Φλώρινα – Αρχαία Λυγκηστίδα: Σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα αποκάλυψαν δύο μεγάλα έργα
Δύο μεγάλα έργα που πραγματοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του δήμου Φλώρινας αποκάλυψαν θησαυρούς που εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για τον συγκεκριμένο τόπο.
Πρόκειται για το «Αρδευτικό Δίκτυο Παρορίου» και την «Ανάπτυξη δικτύων φυσικού αερίου χαμηλής και μέσης πίεσης στην πόλη της Φλώρινας».
Στην πρώτη περίπτωση, σε μία όχι και τόσο μακρινή απόσταση από την πρωτεύουσα του νομού, αποκτούμε μία πιο ολοκληρωμένη -αρχαιολογικά- εικόνα της περιοχής του κάμπου των Κλεινών-Παρορίου.
Αν και το πλάτος της ανασκαφικής τομής κατά τη διάρκεια του έργου ήταν μόνο 0,60 εκ. και το βάθος 1,20 μ. οι εργασίες συμπλήρωσαν με περισσότερες λεπτομέρειες την αρχαιολογική εικόνα προς ανατολικά, στον κάμπο, όπου, αν και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα έλειψαν από τα ευρήματα, αυτό το κενό το συμπλήρωσαν, μεταξύ άλλων, οι μεμονωμένοι λίθοι, η μεγάλη ποσότητα κεραμικής, οι απορριμματικοί λάκκοι-αποθέτες, οι πίθοι και μία λιθόστρωτη επιφάνεια.
Εκτός από τμήματα αγγείων, εντοπίστηκαν επίσης πήλινα υφαντικά βαρίδια και πηνία, αλλά και πηλόμαζες που φέρουν λεπτομέρειες από τα οργανικά στοιχεία δόμησης. Ακόμη, παρατηρήθηκε και κάποια διάσπαρτη ποσότητα μικρών, εύθρυπτων ζωικών οστών, ίχνη καύσης και σιδερένιοι ήλοι.
Από τα πιο ιδιαίτερα ευρήματα, ωστόσο, αποτελεί ένα σιδερένιο δακτυλίδι με δυσανάγνωστη έγγλυφη διακόσμηση στη σφενδόνη, αλλά και ένα ανθρωπόμορφο περίαπτο-χάντρα από ύαλο, το οποίο είναι κατασκευασμένο με την τεχνική της περιέλιξης γύρω από πήλινο πυρήνα. Τα ευρήματα καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα από την προϊστορική εποχή έως και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Μία ανθούσα οικονομική μονάδα
Η εγκατάσταση του εκτεταμένου Δικτύου Φυσικού Αερίου έφερε στο φως ένα εκτεταμένο σύνολο πήλινων αγωγών ύδρευσης και τρεις μεγάλους κτιστούς αγωγούς για την διευθέτηση των ρεμάτων που έρρεαν από τις πλαγιές των βουνών και κατέληγαν στο ποτάμι. Οι μεγάλοι κτιστοί αγωγοί καλύφτηκαν το 1960 από τους σύγχρονους δρόμους χωρίς να πάψουν ποτέ να βοηθούν τα νερά της βροχής και του χιονιού να βρουν δίοδο στον κεντρικό υδροφόρο ορίζοντα.
Στην περιοχή με τη μεγαλύτερη πυκνότητα αγωγών έχουν εντοπιστεί, κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών, και τρία πηγάδια. Η διάμετρός τους υπήρξε περίπου 40-50 εκ., είναι λιθόκτιστα και σε κάθε περίπτωση το βάθος τους δεν μπορεί να υπολογιστεί λόγω των κατολισθήσεων που έχουν υποστεί.
Πέρα από όλα αυτά αποκαλύφθηκαν 3 ρέματα που εγκιβωτίστηκαν το 1960 και σχημάτισαν τους δρόμους της πόλης, από Βορρά προς Νότο καταλήγοντας την διοχέτευση των υδάτων τους στο ποτάμι. Πρόκειται για ρέματα επί της οδού Κρέσνας και επί της οδού Καραμανλή. Το τρίτο, επί της οδού Σαρανταπόρου έχει έντονη υδάτινη ροή ακόμα και σήμερα, δικαιολογώντας την ύπαρξη ξύλινων γεφυριών, όπως πληροφορούμαστε από προφορικές μαρτυρίες, που πλέον δεν διασώζονται.
Λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής θέσης της σημερινής πόλης, δηλαδή στη χοάνη που σχηματίζουν τα χαμηλά βουνά και οι λόφοι που κατεβαίνουν από τις διακλαδώσεις και καταλήγουν με τα νερά τους στο ποτάμι που διατρέχει τον αστικό ιστό οι επιστήμονες συμπεραίνουν ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών, η μεγαλύτερη συγκέντρωση κεραμικής εντοπίστηκε στη γειτονιά που είναι παραδοσιακά γνωστή ως «τσουκαλάδικα» ή «σταμνάδικα», γνωστή για τις δραστηριότητες των πηλοπλαστών. Επί Τουρκοκρατίας τους είχε παραχωρηθεί με κιτάπι χωράφι 40 στρεμμάτων, επειδή αποτελούσαν μια ανθούσα οικονομική μονάδα. Πηλό προμηθεύονταν και από το χωριό Αρμενοχώρι σε μια περιοχή ακριβώς απέναντι από τον προϊστορικό οικισμό, όπου τα τελευταία κεραμεία λειτούργησαν έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Τα περισσότερα αγγεία διακοσμούνταν από το στόμιο έως το ύψος των λαβών με υάλωμα και η διακόσμησή τους αποτελείται κυρίως από φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα, συχνότερα αποδοσμένα με λευκό ή πράσινο χρώμα και αποτελούσαν έργα ως επί το πλείστον του 19ου και 20ου αι.

