Η δηλητηριασμένη απόπειρα
Όπως όλα τα αστυνομικά διηγήματα έτσι και αυτό αρχίζει μια βροχερή μέρα… ένα συννεφιασμένο και υγρό πρωινό. Χτυπάει το τηλέφωνο επίμονα. Το σηκώνει ο βοηθός, τρέχει γρήγορα στο γραφείο του ντεντέκτιβ, από τη βιασύνη του πέφτουν τα χαρτιά… Δεν κάνει τον κόπο να τα σηκώσει. Ανοίγει απότομα την πόρτα και πριν προλάβει να μιλήσει ακούγεται η κρύα και σοβαρή φωνή του πιο διάσημου και τρομερού ντεντέκτιβ της πόλης να λέει:
– Είναι επείγον;
– Ε όχι, δηλαδή ναι, δηλαδή… απαντάει με τρεμάμενη φωνή ο βοηθός.
– Ποιος είναι ο εκλιπών λοιπόν αυτή τη φορά;
– Δεν είναι, δηλαδή δεν υπάρχει…
– Δεν υπάρχει πτώμα; Απαντάει ξαφνιασμένος ο ντεντέκτιβ. Πρόκειται για ληστεία Ιούλιε;
– Όχι, όχι ληστεία κύριε…
– Αλλά Ιούλιε;
– Α ααα….. ξεκίνησε να τραυλίζει ο Ιούλιος και να ανασαίνει γρήγορα…
– Ιούλιε… τι έχουμε πει; Η καθυστέρηση φέρνει αργοπορία και η αργοπορία… βοηθάει τον δολοφόνο να δραπετεύσει. Θέλουμε εμείς Ιούλιε ο δολοφόνος να δραπετεύσει;
– Όχι κύριε, απάντησε με δυσκολία και βάζοντας όλο του το θάρρος είπε με μια φωνή, με μια ψυχή, με ένα φύσημα: Είναι απόπειρα δολοφονίας κύριε!
– Απόπειρα; Αναφώνησε ξαφνιασμένος ο ντεντέκτιβ. Απόπειρα… και συνέχισε μουρμουρώντας να λέει… όχι πτώμα, όχι δολοφόνος, ένα αποτυχημένο σχέδιο, ένας άνθρωπος που αυτή τη στιγμή κυκλοφορεί ελεύθερος και μόλις απέτυχε να επιτύχει το αποτρόπαιο…
– Κύριε ξέρετε… θέλουν εσείς να αναλάβετε την υπόθεση…
– Ιούλιε, φέρε το καπέλο μου, δώσε μου την αναφορά της υπόθεσης, πάμε να κυνηγήσουμε φαντάσματα!
Έτσι ξεκινάει η ιστορία, η αναζήτηση… και η πρώτη στάση είναι η συνάντηση με το θύμα, τον παραλίγο νεκρό, το παραλίγο πτώμα της υπόθεσης που έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να μιλάει… ή ίσως είναι ευχή και κατάρα αυτό στην εξιχνίαση εγκλημάτων; Μπαίνουν στο νοσοκομείο, συστήνονται και ξεκινάει η ανάκριση…
– Λοιπόν κύριε Μπεν, με βάση τα λεγόμενα σας είστε χήρος δέκα χρόνια τώρα, ζείτε μόνο σας στην έπαυλή σας με τρία άτομα ως υπηρετικόν προσωπικόν και έχετε στην κατοχή σας μια μεγάλη περιούσια που λίγοι γνωρίζουν για αυτήν. Λέει ο ντεντέκτιβ σβήνοντας και ξαναγράφοντας ένα σημείο στο τετραδιάκι του.
– Μάλιστα κύριε, έτσι είναι, απαντάει ο κύριος Μπεν με τη γέρική του φωνή.
