Εκδήλωση του Συλλόγου Συνταξιούχων Δασκάλων και Νηπιαγωγών με ομιλητή τον Αρχιμανδρίτη Ειρηναίο Χατζηεφραιμίδη (video, pics)
Εκδήλωση, με αφορμή την επέτειο των ελευθερίων της Φλώρινας στις 8 Νοεμβρίου, διοργάνωσε το απόγευμα της Κυριακής ο Σύλλογος Συνταξιούχων Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ν. Φλώρινας.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα με τίτλο “Δύο ανταποκριτές του ξένου τύπου στο Μοναστήρι: τα μετά το Ίλιντεν” (η ομιλία ακολουθεί παρακάτω).
Την εκδήλωση χαιρέτησαν ο π. Χρήστος Βασιλειάδης, ο βουλευτής Σταύρος Παπασωτηρίου, η αντιδήμαρχος Φλώρινας Σοφία Φουδούλη και ο δημοτικός σύμβουλος Νίκος Ιωακειμίδης, ενώ παρέστησαν ακόμη ο αντιδήμαρχος Κώστας Ρόζας, η πρόεδρος της κοινότητας Φλώρινας Χριστιάνα Τσουμίτα, το μέλος της κοινότητας Δημήτρης Κούρτης και ο πρώην δήμαρχος Πρεσπών Παναγιώτης Πασχαλίδης.
Προλόγισε η πρόεδρος του Συλλόγου Ντίνα Πουλπούλογλου, ενώ την εκδήλωση πλαισίωσε το χορευτικό τμήμα του συλλόγου «Παράδοση».
ΔΥΟ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΕΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ: ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΙΛΙΝΤΕΝ
Λίγο μετὰ τὸ Ἴλιντεν[1] καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή του στὴ Φλώρινα, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1903, ὁ Βρετανὸς ἀνταποκριτὴς τῆς DailyMailReginaldWyon, μαζὶ μὲτὸν Ἀμερικανὸ συνάδελφό του, φθάνει ἐπάνω σὲ ἄλογο στὸ Μοναστήρι.
Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος στὸ βιβλίο του “ΤheBalkansfromwithin”, ὅταν «ἀπὸ κάπως μακριά» εἶδε τὸ Μοναστήρι, «δίνει τὴν ἐντύπωση μιᾶς χαμογελαστῆς φωτογραφίας ἀπὸ δένδρα, ποὺ ἀπὸ πάνω τους ὑψώνονται λίγοι μιναρέδες». Στὴ μακριὰ καὶ σκονισμένη λεωφόρο συρρέουν ὁμάδες ἀνθρώπων, ποὺ πηγαίνουν πρὸς τὸν μικρὸ σταθμό. Ὁ σιδηροδρομικὸς σταθμὸς ἦταν στὸ ἴδιο σημεῖο, ὅπου καὶ σήμερα. Γράφει ὅτι ἦταν «στὰ περίχωρα τῆς πόλης». Ἀπὸ τὸ τραῖνο κατεβαίνουν Τοῦρκοι ἀξιωματικοὶ μὲ ἐξαιρετικὲς στρατιωτικὲς στολὲς καὶ κομψοί, ἀλλὰ καί «κουρελιασμένοι στρατιῶτες, ὄμορφοι, μὲ τὰ μάτια στραμμένα στοὺς ἐπικεφαλῆς» καὶ ἕνας-δύο Εὐρωπαῖοι. Πολλοὶ ἀχθοφόροι, “χαμάληδες”, στριμώχνονται στὴν ἀποβάθρα, καθὼς τὸ τραῖνο καταφθάνει σιγά-σιγά.
Στὸ μεταξὺ ἐμφανίζονται φορτηγά, στὰ ὁποῖα “ζαπτιέδες”[2], «μὲ ἄγρια καὶ ἀπεριποίητα πρόσωπα», συνοδεύουν Βουλγάρους χωρικούς, ποὺ τὰ χωριά τους κάηκαν, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους εἴτε θανατώθηκαν, εἴτε ὁδηγήθηκαν στὰ βουνά, γιὰ νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Τοὺς κατεβάζουν στὸν δρόμο. Ἡ πεῖνα τοὺς ἔκανε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πεδιάδα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων στρατιωτῶν. Ὅταν παραδόθηκαν, στὴν ἀρχὴ ἦσαν περισσότεροι, ἀλλὰ ἦσαν πολὺ ἀδύνατοι καὶ δὲν ἄντεχαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴ μακρὰ πορεία ἕως τὸν κοντινότερο σιδηροδρομικὸ σταθμό, «παρὰ τὰ τρυπήματα μὲ τὴν ξιφολόγχη καὶ τὰ κτυπήματα μὲ τὸν ὑποκόπανο τοῦ ὅπλου». Μολονότι ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς τοὺς ἐξηγεῖ ὅτι εἶναι «ἀντάρτες», ποὺ συνελήφθησαν σὲ πρόσφατη μάχη, οἱ δύο ξένοι γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι «κακόμοιροι φουκαράδες». Παραπατᾶνε στὸν δρόμο. Εἶναι «σκέτες καρικατοῦρες ἀνθρώπων, ἕνα μάτσο κόκκαλα δεμένα καὶ καλυμμένα μὲ λίγο δέρμα». Βαδίζουν πρὸς τὴν «κόλαση», ποὺ λέγεται φυλακή. Ἀναρωτιέται ὁ Wyon: «Ἆρα γε πόσοι θὰ παραμείνουν ζωντανοί, ὥσπου νὰ κληθοῦν σὲ δίκη-παρωδία, ἑβδομάδες ἢ μῆνες ἀργότερα; Ἴσως οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς, ἐφόσον εἶναι δύσκολο νὰ τοὺς σκοτώσουν…».
Στὰ μισὰ τῆς διαδρομῆς πρὸς τὸ κέντρο, ὑπάρχει ἕνα φυλάκιο ποὺ διακόπτει τὴ δενδροστοιχία. Ὁ φρουρὸς παρουσιάζει ὅπλα, γιατί ἡ ὁδηγία ποὺ ἔχει, εἶναι νὰ χαιρετᾶ ὅλους τοὺς προξένους. Στὸ Μοναστήρι ὑπάρχουν τόσο λίγοι Εὐρωπαῖοι, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς προξένους, ὥστε τοὺς χαιρετοῦν σὰν νὰ εἶναι πρόξενοι.
Λίγα μέτρα παρακάτω συναντοῦν τὸν φοῦρνο τοῦ στρατοῦ καὶ τὴ φρουρά του. Εἶναι τὸ πρῶτο σπίτι τῆς πόλης. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔπεσαν οἱ περισσότεροι πυροβολισμοὶ κατὰ τοῦ Ρώσου προξένου, ὁ ὁποῖος περνοῦσε βιαστικὰ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὴν ἅμαξά του.
Ὁ κεντρικὸς δρόμος τοῦ Μοναστηρίου εἶναι γεμᾶτος κόσμο, καθὼς εἰσέρχονται σὲ αὐτόν. Πολίτες, στρατιῶτες, ζαπτιέδες, ὅλοι Τοῦρκοι, ἀπολαμβάνουν τὴ μαγεία τοῦ λυκόφωτος. Οὔτε ἕνας Εὐρωπαῖος δὲν φαίνεται στοὺς δρόμους ἢ στὰ ἀνοικτὰ καφενεῖα. Περιπολίες ἀπὸ ὁπλισμένους στρατιῶτες περνοῦν ἀσταμάτητα. Τὸ Μοναστήρι στρατοκρατεῖται. Σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ δρόμου στέκουν φρουροί. Ὁ Wyonγράφει χαρακτηριστικά: «Ἕνα αἴσθημα κάποιου μυστηρίου, κάποιου κρυμμένου κινδύνου μᾶς διακατέχει ἕνα αἴσθημα ὅτι ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἐπειδὴ κάτι πλανιέται στὸν ἀέρα γιὰ σφαγὲς καὶ δολοφονίες Χριστιανῶν». Παντοῦ ὑπάρχουν κατάσκοποι. Μία ἀπρόσεκτη καλησπέρα θὰ ἦταν ἱκανὴ νὰ τοὺς στείλει στὴ φυλακὴ καὶ στὴν ἐξορία. Ἦσαν οἱ δύσκολοι καιροὶ ποὺ ἀκολούθησαν τὸ Ἴλιντεν.
