Γιατί ο Μ. Κωνσταντίνος εξώρισε τον Μ Αθανάσιο;
Καὶ οἱ δυὸ μεγάλοι, καὶ οἱ δυὸ Χριστιανοί, καὶ οἱ δυὸ ἅγιοι. Κι ὅμως ὁ Κωνσταντῖνος ἐξορίζει τὸν Ἀθανάσιο στὰ Τρέβηρα τῆς Γαλλίας. Πῶς γίνεται αὐτό; Εἶναι ἐρώτημα ποὺ γίνεται συχνὰ ἀπὸ Χριστιανούς, διότι δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἐξορίας, δεδομένου ὅτι ὁ ἱδρυτὴς τῆς χριστιανικῆς πίστεως Ἰησοῦς Χριστὸς κήρυξε ἀγάπη πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς, πολὺ περισσότερο πρὸς τοὺς ἁγίους. Τὸ πρᾶγμα κρύβει κάποια οὐσιώδη λεπτομέρεια ποὺ διαφεύγει τῆς προσοχῆς τῶν ἐρωτώντων.
Πρὶν νὰ φτάσουμε στὴ λεπτομέρεια αὐτὴ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ὡς πολιτικὸς εὐεργέτησε τὴν ἀναδυόμενη ἐκκλησία μὲ πολλὲς ἐνέργειές του, καὶ μάλιστα μὲ τὴν κατάπαυσι τῶν διωγμῶν, ποὺ ἐπὶ τρεῖς αἰῶνες περίπου τὴν αἱματοκύλισαν, καὶ ὁ Ἀθανάσιος ὡς διάκονος καὶ ἐπίσκοπος ἀντιστάθηκε κατὰ τῶν αἱρέσεων γιὰ τὴν ὀρθοδοξία μὲ κόστος 6 καθαιρέσεις του καὶ πέντε ἐξορίες συνολικῆς διαρκείας 25 ἐτῶν, μὲ κίνδυνο πολλὲς φορὲς νὰ δολοφονηθῇ. Παρέμεινε ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας 45 χρόνια. Ἔλαβε πρωτοποριακὸ μέρος στὶς ἐργασίες τῆς Α΄οἰκουμενικῆς συνόδου, συνέταξε τὰ δύο τρίτα τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως. Μὲ ἀνάθεσι τῆς ἴδιας συνόδου ἀπηύθυνε ἑορταστικὴ ἐπιστολὴ κάθε χρόνο πρὸς ὅλες τὶς κατὰ τόπους ἐκκλησίες, ἀναγράφοντας τὴν ἡμερομηνία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ πάσχα τοῦ ἑπομένου ἔτους. Ἔστελνε τὴν ἐπιστολὴ καὶ ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας. Στὸ ὑπόλοιπο τῆς ἐπιστολῆς γνωμάτευε σὲ ἐπίκαιρα δογματικὰ θέματα. Στὴν 39η ἐπιστολή του προσδιώρισε τὰ θεόπνευστα βιβλία τοῦ κανόνος τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του λόγῳ ἐξορίας δὲν ἀναγνώριζε κανέναν ὡς ἀντικαταστάτη του στὴν ἐπισκοπή του. Ὁ λαὸς καὶ ὁ κλῆρος τὸν ὑπεραγαποῦσε καὶ τοῦ ἀπέδιδε μὲ ἐνθουσιασμὸ τιμὴ σεβασμὸ καὶ ἄκρατη ἐμπιστοσύνη, παρ᾿ ὅλες τὶς συκοφαντίες ποὺ ἐκσφενδόνιζαν οἱ αἱρετικοὶ ἐναντίον του. Ἄλλοι προσπαθοῦν νὰ τὰ ἐπιβάλουν στὸ λαό. Στὸν Ἀθανάσιο τ᾿ ἀπέδιδε αὐθόρμητα ὁ λαός. Ἡ Ἀλεξάνδρεια ἔγινε γνωστὴ ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο, ὄχι ὁ Ἀθανάσιος ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.