– Σύμφωνα με τα λεγόμενά σας χθες σηκωθήκατε το πρωί και όπως κάθε πρωί έτσι και χθες πήγατε να πιείτε το τσάι σας στο μπαλκόνι. Μετά από μισή ώρα σας έπιασε ζαλάδα και χάσατε τις αισθήσεις σας. Οι γιατροί είπαν ότι γλιτώσατε στο παρά πέντε και ότι ανιχνεύθηκε δηλητήριο στο σώμα σας. Τα λέω σωστά κύριε Μπεν;
– Ναι, ακριβώς έτσι, αυτός ο Έντουαρτ φταίει, αυτός, αυτός θέλει να με φάει και να μου πάρει όλα τα λεφτά! Να τον συλλάβετε αμέσως τον άτιμο! Είπε ο κύριος Μπεν και ξεκίνησε να ωρύεται και να ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια.
– Ποιος είναι ο Έντουαρτ; Ηρεμήστε και πείτε μου παρακαλώ… λέει ο ντεντέκτιβ προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.
– Ο μοχθηρός μάγειράς μου, αυτός αστυνόμε μου, αυτός…
– Ωραία, ηρεμήστε και να είστε σίγουρος ότι θα τον πιάσουμε, το έγκλημα πάντα πατάσσεται και καμία υπόθεσή μου δεν έμεινε ποτέ άλυτη! Και δεν θα μείνει… σας δίνω τον λόγο μου. Και ολοκληρώνοντας τη φράση του βγαίνει από το δωμάτιο.
Η συνέχεια είναι γνωστή, καλεί τον βοηθό και τα κεντρικά να πιάσουν τον μοχθηρό μάγειρα… Ξεκινάει το ανθρωποκυνηγητό και ευτυχώς τον πιάνουν πριν προλάβει να ανέβει στο τρένο και να το σκάσει από την πόλη. Η ανάκριση σκληρή και ο ντεντέκτιβ αμείλικτος. Είναι ολοφάνερο, ο μάγειρας και το τσάι που του το έκανε αυτός, φεύγει να το σκάσει, εύκολη υπόθεση.
– Λοιπόν κύριε Έντουαρτ φτάνει με τα ψέματά σας, ομολογήστε επιτέλους.
– Μα σας λέω κύριε αστυνόμε, δεν το έκανα εγώ, ο κύριος Μπεν έχει άνοια, φαντάζεται πράγματα, με έχει μπλέξει άδικα σε όλο αυτό! Δεν ξέρω ποιος έριξε το δηλητήριο στο τσάι, εγώ, εγώ το έφτιαξα όπως κάθε πρωί και το έδωσα στην καμαριέρα να το πάει στο τραπέζι, αυτή η ύπουλη κάτι θα έριξε… ναι αυτή, αυτή λιμπίζεται τα λεφτά του κύριου Μπεν, μας το είπε ξεκάθαρα σας λέω, είμαι αθώος… και ξεκίνησε να κλαίει γοερά.
– Τότε γιατί σας κατηγορεί ο κύριος Μπεν, ήσασταν ο πρώτος που κατονόμασε… και γιατί τρέχατε να ξεφύγετε; Λέει θυμωμένος ο ντεντέκτιβ.
– Ο κύριος Μπεν έχει άνοια, όλη στην πόλη το ξέρουν, τις προάλλες νόμιζε ότι είμαι ο γιος του, ενώ ήταν άτεκνος! Μα φυσικό δεν είναι να τρέχω, εμένα θα κατηγορούσε, φοβήθηκα… είπε με παράπονο ο Έντουαρτ. Ένας μεσήλικας, με μειλίχια χαρακτηριστικά που όντως μόνο δολοφόνος δεν θα μπορούσε να ήταν, παρά ένας καημένος ανθρωπάκος.
– Μάλιστα, εντάξει μην κλαίτε άλλο. Πείτε μου πώς λέγεται η καμαριέρα;
– Βεατρίκη, αυτή, αυτή φταίει, το έλεγε η άτιμη ότι θα τον φάει… αχ πήγε να τον σκοτώσει η ξεδιάντροπη!
– Μην κλαίτε, το μυστήριο θα λυθεί, έως τότε, είστε υπό κράτηση, καθώς δεν παύεται να είστε ο νούμερο ένα ύποπτος! Είπε και έκλεισε την πόρτα δυνατά. Ιούλιε, νομίζω ότι αυτή η υπόθεση είναι πιο δύσκολη από ό, τι νόμιζα. Τα πράγματα περιπλέκονται πολύ, βρες αυτή την καμαριέρα και φέρε την για ανάκριση… και ας ελπίσουμε να το έκανε αυτή!