Μία ἀπρόσμενη συνάντηση τοὺς ἐκπλήσσει, ἂν καὶ ἀπὸ μακρυά. Ἀπὸ τὸν πλακόστρωτο δρόμο περνᾶ μία ἅμαξα, περικυκλωμένη ἀπὸ ἔφιππους καὶ προκαλεῖ θόρυβο. Μέσα στὴν ἅμαξα κάθεται ὁ Χιλμὶ πασᾶς, ὁ γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῶν Μεταρρυθμίσεων, ποὺ ἐπέβαλαν οἱ ξένες δυνάμεις στὸν Σουλτάνο. Τὸν περιγράφει ὡς ἄνδρα μὲ μοῦσι καὶ ὄψη σὰν νεκροῦ, ντυμένο μὲ ρεντιγκότα[3]καὶ φέσι. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐνημέρωσε τὸν Βρετανὸ πρόξενο ὅτι ἐξελίσσεται συνωμοσία σὲ βάρος του. Εἶναι πικραμένος, διότι ὑπάρχουν οἱ κατηγορίες γιὰ σφαγὲς Χριστιανῶν. Παρά «τὶς εὐγενικὲς καὶ εὔλογες ἐξηγήσεις» τοῦ Χιλμί, οἱ Βρετανοὶ πιστεύουν ὅτι οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες εἶναι ἱκανοί «γιὰ τέτοιες φρικαλεότητες».
Θεωρητικὰ ὅλα εἶναι σὲ τάξη καὶ ἥσυχα. Ἕνας ξένος, παρατηρεῖ ὁ Wyon, θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ ὅτι βρίσκεται σὲ μία «καλοδιοικούμενη τουρκικὴ πόλη», ἐπειδὴ δὲν γνωρίζει «τὰ ἀξιοθέατα ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ τὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς, πίσω ἀπὸ τοὺς τοίχους τῶν νοσοκομείων ἢ στὴ βουλγαρικὴ συνοικία». Περιγράφει, μάλιστα, μία συζήτηση μὲ κάποιον Ναζὶρ πασᾶ, ὅταν οἱ δύο ξένοι, πρίν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, παραδέχθηκαν τὴν τάξη στοὺς δρόμους. «Βλέπετε πόσο ὑπερβολικὲς εἶναι ὅλες οἱ ἀναφορὲς γιὰ ἐνοχλήσεις ἢ βιαιότητες στὸ Μοναστήρι», εἶπε «μὲ ψεύτικη εὐγένεια» ὁ Ναζίρ. «Τώρα ὁμολογεῖστε ὅτι περιμένατε νὰ δεῖτε διαφορετικὰ πράγματα ἀπὸ ἐμᾶς». Ὅμως αὐτοὶ ἐπέμεναν ὅτι, παρὰ τὰ ὅσα εἶχαν ἀκούσει, δὲν περίμεναν νὰ ἰδοῦν αὐτὰ ποὺ εἶδαν. Ἀλλ’ ὁ Ναζίρ ἐπέμενε νὰ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν διέπραξαν ἐγκλήματα: «Ὑπάρχει μία πολὺ λανθασμένη ἄποψη στὴν Εὐρώπη, ὅσον ἀφορᾶ στὰ ὅσα γίνονται ἐδῶ. Κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε νὰ τὸ διορθώσουμε».
Κατόπιν ὁ Wyon, πρὶν νὰ μεταβεῖ στὸ ἑλληνικὸ νοσοκομεῖο, μᾶς πληροφορεῖ γιὰ ὅσα εἶδε στὴν πόλη, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὶς φρικαλεότητες τῶν Τούρκων. Βλέπει μία ἡλικιωμένη γυναίκα ἀπὸ τὸ Σμίλεβο[4] μὲ μία «ἀπαίσια» πληγὴ στὸ κρανίο, ποὺ τῆς προκάλεσε Τοῦρκος στρατιώτης, ὅταν ἔκαιαν τὸ Σμίλεβο. Ἄλλη γριὰ ἔκλαιε, γιατί εἶδε τὸν γιό της κομμένο σὲ κομμάτια. Ἄλλης τὸ παιδὶ τὸ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια της Τοῦρκος στρατιώτης καὶ τὸ πέταξε μέσα στὶς φλόγες τοῦ σπιτιοῦ της πού καίονταν. Ἄλλο δρᾶμα ἀπὸ τὸ Σμίλεβο ἦταν ὅτι πολλοὶ ξεσπιτώθηκαν καὶ ἔμεναν σὲ σπίτια, διάσπαρτα στὴν πλαγιὰ ἑνὸς ἀπότομου λόφου ποὺ συνόρευε μὲ τὸ τουρκικὸ νεκροταφεῖο. Σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο ἦσαν στοιβαγμένες οἱ οἰκογένειες ἀπὸ τὸ Σμίλεβο. Χάρη στὶς καλὲς ὑπηρεσίες τοῦ Αὐστριακοῦ προξένου, ἐπιτράπηκε σὲ λίγους νὰ ζήσουν ὑπὸ καλύτερες συνθῆκες. Οἱ ὑπόλοιπες, πολλὲς ἑκατοντάδες οἰκογένειες, ζοῦσαν ἄστεγες στὸ ὕπαιθρο, διάσπαρτες σὲ ὁμάδες, στὴν πεδιάδα, χωρὶς στέγη καὶ ζεστὰ ροῦχα, ἐξαρτώμενοι ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη τῶν ἐξ ἴσου ἀπόρων χωρικῶν, ὅσον ἀφορᾶ στὴ σίτιση.
Ἀλλὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὶς κρῦες νύκτες, ὅταν στὴν κοιλάδα τῆς Πελαγονίας, κοντὰ στὸ Μοναστήρι, οὔτε ἕνα χωριὸ ἔχει ἀπομείνει ὄρθιο; Τί θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν αὐτοὶ οἱ πτωχοί «φουκαράδες» στὶς περιοχὲς τῆς Ἀχρίδας καὶ τῆς Δίβρης, ὅπου ἑξήντα χωριὰ εἶναι καμένα; Ὁ Βρετανὸς πρόξενος ὑπολόγισε ὅτι ὀκτὼ χιλιάδες οἰκογένειες, ἡ καθεμία μὲ πέντε ἄτομα κατὰ προσέγγιση, εἶναι πλέον ἄστεγες καὶ βρίσκονται στὰ βουνὰ παντελῶς ἄπορες.
Τὸ χωριὸ Σμίλεβο εἶναι χαρακτηριστικὴ περίπτωση. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐνενήντα περιστατικά, μᾶς λέγει ὁ Wyon. Αὐτὸ τὸ χωριὸ καταστράφηκε ἀπὸ Τούρκους στρατιῶτες καὶ ἄναρχα τάγματα βαζιβουζούκων[5], στὶς 28 Αὐγούστου 1903. Πάνω ἀπὸ διακόσιοι ἄνθρωποι σφαγιάσθηκαν. Οἱ στρατιῶτες ἔβαλαν φωτιὰ περιμετρικὰ τοῦ χωριοῦ. Ἄρχισαν νὰ πυροβολοῦν καὶ οἱ κάτοικοι, τρομοκρατημένοι, ὅρμησαν στοὺς δρόμους. Οἱ στρατιῶτες σκότωναν καὶ βασάνιζαν, οἱ δὲ βαζιβουζοῦκοι λεηλατοῦσαν καὶ ἔκαιαν κάθε σπίτι. Οἱ στρατιῶτες «διασκέδαζαν» μὲ τὸ νὰ σκοτώνουν. Παίρνουν τὶς ξιφολόγχες. Ρίχνουν τὰ βρέφη μέσα στὴ φωτιά. Μάννες σκούζουν καὶ τρέχουν «στὰ τυφλά» πρὸς τούς «χασάπηδες, ὁπλισμένες μονάχα μὲ τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια τους». Τίποτε δὲν ἔχει ἀπομείνει γιὰ τοὺς ἐπιζῶντες, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν μαζί τους, ἐνῶ «κουλουριάζονται» ἔξω σὲ μικρὲς ὁμάδες. Ὅσοι -ἐλάχιστοι- ἄνδρες ξέφυγαν τὴ βροχὴ ἀπὸ σφαῖρες ἀναγκάζονται νὰ πάρουν τὰ βουνά. Ὅσοι κάτοικοι ἐπιβίωσαν, τρέφονται ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη τῶν γειτόνων. Καλὲς νοσοκόμες φροντίζουν τὶς πληγές τους. Μολονότι δὲν φοβοῦνται πὼς θὰ γίνει ἄλλη σφαγή, «κάθε Χριστιανὸς στὸ Μοναστήρι», ἐπισημαίνει ὁ Wyon, «γνωρίζει ὅτι ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο εἶναι μᾶλλον πιθανὸ καὶ ἀναλογίζεται τὸ μέλλον του».
Ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων στὰ βουνὰ καὶ στὴν πεδιάδα εἶναι «κόλαση», λέγει ὁ ἀνταποκριτής. Τὰ τραύματα κακοφορμίζουν. Ἡ μόνη τους τροφὴ εἶναι τὸ γρασίδι καὶ τὸ νερό. Τὰ ἴδια τοπία, οἱ ἴδιες ἱστορίες, ἡ ἴδια ἀθλιότητα εἶναι κρυμμέναπίσω ἀπὸ κάθε τοῖχο ὄχι μόνο ἀπὸ ὅσους ἔμεναν στὸ Σμίλεβο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλους ποὺ κατοικοῦσαν σὲ δεκάδες χωριά. Ἡ πλειοψηφία αὐτῶν τῶν «προσφύγων» προτιμᾶ νὰ πεθάνει στὰ βουνά, παρὰ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Χιλμὶ πασᾶ γιὰ ἀμνηστία. Οἱ ἄνδρες προτιμοῦν νὰ βλέπουν τὶς συζύγους καὶ τὶς κόρες τους νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, παρὰ νὰ πέσουν στὰ χέρια «τοῦ πιὸ σκληροῦ στρατοῦ στὸν κόσμο». Ὅσοι εἶχαν παραδοθεῖ, ἐκτελέσθηκαν ὁμαδικά. Ὅσοι ἀπέμειναν στὰ βουνὰ θὰ ἐνταχθοῦν «στὰ ἀνταρτικὰ σώματα», ἀλλὰ προηγουμένως θὰ ἔχουν θάψει τὶς οἰκογένειές τους. Περιμένουν «τὴν εὐχάριστη στιγμή» ποὺ κάποιος Τοῦρκος στρατιώτης θὰ πέσει στὰ χέρια τους. Ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ἐχθρούς τους μὲ ἕνα Mauser[6]καὶ μία ζώνη μὲ φυσίγγια.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Wyonξεσπᾶ σὲ μία αὐτοκριτικὴ γιὰ τὴν «πολιτισμένη» Εὐρώπη. «Εἶναι λυπηρὴ αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς ἐξόντωσης τῶν Χριστιανῶν στὸ Μοναστήρι, κάτω ἀπὸ τὰ ἄπιστα καὶ ἀναίσθητα μάτια τῆς Εὐρώπης, τὰ ὁποῖα κάποτε ἔτρεφαν δίκαιη ὀργὴ γιὰ λιγότερο τρομερὲς ἱστορίες. Εἴκοσι πέντε χρόνια πρίν, ὑπῆρξε μία σφαγὴ στὴ Βουλγαρία, ποὺ ἔβαλε τὴν Εὐρώπη στὶς φλόγες[7]. Τώρα δεκάδες ἐξίσου τρομερὰ γεγονότα μᾶς ἀφήνουν νὰ προσμένουμε τὴν ἔναρξη τῶν Μεταρρυθμίσεων. Μᾶλλον οἱ δικοί μας φιλάνθρωποι ἐπιδιώκουν νὰ ἀποδείξουν τὴν ἐνοχὴ τῶν Βουλγάρων γιὰ ἐξίσου βίαιες πράξεις, τὸ ὁποῖο εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τελείως λάθος. Ἔχετε προσπαθήσει ποτὲ νὰ φαντασθεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας γιὰ μιὰ στιγμὴ στὴ θέση αὐτῶν τῶν ἀνήμπορων ἀνθρώπων; Ἀνήμποροι, σκληροὶ ἄνδρες κλαῖνε σὰν μικρὰ παιδιά, ὅταν θυμοῦνται τὸ τί πέρασαν».
Ὁ Wyonκαὶ ὁ συνοδοιπόρος του ἐπιστρέφουν στὸ Μοναστήρι, ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐπικίνδυνη ἔξοδό τους στὰ πέριξ τοῦ Μοναστηρίου χωριά. Εἶχαν ξεφύγει τὸν ἔλεγχο τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι μὲ τίποτε δὲν ἤθελαν νὰ δοῦν οἱ ξένοι τὰ ἐγκλήματά τους.
Μεταβαίνουν στὸ ἑλληνικὸ νοσοκομεῖο, γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ ἐκεῖ τὴ σκληρὴ πραγματικότητα. Ὁ Wyonπεριγράφει τὸ ἑλληνικὸ νοσοκομεῖο ὡς ἕνα «μεγάλο λευκὸ κτίριο». Ὅπως διαβάζουμε στὸ βιβλίο τοῦ VelimirT. Arsits“Ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στὰ Βιτώλια”, τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ νοσοκομεῖο, ποὺ τὸ συντηροῦσε ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὑπῆρχε μέχρι τὸ 1896, ὅταν στὴ θέση του κτίσθηκε νέο νοσοκομεῖο, τοῦ ὁποίου ἐρείπια ὑπῆρχαν τὸ 1930. Τὴν ἀνέγερση τοῦ νοσοκομείου ἀνέλαβε μὲ ἔξοδά του ὁ Μοναστηριώτης Ἰωάννης Δημητρίου, ἔμπορος στὴν Αἴγυπτο. Μὲ τὴ διαθήκη του τὸ 1896 δώρισε γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ νοσοκομείου 3.000 λίρες στερλίνες καὶ γιὰ τὴ συντήρησή του 10.000 λίρες[8]. Τὸ νοσοκομεῖο ὀνομαζόταν “Εὐαγγελισμός”.
