον, σταύρωσον, αυτόν».
Ο πλάνος να πεθάνει.
Μου γκρέμισε τα όνειρα.
Τα σχέδια ανατραπήκαν.
Γιατί αργείτε, ιερείς,
Ρωμαίοι,
Ιουδαίοι;
Μέσα σε εκείνο το μαβί
το ράγισμα του χρόνου,
δεν ξέρω πως, ένα έγινα
με του λαού την μάζα,
του ίδιου που τέσσερις μέρες πριν
πιστά Τον προσκυνούσαν. Οι ίδιοι ήταν.
Τους γνώρισα
απ την περπατησιά τους.
Ο ίδιος ήμουν.
Με γνώρισα
απ την αχαριστία.
Με συμπαρέσυραν αυτοί,
μα με τη θέληση μου,
στον Γολγοθά με έσυραν,
χωρίς ‘γώ να γογγίσω.
Πήρα στο χέρι μου σφυρί
για να καρφώσω Εκείνον,
που γκρέμισε τα όνειρα, τα σχέδια τα δικά μου.
Αυτό ήταν το δίκαιο.
Το πρέπον.
Το καθωσπρέπει.
Να χαθεί μια και καλή,
μην τον ειδώ εμπρός μου.
Όμως την ώρα που έπιασα στο χέρι μου τον ίλο,
και το ισχνό το χέρι Του απλώθηκε στο ξύλο,
τα μάτια Του κάπως άνοιξαν
κι είδε το πρόσωπο μου.
Μια αστραπή ευθύς έσκισε
το καταπέτασμα μου,
μ αγάπη μπόλιασε θαρρείς
το νου και την καρδιά μου.
Κι
ένα χαμόγελο γλυκό
ξεχύθηκε από τα χείλη
τα ματωμένα,
τα σκιστά,
Αυτού που σταυρωνόταν,
που τη καρδιά μου ανάστησε
μ έβγαλε απ τη δίνη.
Κι είδα Αυτόν που σέρνονταν,
Αυτόν που λογχιζόταν
να ναι σε δόξα θεϊκή
πιο δυνατός
από πρώτα.
Και να αγαπά πιο δυνατά,
να συγχωρεί συνάμα
αυτούς που Τον σταυρώνανε
τούτο κι αν είναι θαύμα.
Την ίδια στιγμή
από μακριά,
ακούστηκε για τρίτη,
το λάλημα του πετεινού.
Τις δυο φορές δεν τ άκουσα,
αλέκτωρα δεν είδα,
δεν ήθελα να ταραχτώ,
δεν ήθελα ν αλλάξω.
Τώρα ακούω καθαρά,
θυμάμαι και πονάω.
Εγώ σ αρνήθηκα Χριστέ,
Εσύ όμως πότε Σου.
Συγχώραμε Πατέρα μου,
δεν είμαι πια ο γιος σου,
ούτε και δούλος σου φθηνός
αξίζω να καλούμαι.
Είμαι προδότης τραγικός, πιο μαύρος από τον μαύρο.
Η τελευταία πάλη μου,
η πιο πικρή,
η πιο φρικτή
και η πιο αγνή συνάμα,
άρχισε εκείνη τη στιγμή.
Ακόμη στου νου μου μένει η πάλη εκείνη ζωντανή,
βαθιά είναι χαραγμένη,
γιατί και πάλι νίκησε η αγάπη του Κυρίου,
που με πορφύρα μ έντυσε κι έσφαξε το μοσχάρι,
το σιτευτό
για να τραφεί
ο αρνητής ο γιος Του.
Κι ώρα εκείνη η ιερή ήταν όρθρου βαθέως.
ε. Ι.
Μεγάλη Δευτέρα 2024 χαράματα