– Μάλιστα κύριε, τρέχω, μείνετε ήσυχος. Είπε ο φουκαράς ο Ιούλιος, που αν το σκεφτεί κανείς μετά από την έναρξη της υπόθεσης όλο τρέχει.
Τρέχει ο Ιούλιος, βρίσκει στην έπαυλη την καμαριέρα, τη συλλαμβάνει μετά την μεγαλειώδη αντίστασή της και την οδηγεί στο δωμάτιο της πίεσης, των πιο μεγάλων ψεμάτων και των πιο μεγάλων αληθειών, στο δωμάτιο ανάκρισης. Με συνοπτικές διαδικασίες έγινε το στρίμωγμα και η προσπάθεια του ντεντέκτιβ να βρει άκρη ήταν άκαρπη. Η γυναικεία φύση με τη πονηριά και τους περίπλοκους εγκεφαλικούς συλλογισμούς, καθώς και μέσα από διπλωματικές απαντήσεις έπειθε περισσότερο ότι ήταν αθώα παρά ο ένοχος αυτής εδώ της ιστορίας.
– Μου λέτε δηλαδή κυρία μου ότι πήγατε το τσάι και ρίξατε μόνο τη ζάχαρη όπως κάνατε κάθε μέρα, εφόσον έτσι σας είχε διατάξει ο κύριος Μπεν να κάνετε… είπε ο ντεντέκτιβ εξουθενωμένος.
– Μα σας το είπα εκατό φορές, είμαι αθώα, έριξα τη ζάχαρη που ήταν στο μικρό ποτήρι δίπλα στο ποτήρι του τσαγιού. Είπε αγανακτισμένη η Βεατρίκη.
– Ναι αλλά είπατε ότι θα του φάτε τα χρήματα!
– Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο, ο μάγειρας είναι συκοφάντης! Αχ τι κατάσταση είναι αυτή, να δουλεύουμε για να επιβιώσουμε με αξιοπρέπεια και να μας βγάζουν για δολοφόνους. Θέλετε να βρείτε τον εγκληματία; Να ψάξετε τον κηπουρό, εκείνος φταίει! Είμαι σίγουρη, τον είδα να περνάει από το μπαλκόνι και να ρίχνει κάτι στο τσάι του καημένου κυρίου Μπεν…
– Ναι αλλά εμείς βρήκαμε στο δωμάτιό σας το κλειδί που ανοίγει το χρηματοκιβώτιο του κυρίου Μπεν, αυτό πώς το εξηγείτε;
– Εκείνος ο κηπουρός σας λέω φταίει… εκείνος είχε φέρει κάτι περίεργα φυτά τις προάλλες… από αυτά σίγουρα έφτιαξε το δηλητήριο… να ψάξετε στην αποθήκη, αυτός θα έβαλε και το κλειδί για να με ενοχοποιήσει γιατί ποτέ του δεν αποδέχθηκε ότι τον απέρριψα! Είπε χωρίς ανάσα η Βεατρίκη, στην προσπάθειά της να δείξει ότι είναι αθώα.
– Ο ντεντέκτιβ ίδρωσε, βγήκε από το δωμάτιο ζορισμένος… όλα μπερδεμένα… Ζήτησε να βρουν και να φέρουν τον κηπουρό και να ψάξουν στην αποθήκη. Ήταν απογοητευμένος, ακόμα άκρη δεν είχε βρει. Είχε μια κρυφή ελπίδα ότι ο κηπουρός θα ήταν και ο ένοχος.
– Λοιπόν, ομολόγησε, εσύ το έκανες, έτσι δεν είναι; Είπε θυμωμένα ο αστυνομικός στον κηπουρό μόλις τον έφεραν μπροστά του.
– Και γιατί να το έκανα, επειδή αυτή σας είπε ότι το έκανα εγώ; Ψέματα λέει γιατί μου κρατάει κακία επειδή την απέρριψα, δεν έριξα τίποτα, είμαι αθώος, στο κάτω κάτω εγώ έλειπα στο πίσω μέρος της αυλής και τσάπιζα στον κήπο, ουδέποτε δεν πλησίασα στο μπαλκόνι.