Σὲ αὐτό, λοιπόν, τὸ ἑλληνικὸ νοσοκομεῖο μεταβαίνει ὁ Βρετανὸς ἀνταποκριτής. Μᾶς προϊδεάζει δὲ ὅτι στὸ νοσοκομεῖο «ὑπάρχουν μᾶλλον τὰ πιὸ φρικτὰ θεάματα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ τῆς φυλακῆς». Στὸ νοσοκομεῖο ὑπάρχουν πολλοὶ βασανισμένοι ἐναπομείναντες ἀπὸ τὸ Ἄρμενσκο[9], τὸ Biloshiκαὶ τὸ Σμαρδέσι[10]. Συναντοῦν μία γυναίκα μὲ μία σχισμή-τραῦμα ἀπὸ τὸν ὦμο μέχρ τὸν πνεύμονα, μία γυναίκα μὲ κατεστραμμένο τὸν ἐγκέφαλο, τὸ κρανίο της σπασμένο μὲ πέντε μαχαιριὲς γαλλικῆς σπάθης καὶ τὸ ἀριστερό της χέρι σχισμένο, ἐπειδὴ προσπάθησε νὰ ἁρπάξει τὸ παιδί της ἀπὸ τούς «χασάπηδες». Μικρὰ παιδιὰ γαζωμένα μὲ σφαῖρες ἢ σφαγμένα μὲ μαχαίρι. Αὐτά, λέγει ὁ Wyon, «ἀποτελοῦν κάποιες ἀποδείξεις, ποὺ διασώζει ὁ Παντοδύναμος, γιὰ νὰ μαρτυροῦν ἐναντίον τοῦ Τούρκου ποὺ διψᾶ γιὰ αἷμα, καὶ γιὰ νὰ καταγραφοῦν ἀπὸ τὴ μουσουλμανικὴ πλευρὰ τῆς Εὐρώπης». Σὲ ἀντίθεση μὲ ὅσα τοῦ ἔλεγαν στὸ Κονάκι[11], ὅτι τὰ βασικὰ καθήκοντα τοῦ Τούρκου στρατιώτη ἦσαν τότε τὰ ἑξῆς: Πρῶτο, νὰ αἰχμαλωτίζει ἢ νὰ διαλύει τὶς ζῶνες «ἀνταρτῶν», δεύτερο, νὰ σβήνει τὶς φωτιὲς τῶν χωριῶν ποὺ καίονται, καὶ τρίτο, νὰ συνοδεύει τὰ γυναικόπαιδα σὲ ἀσφαλῆ μέρη…
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπόδραση σὲ χωριά, ὅπως εἴπαμε, ὁ Wyonἐπισκέπτεται τὸ ἑλληνικὸ νοσοκομεῖο. Τὸ περιγράφει ὡς ἕνα μεγάλο κτίριο, μὲ ὄμορφο κῆπο, μὲ ἕνα μεγάλο, εὐάερο καὶ καθαρὸ φαρμακεῖο, μὲ γραφεῖα πού «διαχέουν παντοῦ ἐκείνην τὴν καταφανῆ νοσοκομειακὴ ἀτμόσφαιρα». Ὁ γιατρὸς ποὺ τοὺς ὑποδέχεται, τοὺς διαβεβαιώνει ὅτι δὲν θὰ ὑπάρχει καμμία δυσκολία γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἄδεια τῆς ἐπιθεώρησης τῶν θαλάμων. Ἡ ἄδειά του εἶναι ἀρκετή. Πολιτικὴ τοῦ νοσοκομείου εἶναι νὰ βλέπουν οἱ ἀνταποκριτὲς κάποια ἀπὸ τὰ περιστατικὰ τοῦ νοσοκομείου.
Εἰσέρχονται σὲ ἕνα μεγάλο καὶ εὐάερο θάλαμο, γεμᾶτο ἀπὸ ἄνδρες καὶ ἀγόρια, περιτυλιγμένους μὲ ἐπιδέσμους καὶ γύψο. Ἔχουν βλέμμα φόβου καί «ἄφωνης ἀνησυχίας». Δὲν ἠρεμοῦν, μολονότι βλέπουν ἀνθρώπους χωρὶς φέσι. Ἄλλωστε τὸ σημειωματάριο τοῦ ἀνταποκριτῆ δὲν τοὺς ἐμπνέει ἐμπιστοσύνη.Οἱ εἰκόνες ἀπὸ τοὺς τραυματίες, ποὺ μᾶς περιγράφει ὁ Wyon, εἶναι πολὺ σκληρές.
Βλέπουν ἕνα ἀγόρι δέκα πέντε χρονῶν, τὸν Ἠλία Βελιάνη ἀπὸ τὸ Biloshi, μὲ ἕνα γόνατο σὲ γύψο. Σφαῖρα τουφεκιοῦ Mauser διαπέρασε ἀπ’ ἄκρου σὲ ἄκρο τὸ ἀριστερὸ γόνατο καὶ συνέτριψε τὴν ἐπιγονατίδα. Εἶναι Ἕλληνας. Θὰ μείνει παράλυτος ἐφ’ ὅρου ζωῆς. Ἕνα ἄλλο ἀγόρι ἀπὸ τὸ Σμαρδέσι, δέκα τριῶν ἐτῶν. Πυροβολήθηκε καὶ στὰ δύο ἰσχία ἀπ’ ἄκρου σὲ ἄκρο μὲ σφαῖρα Mauser. Ἕνας μικρὸς, φτωχὸς καὶ αὐτός, τοὺς κυττάζει «συμπονετικά», καθὼς περνοῦν στὸν ἑπόμενο. Φίλιππος Jolam, δώδεκα χρονῶν, ἐπιζῶν ἀπὸ τὸ Ἄρμενσκο. Σφαῖρες Mauser διαπέρασαν ἀπ’ ἄκρου σὲ ἄκρο τὸ δεξιὸ χέρι καὶ τὸ πόδι. Τὸ ἀριστερὸ πόδι εἶναι συντετριμμένο.
Στέκονται δίπλα σὲ ἕνα νέο ἄνδρα ἀπὸ τὸ Ἄρμενσκο, μὲ συντετριμμένο τὸν μηρὸ καὶ τὸν ὦμο. Ὅταν ἔπεσε, οἱ Τοῦρκοι θὰ τὸν εἶχαν σκοτώσει, ἀλλ’ ἕνας ἄνδρας, νεκρός, ἔπεσε πάνω του καὶ τὸν ἔσωσε ἀπὸ τὶς ξιφολόγχες. Αὐτὸς ἦταν ὁ πατέρας του. Μετὰ τὴν ἧττα τους στὸ βουνό, οἱ Τοῦρκοι πλησίασαν τὸ χωριό. Ὁ ἱερέας, ἕνας νέος καὶ εὐγενής, ποὺ κατόπιν φονεύθηκε καὶ κακοποιήθηκε, βγῆκε μαζὶ μὲ τοὺς μεγαλύτερους τοῦ χωριοῦ, νὰ τοὺς συναντήσουν καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν φιλοξενία καὶ ἀνάπαυση[12]. Ἄλλοι εἶχαν φθάσει στὸ χωριὸ ἀπὸ πίσω τους καὶ ἄρχισαν τοὺς πυροβολισμούς. Ἦταν τὸ σῆμα τῆς ἐπίθεσης. Συνεχίζει ὁ νεαρός: «Οἱ Τοῦρκοι εἶπαν ὅτι ὑπῆρχαν Βούλγαροι στὸ χωριὸ καὶ τοὺς πυροβόλησαν. Ἦταν ὅμως ψέμα. Ἐμεῖς ἤμασταν ὅλοι Ἕλληνες καὶ οἱ ἄνδρες ποὺ πυροβόλησαν πίσω ἀπὸ τὸ χωριὸ ἦσαν στρατιῶτες Τοῦρκοι, σταλμένοι νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Ἐμεῖς τραπήκαμε στὰ σπίτια μας. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἔπεσαν. Οἱ στρατιῶτες ἔβαλαν φωτιὰ στὰ σπίτια μας καί, καθὼς ἐμεῖς ἤμασταν ἐξαντλημένοι, μᾶς λόγχιζαν στοὺς δρόμους ἢ μᾶς πυροβολοῦσαν στὰ χωράφια. Ὅταν ἔπεσα, ἤμουν στὴ μέση τοῦ χωριοῦ καὶ εἶδα τοὺς στρατιῶτες νὰ φονεύουν, νὰ λαφυραγωγοῦν καὶ νὰ βιάζουν τὶς γυναῖκες μας. Ὑπῆρχε ἕνα κορίτσι μὲ πέντε τραύματα ἀπό σφαῖρες, ποὺ κακοποιήθηκε ἀπὸ τρεῖς στρατιῶτες καὶ κατόπιν πέθανε. Μερικὰ μικρὰ παιδιὰ μαχαιρώθηκαν μὲ ξίφη. Πολλὰ εἶχαν τέσσερα καὶ πέντε τραύματα. Μετρήσαμε εἴκοσι ὀκτὼ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ ὀκτὼ πέθαναν».
Σὲ ἄλλο δωμάτιο κείτονταν, σὰν νεκρό, ἕνα μικρὸ ἀγόρι δώδεκα ἐτῶν, ἀπὸ τὸ Ἄρμενσκο, τυλιγμένο μὲ ἐπιδέσμους. Σὲ λίγες ἡμέρες πέθανε.
Στὸ Ἄρμενσκο ἔγινε μεγάλη σφαγή, μία ἀπὸ τὶς χειρότερες, ὅπως γράφει σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ βιβλίου του ὁ Wyon[13]. Ξίφη δὲν εἶχαν μόνον οἱ Τοῦρκοι ἀστυνομικοί. Βοήθησαν καὶ αὐτοί. Οἱ ὑπόλοιποι ἦσαν Ἀνατολῖτες καὶ Ἀλβανοὶ στρατιῶτες.