Στὸ μεταξὺ ὁ ἀρειανισμὸς ποὺ ἦταν ἄρνησι τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔλεγαν «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν» διὰ στόματος τοῦ φωνασκοῦντος Ἀρείου, πίσω ἀπὸ τὸν ὁποῖο κρύβονταν οἱ δύο ὀγκόλιθοι τῆς αἱρέσεως Εὐσέβιος Καισαρείας καὶ Εὐσέβιος Νικομηδείας, ὁ καὶ ἐξάδελφος τῆς μητέρας τοῦ μονοκράτορος Κωνσταντίνου Ἑλένης, ὁ ἀρειανισμός, ἐπαναλαμβάνω, μαίνονταν στὰ κλίματα τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ὅλων τῶν γύρω ἐθνῶν, μὲ κίνδυνο νὰ πνιγῇ ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπηρεασμένος δυσμενῶς ὁ Κωνσταντῖνος ἀπὸ τὶς ἔριδες διέταξε τὴν ἐξορία τοῦ Ἀθανασίου στὰ Τρέβηρα τῆς Γαλλίας, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀγογγύστως, ποιμένοντας ἀπὸ μακριὰ τὴν ἐκκλησία τῆς ἐπισκοπῆς του.
Πῶς λοιπὸν ἐξηγεῖται ἡ ἐνέργεια τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀθανασίου ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε καὶ τὸν θαύμαζε; Μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος λέγοντας᾿ «Ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις κρείττων τῆς πονηρίας αὐτῶν (= τῶν αἱρετικῶν) γεγένηται. Τὴν γὰρ εὐσέβειαν τοῦ βασιλέως εἰς φιλανθρωπίαν κεκίνηκε, καὶ ἀντὶ θανάτου τὴν ἐξοριστίαν παρέσχεν (Ἀπολ. Κατὰ Ἀρειαν. 9, PG 25,265A). Στὴν ἐνέργεια αὐτὴ προέβη ὁ Κωνσταντῖνος, ὅπως λέει μὲ συμπάθεια ὁ ἴδιος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν εὐσεβῆ λαὸ τῆς Ἀλεξανδρείας, «γιὰ νὰ μὴ τυχὸν πάθῃ ὁ Ἀθανάσιος ἀνεπανόρθωτα κακὰ ἐξ αἰτίας τῆς ἀγριότητος καὶ διαστροφῆς τῶν φαύλων καὶ αἱμοβόρων καὶ ἐπιθετικῶν ἐχθρῶν του, ποὺ ἐπέμεναν νὰ θέσουν σὲ ἀφανισμὸ τὴ ζωή του» (Ἀθαν. Ἀπολ. Β΄, 87, ΕΠΕ 8,258,20῾ Βλ. καὶ Σωκρ. Ἐκ. Ἱστ. 36 PG 67,172A῾ Καὶ Θεοδωρ. Ἐκ. Ἱστ. 1,29 PG 82,29).
Ἀπὸ τὶς παραπάνω μαρτυρίες φαίνεται ὁ Θεὸς νὰ ἐκδηλώνῃ ἄνωθεν καὶ σιωπηρῶς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν ἐκκλησία μέσῳ τοῦ ἀνυποχώρητου καὶ ἀληθινοῦ ἐπισκόπου του Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθη στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὁμώνυμος τῆς ἀρετῆς, καὶ μάλιστα τῆς ἀνεξικακίας πρὸς τοὺς διῶκτες του πρὸς χάριν τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας. Εἶναι καταφανὴς καὶ ἡ μέχρι τέλους ἐκτίμησι τοῦ Κωνσταντίνου πρὸς τὸν Ἀθανάσιο, ἔστω καὶ ἂν γιὰ λόγους πολιτικῆς ὀξυδερκείας τοῦ ἐπέβαλε τὴν ἐξορία. Στὴ λογικὴ τοῦ Θεοῦ μία δυσμένεια μπορεῖ νὰ ἀποβῇ εὐεργετική, καὶ μία εὔνοια ἰδιοτελὴς καὶ καταστρεπτική.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης,
ἀρχιμανδρίτης