– Δηλαδή ισχυρίζεσαι ότι είσαι αθώος; Και πώς εξηγείς το γεγονός ότι βρέθηκε το περίεργο φυτό από το οποίο φτιάχτηκε το δηλητήριο στην αποθήκη στην οποία είχες πρόσβαση μόνο εσύ; Του απάντησε με ειρωνικό ύφος ο αστυνομικός κοιτώντας θριαμβευτικά τον Ιούλιο που είχε βρει το φυτό στην αποθήκη.
– Αυτή το έβαλε, η Βεατρίκη, που ντρέπομαι και λέω το όνομά της, να μην σας πω ότι και ο μάγειρας είναι στο κόλπο… αυτοί οι δύο είχαν περίεργη συμπεριφορά τον τελευταίο καιρό. Είπε ο κηπουρός με έντρομη φωνή.
– Δηλαδή τι εξήγηση έχεις να δώσεις για την απόπειρα δολοφονίας του αφεντικού σου;
– Ένα θα σας πω, αν δεν το έκαναν αυτοί οι δύο προδότες το έκανε ο φίλος του ο Μαξ. Τον μισούσε πολύ. Σίγουρα θα το οργάνωσε και την ώρα που δεν θα κοιτούσε κανείς μας θα έκανε τη βρωμοδουλειά και μετά προσπαθεί να ρίξει το βάρος σε εμάς για να γλιτώσει αυτός. Είχε πει ότι θα τον εκδικούνταν και από τον τάφο του, λέει ο κηπουρός.
– Πού μπορώ να τον βρω γιατί από ότι βλέπω έχουμε και τέταρτο ύποπτο εκτός σπιτιού! Είπε σκεπτικός ο ντεντέκτιβ.
– Στα κοιμητήρια του Αγίου Νικολάου.
– Ωραία θα στείλω άτομα να τον βρουν και να το φέρουν, ας ελπίσουμε να είναι ο ένοχος και να τη γλιτώσετε!
– Χαχαχα μα δεν θα μπορείς να τον ανακρίνεις, μέσα στον τάφο είναι ο άνθρωπος… δεν μιλάει εδώ και ένα χρόνο πια… είπε χασκογελώντας.
– Τι; Δηλαδή μου λες ότι ένας πεθαμένος το ενορχήστρωσε όλο αυτό; Είσαι τρελός; Θες να με πεθάνεις; Αχ θα τρελαθώ… Ιούλιε, Ιούλιε, φέρε μου νερό, δεν αισθάνομαι καλά, είπε έχοντας κοκκινήσει ολόκληρος.
Πέρασαν τρεις μέρες. Μέσα σε αυτές τις μέρες βρέθηκε στο γραφείο του κυρίου Μπεν (ο καημένος ο Ιούλιος το βρήκε και αυτό) το περίφημο γράμμα του Μαξ που όντως μιλούσε για εκδίκηση μετά θάνατον με δηλητήριο. Ο ντεντέκτιβ είχε απελπιστεί, δεν ήξερε τι να πιστέψει, το έκανε ο μάγειρας φτιάχνοντας το τσάι; Το έκανε η Βεατρίκη βάζοντας τη ζάχαρη; Το έκανε ο κηπουρός με το περίεργο φυτό που βρέθηκε στην αποθήκη; Το έκανε ένας πεθαμένος με συνεργούς εν ζωή που δεν θα βρεθούν ποτέ; Το έκαναν όλοι μαζί; Ή μήπως όλοι είναι αθώοι; Μήπως το έκανε ο ίδιος ο κύριος Μπεν λόγω της άνοιάς του; Όλοι ύποπτοι, όλοι με κίνητρο, όλα θολά και χωρίς αποδείξεις, μονάχα λόγια. Αλήθεια, μόνο καταθέσεις και διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας να υπάρχουν σε εκείνη την εποχή στην Αγγλία, χωρίς την προηγμένη τεχνολογία που έχουμε σήμερα στην εξιχνίαση των εγκλημάτων. Ίσως να ήταν η πρώτη του άλυτη υπόθεση, το τέρμα της καριέρας του, η πτώση της φήμης του. Το τέλος.