Μετὰ ἀπὸ τὴν πτέρυγα τῶν ἀνδρῶν ὁδηγοῦνται στοὺς θαλάμους τῶν γυναικῶν. Βλέπουν δύο ἄτομα ἀπὸ τὸ χωριὸ Bistritsa, λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἕνα κορίτσι καὶ μία γυναίκα. Τὸ μικρὸ κορίτσι εἶναι δέκα ἐτῶν, μὲ ὀκτὼ τραύματα ἀπὸ μαχαίρι. Μὲ τρεμάμενη φωνὴ διηγεῖται τί ἔγινε. Τὴ νύκτα οἱ Τοῦρκοι ἔβαλαν φωτιὰ στὸ χωριὸ καὶ αὐτοὶ ἔτρεξαν στὰ χωράφια. Τότε τὸ συνέλαβαν καὶ τὸ μαχαίρωσαν. Ἡ γυναίκα ὀλοφύρεται καὶ λέγει: «Εἶχα τὸ μωρὸ στὰ χέρια μου. Οἱ Τοῦρκοι τὸ ἔκοψαν σὲ κομμάτια, μπροστὰ στὰ μάτια μου». Ὅλα τὰ ἀριστερά της δάκτυλα ἦσαν κομμένα. Παρὰ ταῦτα, κρατοῦσε τὸ μωρό της. Δέχθηκε πέντε κτυπήματα μὲ σπαθὶ στὸ κεφάλι, δύο ἀπὸ τὰ ὁποῖα τῆς ἔθραυσαν τὸ κρανίο. Καὶ σὰν νὰ μὴ ἔφθαναν αὐτά, μία σφαῖρα διαπέρασε τὸ δεξιό της χέρι.
Στὴ συνέχεια βλέπουν μία γυναίκα καὶ τὸ κορίτσι της άπὸ τὸ Κρούσοβο. Τὸ παιδὶ πυροβολήθηκε διαμπερῶς στὸ πόδι, ἀλλὰ ἡ μητέρα τὸ ἔσωσε. Τράπηκαν σὲ φυγὴ στὰ βουνά, ὅπου λιμοκτονοῦσαν. Κάποιοι φίλοι τους τὶς ἔφεραν στὸ νοσοκομεῖο πρὶν ἀπὸ δύο ἡμέρες. Ἡ ἑπόμενη περίπτωση εἶναι μία γυναίκα ἀπὸ τὸ Ἄρμενσκο, ποὺ ὀλοφύρεται ἀκατάπαυστα. Τουρκικὸ σπαθὶ ἔκοψε τὸν ἀριστερό της ὦμο, ἔσχισε τὸν πνεύμονα καὶ σχεδὸν ἀπέκοψε τὸ χέρι. Εἶχε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σοβαρὰ τραύματα. Ἦταν θαῦμα ποὺ ζοῦσε. Μία σφαῖρα ἀπὸ Mauserδιαπέρασε τὸ ἄλλο χέρι διαμπερῶς.
Στὸ ἐρώτημα τοῦ ἀνταποκριτῆ καὶ τοῦ συνοδοῦ του ἄν ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς εἶναι Ἕλληνες ἢ Βλάχοι, ὁ γιατρὸς τοὺς ἀπαντᾶ καταφατικά. Τὸ νοσοκομεῖο δὲν δεχόταν Βουλγάρους. Αὐτοὶ πήγαιναν στὸ τουρκικὸ νοσοκομεῖο.
Προσπάθησαν νὰ πάρουν μία ἐξίσου ὁλοκληρωμένη ἀντίληψη μέσα στὸ τουρκικὸ νοσοκομεῖο, ἀλλ’ εἰς μάτην. Τοὺς ἔδειξαν δύο θαλάμους. Ἔπαυσαν νὰ ὑποβάλλουν ἐρωτήσεις, διότι ἦσαν ἄγνωστοι ἢ τοὺς ἀπαντοῦσαν ἀόριστα καὶ ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσαν τοὺς πῆραν, γιὰ νὰ τοὺς φιλοξενήσουν. Σημειώνει ὁ Wyon: «Κανεὶς Τοῦρκος δὲν μποροῦσε νὰ ἀφήσει ἕνα ἐπισκέπτη νὰ ἀναχωρήσει, χωρὶς μία ἐκδήλωση φιλοξενίας. Αὐτὸ συμβαίνει, γιατί ἐπιδιώκουν νὰ συγκαλύψουν τὰ ψέματά τους καὶ νὰ ἀποκτήσουν φίλους. Εἶναι ἀπερισκεψία νὰ κάνεις περιττοὺς ἐχθρούς καὶ αὐτὸ ὁ Τοῦρκος τὸ κατανοεῖ καὶ κάνει κόλπα στὸ full».
Mετὰ ἀπὸ τὸ τουρκικὸ νοσοκομεῖο ἐπισκέπτονται τὸ δικαστήριο, ποὺ βρίσκεται πολὺ κοντά. Συνεδριάζει τὸ εἰδικὸ δικαστήριο, γιὰ νὰ δικάσει φυλακισμένους Βουλγάρους, ὑπόπτους γιὰ συμμετοχὴ στὰ γεγονότα τοῦ Ἴλιντεν. Δὲν ἔχουν δικαίωμα ἔφεσης. Κάθε ἡμέρα ἄνθρωποι στέλνονται στὴν ἐξορία ἢ στὸν θάνατο, ποὺ συχνὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα, καὶ σπανίως ἐλευθερώνονται. Τὸ δικαστήριο εἶναι κτισμένο παραπλεύρως ἑνὸς μικροῦ λόφου. Φρουροὶ στέκονται στὴν εἴσοδο. Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ δικαστηρίου εἶναι τόσο σκοτεινό, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ διακρίνουν τίποτε, γιατί τοὺς τυφλώνει τὸ ἐξωτερικὸ φῶς. Ξαφνικὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι μέσα στὸ δικαστήριο εἶναι στοιβαγμένοι ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Ἀκοῦνε τὸν «θλιβερὸ κρότο» τῶν ἁλυσίδων. Ὁ ἦχος τους φθάνει μέχρι τὸ μεδοῦλι. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἁλυσοδεμένοι μὲ κακοφτιαγμένες σιδερένιες μπάρες, καρπὸς μὲ καρπό. Περιμένουν τὴ δίκη τους.
Ξαφνικὰ ἐμφανίζεται νεαρὸς ἄνδρας μὲ εὐρωπαϊκὴ περιβολή. Εἶναι δάσκαλος ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα. Πρὶν ἀπὸ τέσσερις μῆνες συνελήφθησαν αὐτός, ὁ πατέρας του καὶ ὁ ἀδελφός του. «Τί ἔχετε κάνει;», τὸν ἐρωτοῦν. «Ὁ Θεὸς ξέρει ἐμεῖς δὲν ξέρουμε τίποτε». Τὸ σπίτι τους καὶ ὅλα τὰ ἀγαθά τους δημεύθηκαν. Στρέφει τὸ βλέμμα του πρὸς τοὺς ξένους, γεμᾶτο ἐλπίδα. Ἀλλὰ τί μποροῦν νὰ κάνουν γι’ αὐτόν;
Γιὰ πολὺ καιρὸ ἔμεινε χαραγμένη στὴ μνήμη τοῦ Βρετανοῦ ἀναποκριτῆ ἐκείνη ἡ σκηνὴ ποὺ ἀντίκρυσε: Τὸ σκοτάδι, ἡ ἀθλιότητα, ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα μὲ τὶς χειροπέδες, τόσο ἀξιολύπητα, τόσο σιωπηλά. Τοὺς κύτταζαν ἐπίμονα σὰν βουβὰ θηρία. Ὅταν θυμᾶται ἐκεῖνα ποὺ εἶδε, ἀναρωτιέται: «Μπορούσατε σεῖς στὴν Ἀγγλία νὰ ἀντιληφθεῖτε ἐκείνην τὴ μιζέρια, σεῖς δὲν θὰ στρέφατε τὰ κουφὰ αὐτιά σας σ’ αὐτὲς τὶς κραυγὲς γιὰ βοήθεια καὶ δὲν θὰ λέγατε ὅτι αὐτὰ εἶναι ὑπερβολὴ καὶ ὁμιλία πολιτική; Σεῖς δὲν ἤσασταν τόσο κρῦοι καὶ ἄπιστοι. Καὶ ὅ,τι εἶναι καταγεγραμμένο ἐδῶ δὲν εἶναι τὸ χειρότερο ὅλων». Ὁ δὲ διερμηνέας τους, ἕνας Ἑβραῖος, ὅταν ἔφυγαν, τοὺς εἶπε χαρακτηριστικά: «Ὁ Θεὸς νὰ σπλαχνισθεῖ ἐκεῖνον τὸν ἄνδρα ἀπόψε, ὅταν ἐπιστρέψει στὴ φυλακή. Θὰ προτιμοῦσα νὰ εἶμαι νεκρός, παρὰ νὰ βρίσκομαι στὴ θέση του».
Ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπουν στὸ δικαστήριο, τοὺς δικαστές, τὸν εἰσαγγελέα τοῦ Κράτους, τοὺς γραμματεῖς, τοὺς δικαζόμενους, ἀπολύτως ἀκίνητους, μὲ κατεβασμένα τὰ κεφάλια καί, ὅπως φαινόταν, νὰ μὴ ἔχουν ἐπίγνωση τοῦ περιβάλλοντός τους, γιατί δὲν καταλάβαιναν καμμία λέξη τουρκική, τοὺς ἀδιάφορους συνηγόρους τῶν κατηγορουμένων, τοὺς μάρτυρες, ἐπίσης χωρικούς, γιὰ τοὺς ὁποίους κανεὶς δὲν ξέρει πότε οἱ ἴδιοι θὰ ἀπασχολήσουν τὸ δικαστήριο, γνωρίζουν καλὰ ὅτι ὅλα εἶναι «ἕνας κενὸς ἐξωτερικὸς τύπος, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν Εὐρώπη». Μὲ αὐτογνωσία ὁ Wyonὁμολογεῖ καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, λέγει, «ποὺ ἐμεῖς γεννηθήκαμε σὲ ἄλλη γῆ».
Αὐτὰ τὰ περιστατικὰ καταχωρίζει ὁ Wyon στὸ βιβλίο του, ποὺ προαναφέραμε, κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Μοναστήρι, λίγο μετὰ τὸ Ἴλιντεν.
Ὁ ἕτερος δημοσιογράφος, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὸ Μοναστήρι, τρία χρόνια ἀργότερα, τὸ 1906, εἶναι ὁ Ἀμερικανὸς AlbertSonnichsenδημοσιογράφος μὲ φιλοβουλγαρικὸ προσανατολισμό.Ὅσαγράφει, περιέχονταιστὸβιβλίοτου “ConfessionsofaMacedonianbandit”, τὸὁποῖο ἐκδόθηκε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Πετσίβα, ὑπὸ τὸν τίτλο: “’Aναμνήσεις ἑνὸς Μακεδόνα ἀντάρτη”.
Οἱ πρῶτοι, ποὺ γνώρισε στὸ Μοναστήρι, εἶναι ἕνας ἱερέας, πρόεδρος τῆς περιφερειακῆς ἐπιτροπῆς Μοναστηρίου, ἀπὸ τὰ πρῶτα στελέχη τοῦ Ντάμε Γκρούεφ,δασκάλου ἀπὸ τὸ Σμίλεβο, καὶ ὁ “’Aετός”, τὸ ψευδώνυμο ἑνὸς δασκάλου ἀπὸ τὴν περιφέρεια τῆς Φλώρινας, ἀντιπρόσωπος καὶ γραμματέας τῆς ἐκεῖ βουλγαρικῆς ἐπιτροπῆς. Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴ Βουλγαρία, ὅμως διορίσθηκε ἀπὸ τὴ βουλγαρικὴ ἐκκλησία καθηγητὴς μαθηματικῶν στὸ βουλγαρικὸ γυμνάσιο Μοναστηρίου[14]. Ὡς Βούλγαρος ὑπήκοος ἦταν ἀσφαλής.
Δέκα ὀκτὼ μῆνες μετὰ τὸ Ἴλιντεν, τὸ Μοναστήρι ἦταν γεμᾶτο γυναικόπαιδα ἀπὸ τὰ καμένα χωριά. Ὅλοι οἱ σημαντικοὶ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν ὀργανώσει τὶς βουλγαρικὲς ἐπιτροπές, εἶχαν διαφύγει στὰ βουνὰ ἢ ἦσαν ἐξόριστοι. Ἡ βουλγαρικὴ ὀργάνωση εἶχε διαλυθεῖ ὁλοκληρωτικά. Ὅμως λίγους μῆνες ἀργότερα ὁ Γκρούεφ ἦλθε στὴν πόλη καὶ φρόντισε γιὰ τὴν ἀναδιοργάνωση στὴν πόλη ποὺ ἦταν ἡ «πιὸ σπουδαία ἐπαρχία τῆς ἐπαναστατημένης Μακεδονίας».
Ὕστερα ἀπὸ τὶς πρῶτες συναντήσεις, ὁ δημοσιογράφος βρέθηκε, συνοδευόμενος, στὸν δρόμο, ὅπου ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τό «κυριακάτικο πλῆθος». Διέσχισε τὸ ποτάμι, τὸν Ὑδραγόρα, κινήθηκε βιαστικὰ πρὸς τὴν κεντρικὴ ὁδό, πέρασε τὴν ἐμπορικὴ περιοχὴ καὶ τελικὰ ἔφθασε στὸν “Νέο Μαχαλᾶ”, τὴ βουλγαρικὴ συνοικία. Τὴν περιγράφει ὡς γειτονιὰ μέ «σπίτια μᾶλλον πλούσια καὶ σύγχρονα, ποὺ δὲν ταίριαζαν σὲ αὐτὴν τὴ χώρα». Βρισκόταν σὲ περιοχή, ὅπου ἔνοιωθε ὅτι εἶχε φύγει «ἡ σκόνη τῶν περιχώρων τῆς Φλώρινας».Βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ ἁπλοῦς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν ἐπικεφαλῆς συνεργείου «κτιστάδων». Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ περιοχὴ δὲν θεωρήθηκε ἀσφαλής, λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὸ τὸ τμῆμα τῆς πόλης βρισκόταν ὑπὸ ἀστυνομικὸ ἔλεγχο, θεωρήθηκε ἀσφαλέστερο νὰ πάει αὐτὸς καὶ ἡ συνοδεία του «ἐπάνω στοὺς λόφους, σ’ ἕνα σπίτι τῆς περιοχῆς Μπὲλ Σίσμαν». Ἔπρεπε νὰ κρατηθεῖ μυστικὴ ἡ ταυτότητά του, ὅτι εἶναι Ἀμερικανός, γιατί, ἂν μάθει ἡ ἀστυνομία ὅτι βρίσκεται στὴν πόλη, θὰ ἐρευνήσει ὅλα τὰ σπίτια. «Νὰ μὴ ἔχεις παρτίδες μὲ τοὺς φοιτητές», τοῦ ἐπισήμαναν. «Εἶναι καλὰ παιδιά, ἀλλὰ σχολιάζουν πολύ, ἰδιαίτερα τὰ κορίτσια».
Μένει, λοιπόν, στὴ συνοικία Μπὲλ Σίσμαν. Ὅπως γράφει, «ἀπὸ τὰ μπαλκόνια τῶν σπιτιῶν ποὺ εἶναι ψηλὰ στὴ συνοικία, τὸ Μοναστήρι προσφέρει μία γραφικὴ καὶ μοναδικὰ μαγευτικὴ θέα». Ἀπὸ κεῖ διακρίνονται μόνον οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν καὶ οἱ μιναρέδες. Παρ’ ὅλο ποὺ οἱ τουρίστες-συγγραφεῖς «λατρεύουν» νὰ γράφουν γι’ αὐτά, πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς περπάτησαν στά «στενὰ βρώμικα ἀπὸ ἀκαθαρσίες ζώων δρομάκια» τοῦ Μοναστηρίου καὶ «ἔχουν ἀνακατευτεῖ μὲ τὸ συνονθύλευμα τῶν Ἑβραίων, τῶν Τούρκων, τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Βουλγάρων χωρικῶν». Ὁ Ἀμερικανὸς δημοσιογράφος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τὸ 1906 ὁ πληθυσμὸς τῆς πόλης ἀνέρχονταν περίπου σὲ ἑξήντα μὲ ἑβδομῆντα χιλιάδες.