Η οργάνωση της πόλης και ο αρχαιολογικός ορίζοντας της ευρύτερης περιοχής
Τα δύο έργα προσέφεραν τη δυνατότητα στους επιστήμονες να διερευνήσουν την ευρύτερη περιοχή μέσα σε ένα ευρύ χρονικό φάσμα και να κατανοήσουν βαθύτερα τόσο την οργάνωση της πόλης τους δύο τελευταίους αιώνες, όσο και τον αρχαιολογικό ορίζοντα της ευρύτερης περιοχής.
Στη μία περίπτωση, μπόρεσαν να κατανοήσουν, πιο συγκεκριμένα, τη σημασία των υδάτων για τη σημερινή πόλη, αλλά και τον τρόπο που αυτά διαχειρίστηκαν προς όφελος του τοπικού πληθυσμού, καθώς τα ύδατα της πόλης υπήρξαν από τη μία ζωτικής σημασίας για την καθημερινότητα, από την άλλη έχριζαν διαχείρισης για την αποφυγή υγειονομικών προβλημάτων. Ενδιαφέρουσα υπήρξε δε η περαιτέρω κατανόηση της τοπικής καθημερινότητας μέσω της κεραμικής.
Από την άλλη, με το Αρδευτικό Δίκτυο του Παρορίου, με τα δεδομένα που συλλέχθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια οι αρχαιολόγοι υποθέτουν πως στον κάμπο των Κλεινών φαίνεται πως απλώνεται η «κώμη» στην οποίαν είχε αναφερθεί ο Κεραμόπουλος με την διαπίστωση, βάσει των νέων δεδομένων, και με την έκταση ενός «πολίσματος» περισσότερο εκτός των τειχών.
Η σημασία του οικισμού αυτού γίνεται ακόμα πιο αισθητή, δεδομένου ότι βρίσκεται ανάμεσα σε μεγάλα κέντρα της εποχής, ήτοι την αρχαία Ηράκλεια και την Ελληνιστική πόλη της Φλώρινας. Υπενθυμίζεται, επίσης, η αέναη προνομιούχος στρατηγική της θέση, έχοντας στη διάθεσή της, την επιτήρηση της εύφορης πεδιάδας, η αξιοποίηση της οποίας, όπως είναι φυσικό, θα εξασφάλιζε την κάλυψη των βασικών αναγκών ενός γεωργοκτηνοτροφικού πληθυσμού. Η θέση της, ακόμη, επέτρεπε την επιτήρηση και της διάβασης προς τα δυτικά, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Βαρνούντα. που οδηγεί στην πεδιάδα των λιμνών της Πρέσπας και την Ορεστίδα και έλεγχο της «Εγνατίας οδού» που την διέσχιζε από Βορρά προς Νότο. Δεν είναι τυχαία, εξάλλου, και η μετέπειτα επιλογή κοντινής θέσης για την κατασκευή φρουρίου, σύμφωνα με τη διενέργεια του μεγάλου προγράμματος οχυρώσεων του Ιουστινιανού.
«Οι δυσκολίες που έχριζαν αντιμετώπισης κατά τη διάρκεια των εργασιών δεν ήταν λίγες: από την μία, το γεωμορφολογικό τοπίο της περιοχής μεταβάλλεται συνεχώς λόγω των -έως και σήμερα- υδάτινων ροών (χείμαρροι, ρυάκια, ποτάμια) που πηγάζουν από τα γειτνιάζοντα όρη, με αποτέλεσμα πολλές φορές το αρχαιολογικό υλικό να εντοπίζεται αναμοχλευμένο και διαταραγμένο, με ευρήματα να εντοπίζονται σήμερα ακόμη και σε στρώματα από ποταμίσια άμμο. Από την άλλη, η αδυναμία της επέκτασης του εκάστοτε σκάμματος από τις προσκείμενες ιδιωτικές γεωργικές ιδιοκτησίες μας περιόρισε σε σημεία που πιθανώς να διαφώτιζαν περαιτέρω την έρευνα», τονίζει στη «ΜτΚ» η υπεύθυνη των έργων Ιωάννα Τσιόκανου, αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φλώρινας, με την ομάδα των αρχαιολόγων του Παρορίου Παντελή Κύρκο, Αγγελική Χαλκιά και του Φυσικού αερίου Φλώρινας με τους Βασιλική Κυριακού και Άγγελο Μπαντίκη.
Οι εργασίες των δύο έργων βρίσκονται σε εξέλιξη, με την έκδηλη προσμονή πως η «αρχαιολογία της κλειδαρότρυπας» που συνοδεύει τα μεγάλα δημόσια έργα θα προσφέρει ακόμα μεγαλύτερες αποκαλύψεις.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 25.05.2025
Πηγή: emakedonia.gr