…
Τα χρόνια πέρασαν, η υπόθεση όντως έμεινε άλυτη. Ο ντεντέκτιβ, του οποίου το όνομα θα παραμείνει μυστήριο σε αυτή την ιστορία, έφυγε από την υπηρεσία και έζησε ως απλός χωρικός, με μία κατεστραμμένη φήμη και με μία άλυτη υπόθεση να τον βαραίνει. Η αποτυχία να ανακαλύψει τον ένοχο του στέρησε τη φήμη και τη δουλειά του. Κανείς πια στην υπηρεσία δεν τον ήθελε. Παράλληλα, ο κύριος Μπεν δεν δέχθηκε ξανά επίθεση και έζησε ήσυχα με τους ίδιους τρεις ανθρώπους χωρίς να γίνει ξανά κάποια απόπειρα… Περίεργο δεν φαίνεται; Ο Ιούλιος έμεινε στην υπηρεσία και από βοηθός έγινε ο πιο διάσημος ντεντέκτιβ πλέον όχι μόνο σε όλη την πόλη αλλά και έξω από τα σύνορα της χώρας.
Το μυστήριο μπορεί να μην λύθηκε ποτέ, αλλά αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώσει… έτσι ο ντεντέκτιβ μας ένα πρωινό που άνοιγε και διάβαζε στο μπαλκόνι του σπιτιού του την αλληλογραφία, βρήκε απρόσμενα και ένα γράμμα από τον αγαπημένο του βοηθό Ιούλιο με τον οποίο είχε να μιλήσει χρόνια… Αμέσως το άνοιξε και άρχισε να το διαβάζει… Καθώς διάβαζε έμεινε έκπληκτος και σχεδόν έχασε την αναπνοή του, σοκαρίστηκε τόσο πολύ που παραλίγο να πέσει λιπόθυμος… Η γυναίκα του άρπαξε το γράμμα να δει τι λέει και έχει αναστατώσει τόσο πολύ τον άντρα της. Το γράμμα έγραφε τα εξής:
Αγαπητέ μου πρώην ντεντέκτιβ,
Επειδή βιάζομαι, καθώς όπως μου έλεγες η αργοπορία βοηθάει τον δολοφόνο να δραπετεύσει, θα σου πω συνοπτικά κάτι, καθώς νομίζω ήρθε η ώρα να αναστατωθείς λίγο και εσύ, καθώς τόσα χρόνια με είχες να τρέχω για εσένα και με απαξίωνες με κάθε ευκαιρία. Μάντεψε, του κυρίου Μπεν την υπόθεση την έλυσα από τότε, ξέρω ποιος έκανε την απόπειρα αλλά δεν σου είπα ποτέ για να πάρω τη θέση σου και να καταστρέψω την καριέρα σου. Και μάντεψε ούτε τώρα δεν πρόκειται να σου αποκαλύψω… θα μείνεις για πάντα με την απορία… Με είχες να τρέχω και εσύ μόνο να ανακρίνεις, έτσι είδα και άκουσα για εκείνη την υπόθεση πιο πολλά από εσένα και βρήκα τη λύση, ένωσα τα κομμάτια, βρήκα τη λογική σε εκείνη την απόπειρα. Να ξέρεις ότι το έγκλημα δεν λύνεται από τη ζεστασιά του γραφείου, αλλά κυνηγώντας κυριολεκτικά τα φαντάσματα έξω στους δρόμους. Αντίο φίλε μου. Δεν θα σου ξαναγράψω.
Με εκτίμηση,
Ο πλέον διασημότερος ντεντέκτιβ Ιούλιος Ρόουζ.
Η γυναίκα του φρίκαρε και κοίταξε τον άντρα της που κοιτούσε δακρυσμένος τα δύο τους κοκόρια στην αυλή να μαλώνουν… να μάχονται, μέχρι να επιβιώσει ένας από τους δύο στο κοπάδι…
Λέντσε
το παρόν έργο ανήκει στον δημιουργό του και διαθέτει πνευματικά δικαιώματα