Μία ἄλλη περιγραφὴ ποὺ μᾶς διασώζει ὁ Sonnichsen, εἶναι τὰ λουτρὰ τοῦ Μοναστηρίου, τὰ χαμάμ. Βγῆκαν μὲ προσοχὴ ἀπὸ τὸ σπίτι, ὅπου διέμεναν. Ἔφθασαν σὲ μία «μικρὴ πλατεῖα ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα κτίριο μὲ γυμνὰ τοῦβλα καὶ θόλο, ἀπ’ ὅπου πυκνὸς καπνὸς ἔβγαινε ἀπὸ τὶς πολλὲς τρύπες του». Οἱ ὑπάλληλοι τοῦ λουτροῦ ἦσαν Τοῦρκοι. Σὲ αὐτὸ τὸ λουτρὸ ἔρχονταν οἱ στρατιωτικοί. Γι’ αὐτὸ εἶδαν μαῦρες στρατιωτικὲς στολές. «Εἶναι πιὸ ἀσφαλὲς, κανεὶς δὲν θὰ σὲ ψάξει ἐδῶ», τὸν καθησυχάζουν. «Ἄλλωστε ἐλάχιστοι Χριστιανοὶ ἔρχονται, καὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν κάνουν προσωπικὲς ἐρωτήσεις». Οἱ ἀτμοὶ ἔκαναν τὴν ἀτμόσφαιρα «τόσο χαλαρωτική, ποὺ κανεὶς δὲν ἀσχολιόταν μὲ τὸν ἄλλο». Ἐκεῖ ἔμαθε ὅτι ὁ ὑπαρχηγὸς τῆς ἀστυνομίας θὰ ἔπαιρνε ἄδεια γιὰ τὴ γενέτειρά του. Αὐτὸ σήμαινε ὅτι «τίποτε ἀνησυχητικὸ ἢ κακό δὲν συνέβαινε στὴν πόλη».
Ἀποφάσισε, λοιπόν, νὰ πάει στὴν πόλη, γιὰ νὰ μάθει τί συμβαίνει. Καθὼς περπατοῦσε, σὲ κάποια στιγμὴ ἔφθασε «σὲ μία μεγάλη ἀγορὰ ποὺ ἦταν γεμάτη ἀπὸ κάρα χωρικῶν, ἄλογα καὶ πραματευτάδες». Πρόκειται γιὰ τὸ Ἄτ Παζάρ, τὸ παζάρι τῶν ἀλόγων[15]. Στὸ πλάι τῆς ἀγορᾶς ὅλα τὰ χαμηλὰ μαγαζάκια ἀνῆκαν κυρίως σὲ Ἑβραίους. Μετὰ ἔφθασε στὴν κεντρικὴ λεωφόρο, ποὺ τοῦ ἦταν γνώριμη. Ὁ σκοπός του ἦταν νὰ βρεῖ τὴν ἐκκλησία, ὅπου εἶχε τὴν πρώτη συνάντηση μὲ τὸν ἱερέα, ποὺ ἔφερε τὸ ψευδώνυμο Μιραμπώ. Δὲν τὰ κατάφερε μὲ τὴν πρώτη προσπάθεια. Πῆγε σὲ ἕνα «βλάχικο» ἑστιατόριο καὶ ζήτησε ἕνα ποτήρι ζεστὸ πρόβειο γάλα. Τὸ ἀγόρι ποὺ τοῦ σερβίρισε τὸν ὁδήγησε στὴν ἐκκλησία. Τὴν περιγράφει ὅτι εἶχε «ψηλὸ μπλὲ θόλο» καὶ βρισκόταν σὲ ἕνα στενὸ δρομάκι. Καὶ πάλι τοῦ συνιστοῦν προσοχή. «Τὸ νοῦ σας σ’ αὐτὴ τὴν πόλη ὅπου βασιλεύει ἡ προδοσία. Προσέχετε ἰδιαίτερα τοὺς νεαρούς, ποὺ μιλοῦν περισσότερο ἀπ’ ὅσο πρέπει».
Ὁ Sonnichsen μᾶς δίνει τὴ μαρτυρία ὅτι στὸ Μοναστήρι ὑπῆρχαν τότε πρεσβυτεριανοί[16]. Τὸν δὲ τότε Μητροπολίτη Πελαγονίας Ἰωακεὶμ Φορόπουλο χαρακτηρίζει ὡς “ἕνα βίαιο φεουδάρχη”, ποὺ ὅπλιζε τοὺς Ἕλληνες. «Τουλάχιστον ἕνα θύμα κι ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ὑπῆρχε κάθε ἑβδομάδα στὸ Μοναστήρι». Χαρακτηρίζει «τρομοκράτες» τοὺς ἀνθρώπους τῆς Μητρόπολης, οἱ ὁποῖοι ἦσαν «πράγματι ἀρκετὰ δραστηριοποιημένοι». Τὴν περασμένη ἑβδομάδα δύο φορὲς εἶχαν πυροβολήσει ἕνα μέλος τῆς βουλγαρικῆς ὀργάνωσης δημοσίως στὴν ἀγορά. Οἱ Βούλγαροι δὲν εἶχαν προβεῖ σὲ ἀντίποινα, ἀλλὰ σχεδίαζαν μία δολοφονία «ὑψηλοῦ προσώπου, γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ». Ὤ αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες! «Πάντα αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες. Τί δολοφόνοι εἶναι αὐτοί!», σχολίαζε ὁ “Σάντι”.
Ἐπίσης ὁ Ἀμερικανὸς ἀνταποκριτὴς μᾶς περιγράφει καὶ πῶς ξεκίνησαν μαζὶ μὲ δύο Βλάχους, γιὰ «ἕνα χωριὸ πέντε μίλια πρὸς τὴν πεδιάδα». Αὐτὸτὸ χωριὸ ἦταν ἡ κύρια πηγὴ τῆς τροφοδοσίας τοῦ Μοναστηρίου μὲ γάλα. Ὅλη ἡ πεδιάδα ἦταν γεμάτη μὲ κοπάδια ἀπὸ πρόβατα. Τὰ σπίτια, λέγει, «δὲν φαίνονταν ἀπὸ τὴν πρασινάδα ποὺ κάλυπτε τοὺς τοίχους». Ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ γαλακτοπαραγωγοὶ ἀπεργοῦσαν. Διεκδικοῦσαν ὑψηλότερες τιμές. Προτίμησαν, λοιπόν, νὰ πιοῦν γάλα, ἀλλ’ ὄχι ὅπως συνηθίζουν νὰ τὸ πίνουν οἱ κάτοικοι. «Σ’ αὐτὴ τὴ χώρα», λέγει, «συνηθίζουν νὰ βράζουν τὸ γάλα καὶ νὰ προσθέτουν ζάχαρη, γιὰ νὰ εἶναι χωνευτικό». Αὐτοὶ προτίμησαν νὰ τὸ πιοῦν κρῦο καὶ ἄβραστο γι’ αὐτὸ δεινοπάθησαν μὲ φρικτοὺς πόνους καὶ πυρετό.
Μετὰ ἀπὸ τὴ μετάβασή τους στὴν Ἀχρίδα καὶ στὴ Μεγάλη Πρέσπα, ὅπου συναντοῦν ψαράδες ποὺ προσεύχονται καὶ ἀνάβουν κεριὰ σὲ βραχογραφία, ἐπιστρέφουν στὸ Μοναστήρι, μὲ ζῶα, ντυμένοι ὡς ἰχθυοπῶλες. Προσπέρασαν τὴ φρουρά, ποὺ ἦταν στὴν εἴσοδο τῆς πόλης, καὶ συνέχισαν «στὰ καυτὰ στενὰ δρομάκια» μέχρι τὸ κέντρο. Ὁδήγησαν τὰ ζῶα τους πρὸς τὴν κεντρικὴ κρεαταγορὰ καὶ ἄφησαν τὰ ζῶα σὲ ἕνα χάνι. Μετέφεραν τὰ ψάρια, γιὰ νὰ τὰ πουλήσουν. Μόνος πλέον ὁ Ἀμερικανὸς διέσχισε τὸ πολυσύχναστο τμῆμα τῆς πόλης καὶ μέσα ἀπό «τὰ φιδωτὰ δρομάκια» ἔφθασε πάλι στὸν Νέο Μαχαλᾶ[17].
Αὐτὲς τὶς πληροφορίες γιὰ τὸ Μοναστήρι τὸ 1906 μᾶς δίνει ὁ Ἀμερικανὸς δημοσιογράφος AlbertSonnichsen.
Ὅσα μᾶς περιγράφουν οἱ δύο ἀνταποκριτὲς τοῦ ξένου τύπου ἀποτελοῦν αὐθεντικὲς μαρτυρίες, γιατί εἶδαν καὶ ἄκουσαν τὰ γεγονότα. Ἡ ἀξία τους ὡς αὐτοπτῶν καὶ αὐτήκοων μαρτύρων εἶναι μοναδική. Ἰδιαίτερα ἡ περιγραφὴ ἐκείνων τῶν σκληρῶν εἰκόνων ποὺ αντίκρυσε ὁ Βρετανὸς Wyon, μὲ τὶς βιαιότητες τῶν Τούρκων, δείχνουν τὴ σκληρότητα ἐκείνων τῶν ζοφερῶν ἡμερῶν ἡμερῶν ποὺ διαδέχθηκαν οἱ λαμπρὲς ἡμέρες τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα ἑνὸς ἀδυσώπητου καὶ ἔνδοξου Ἀγῶνα, ὁ ὁποῖος ἀκόμη καὶ σήμερα οὔτε τὴν ἐπικαιρότητά του χάνει οὔτε τὴ διαχρονικότητα τοῦ Ἀγῶνα μὲ σημαντικὸ κέντρο ὀργάνωσης τὸ ἑλληνικὸ Μοναστήρι ποὺ χάθηκε γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ἀλλὰ στὶς καρδιές μας παραμένει ζωντανὸ καὶ ἀκμαῖο.
[1] Ὅπως γράφει σὲ ἐπιστολή του τῆς 24ης Ἰουλίου 1903 ὁ Πρόξενος Μοναστηρίου Κωνσταντῖνος Κυπραῖος, τὴ νύκτα τῆς 20ης Ἰουλίου, πυρπολήθηκαν χάνια ποὺ ἀνῆκαν σὲ Τούρκους βοεβόδες, κόπηκαν ὅλα τὰ τηλεγραφικὰ σύρματα, ποὺ συνέδεαν τὴν πόλη μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. «Αἱ συμμορίαι, περιερχόμεναι τὰ βουλγαρόφωνα χωρία, ὀρθόδοξα καὶ σχισματικά, προσεκάλουν τοὺς χωρικοὺς νὰ ὑπάγωσι μετ’ αὐτῶν ἔνοπλοι καὶ ἄοπλοι. … Τὸ κίνημα ἐξακολουθεῖ ἀπὸ τῆς Κυριακῆς καὶ ἐπιτείνεται καὶ γενικεύεται». Ὁ τουρκικὸς στρατός, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Αὐγούστου, ἄρχισε τὴν ἀντεπίθεση. Μέσα σὲ ἕνα μῆνα, μὲ πυρπολήσεις τῶν χωριῶν καὶ φόνους τῶν ἐπαναστατημένων κατοίκων, κατέστειλε τὴν ἐξέγερση. Διαφαινόταν πλέον ὅτι τὸ σύνθημα τῆς ΕΜΕΟ «Ἡ Μακεδονία στοὺς Μακεδόνες» θὰ ὁδηγοῦσε στὴν προσάρτηση τῆς Μακεδονίας ἀπὸ τὴ Βουλγαρία ὅ,τι ἀκριβῶς συνέβη μὲ τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμυλία. Ἦταν τὸ ἔναυσμα γιὰ ἀφύπνιση καὶ ἐγρήγορση τῆς Ἑλλάδος.
[2]Zαπτιές, χωροφύλακας.
[3] Ρεντιγκότα, εἶδος ζακέτας ἢ παλτοῦ.
[4] Τὸ Σμίλεβο ἦταν ἡ ἕδρα τῆς δεύτερης “ἐπαναστατικῆς” περιφέρειας, κέντρο τῆς ἐξέγερσης.
[5] Βαζιβουζοῦκος, ἄτακτος Τοῦρκος στρατιώτης.
[6]Γερμανικὸ τουφέκι.
[7]Μήπως ὑπονοεῖ ἀκρότητες τῶν Βουλγάρων μετὰ ἀπὸ τὴ συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (1878); Πάντως ὠμότητες ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων τῆς Βουλγαρίας ἔγιναν τὸ 1906.
[8]VelimirT. Arsits, σ. 49. Μὲ δωρεὰ 3.000 λιρῶν Ἀγγλίας ἀπὸ τὴν ἀδελφή του Ἑλένη Δημητρίου ἀποπερατώθηκε τὸ κτίριο τοῦ νοσοκομείου Φλώρινας τὸ 1939.
[9] Ἅλωνα.
[10] Κρυσταλλοπηγή.
[11]Κονάκ, διοικητικὸ κέντρο τῶν Τούρκων.
[12]Ὁ ἱερέας λεγόταν Λάζαρος, Ἕλληνας, σύμφωνα μὲ τὸν δάσκαλο Παῦλο Κούφη. Αὐτός «συμβούλευε τοὺς Ἀρμενσκιῶτες νὰ μὴ φεύγουν ἀπὸ τὸ χωριό, νὰ βγοῦνε μπροστὰ στὸ στρατό, νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν. Νὰ ποῦνε πὼς αὐτοὶ εἶναι Ἕλληνες, οἱ Βούλγαροι κάνουν τὴν ἐπανάσταση, κι ἔτσι δὲν θὰ τοὺς πειράξουν». Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀποκεφάλισαν. Π. Κούφης (1990), Ἅλωνα Φλώρινας: Ἀγῶνες καὶ θυσίες, σ. 30: Ἀθήνα.
[13]Τρομακτικὸς ὑπῆρξε ὁ ἀπολογισμὸς τῆς ἐξέγερσης γιὰ τοὺς τοπικοὺς πληθυσμούς. Τελείως εἶχαν καταστραφεῖ εἴκοσι δύο χωριὰ καὶ ὀκτὼ χιλιάδες σπίτια. Πενήντα χιλιάδες κάτοικοι εἶχαν μείνει ἄστεγοι. Στὰ Ἅλωνα μόνον ἐννέα σπίτια ἀπὸ τὰ ἑκατὸν ἑξῆντα ἔμειναν ὄρθια. Ἑκατὸν τρεῖς ἦσαν οἱ νεκροὶ καὶ ἑβδομῆντα πέντε οἱ τραυματίες. Π. Κούφης, ὅ. π. σ. 32.
[14]Τὸ 1883 τὸ βουλγαρικὸ γυμνάσιο τοῦ Μοναστηρίου ἦταν τριτάξιο, μὲ ἑβδομήντα ἑπτὰ μαθητὲς καὶ πέντε δασκάλους. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ἀπόφοιτος τοῦ Ροβερτείου κολλεγίου Κωνσταντινουπόλεως.
[15]Στὸ Ἄτ Παζάρ, στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1905 οἱ Τοῦρκοι κρέμασαν τὸν καπετὰν Κώτα.
[16]Πρεσβυτεριανός, ὀπαδὸς τοῦ πρεσβυτεριανισμοῦ, ποὺ ἔχει ὡς βάση τὴν καλβινικὴ θεολογία καὶ διοικεῖται ἀπὸ πρεσβυτέρους.
[17] Ὁ Sonnichsen λέγει ὅτι στὸν Νέο Μαχαλᾶ ὑπῆρχαν λιβάδια (195).