Το πολύτιμο κοχύλι
– Παππού ποιοι είναι αυτοί στη φωτογραφία;
– Πού τη βρήκες αυτήν τη φωτογραφία μικρέ μου κατεργάρη;
– Εμ … τώρα που είσαι στο νοσοκομείο… μέχρι η μαμά να σου φέρει τα πράγματα… να εγώ… λίγο…
– Αχ! Κατεργάρη! Άμα σε πιάσω χιχιχι…
– Έλα τώρα παππούκα πες μου ποιοι είναι αυτοί στη φωτογραφία;
– Τρεις φίλοι…
– Ήταν φίλοι σου από το χωριό που μεγάλωσες; Και τώρα πού είναι;
– Ναι φίλοι… Δεν ξέρω, θα ήθελα να ξέρω πού είναι άραγε… κυρίως αυτός με το ψάθινο καπέλο… αχ τι μου θύμησες… Ναι, τώρα που είμαι άρρωστος… καλά θα ήτανε τα ξέρω αυτοί οι φίλοι τι κάνουν…
– Παππού φτάνει! Δεν θα πεθάνεις! Είπαμε… είσαι ο καλύτερος παππούς του κόσμου, έσωσες έναν άνθρωπο όταν έπιασε φωτιά το νοσοκομείο, σε βράβευσαν τότε σαν ήρωα! Οι ήρωες ποτέ δεν πεθαίνουν και δεν ξεχνιούνται… η μαμά το λέει…
– Χαχαχα ήρωες! Θέλεις να ακούσεις μία ιστορία για ήρωες; Που όπως λες δεν πεθαίνουν και κυρίως δεν ξεχνιούνται;
– Ναι, ναι! Μου αρέσουν οι ιστορίες σου παππούλη μου!
– Βλέπεις στη φωτογραφία αυτόν με το ψάθινο καπέλο;
– Ναι…
– Βλέπεις που η τσέπη του παντελονιού του λίγο φουσκώνει;
– Ναι, ναι!
– Κοχύλι έχει… πολύτιμο… που μόνο ένας ήρωας θα μπορούσε να βρει…
– Ποιος ήρωας;
– Αυτός με το ψάθινο καπέλο βρε!
– Α! Ένας ήρωας…
– Άκου τώρα μικρέ την ιστορία αυτού του κοχυλιού…
– Παππού! Παππού! βήξε και άλλο, να πάρε αυτό το χαρτομάντιλο!
– Ευχαριστώ μικρέ μου, βλέπεις ο παππούς βήχει λίγο παραπάνω αυτές τις μέρες… Λοιπόν… Ας συνεχίσουμε τώρα… ήταν καλοκαίρι του 1960 όταν αυτός ο άσημος νεαρός βρήκε το κοχύλι τυχαία, καθώς ψάρευε στη θάλασσα… Ένιωσε χαρά και ενθουσιασμό! «Κοίτα, ένα κοχύλι, πολύτιμο!»…Ένας αγροίκος βρήκε κάτι τόσο πολύτιμο… Και αμέσως…
– Παππού πώς ήταν το κοχύλι; Πώς κατάλαβε ότι ήταν πολύτιμο;
– Σιώπα μικρέ και άκου τώρα την ιστορία… ήταν πολύτιμο βέβαια, πολύτιμο ήταν φυσικά! Και αμέσως στην ανθρώπινη φύση ξύπνησε η απληστία… Σκέψεις πέρασαν ακαριαία από το μυαλό του, ερωτήματα έπεσαν βροχή «να το πουλήσω; Πόσα λεφτά θα βγάλω; Θα γίνω πλούσιος; Να το κρύψω να μην το δει κανένας!» Σκέψεις, συνομωσίες, σενάρια που δεν μπορεί κανένας να σταματήσει και να σβήσει από το μυαλό και την καρδιά… Ή μάλλον ένας μπορεί… μόνος ένας, μόνο εκείνος… ο έρωτας… Βλέπεις αυτός με το ψάθινο καπέλο αγαπούσε μία… κάποια αγαπούσε τότε και αυτός… ο έρημος… να την κοπέλα στη μέση της φωτογραφίας… και αμέσως πέταξε η απληστία και γέμισε το μυαλό του η αυθόρμητη, η καρδιακή ιδέα να της το δώσει… στην πολύτιμη το πολύτιμο…! Για να κερδίσει την καρδιά της, να την εντυπωσιάσει, να τον ξεχωρίσει και αυτόν για άντρα της ζωής της να επιλέξει… Βλέπεις τα λόγια ποτέ μόνα τους δεν έπεισαν μία γυναικεία καρδιά… ο ανταγωνισμός μεγάλος, ο χρόνος λιγοστεύει, οι μνηστήρες πολλαπλασιάζονται με την ώρα και ένας νικητής… Αχ την ίδια μέρα έτρεξε να της το δώσει… Πήδηξε στη θάλασσα από τη βάρκα, κολύμπησε ως το λιμανάκι, έτρεξε στο σοκάκι και έφτασε στο σπιτάκι της, στο κοχυλάκι της, στη δική του αγάπη, στο δικό του πολύτιμο κοχύλι…
– Και τι έγινε παππού;
– Εσύ τι λες να έγινε;
– Της το έδωσε παντρεύτηκαν και ζήσανε ευτυχισμένοι… ω παππού… αυτή είναι η ιστορία… αυτή είναι για τα κορίτσια…
– Χαχαχα όχι μικρέ χαχαχαχα….
– Τι γελάς παππού; Η ιστορία είναι για κοριτσάκια…
– Άκου μικρέ άκου, με κάνεις και γελάω και δεν μπορώ να συνεχίσω… Λοιπόν… Της χτύπησε την πόρτα, έσκυψε, της το έδωσε, έκανε και την ερωτική του εξομολόγηση και περίμενε την απάντηση της… Εκείνη του κράτησε απλά τα χέρια ήρεμα, τον ευχαρίστησε και του είπε κοιτώντας κάτω στο χώμα ότι δεν μπορεί να δεχτεί ούτε την καρδιά ούτε το κοχύλι γιατί αγαπάει άλλον… Να ο άλλος νεαρός της φωτογραφίας, με τη γραβάτα… Εκείνος βλέπεις ήταν μορφωμένος, καλό παιδί, ήταν καλός… αλήθεια, ήταν καλός… Πικράθηκε στο άκουσμα, σκοτείνιασε η καρδιά του, όχι μόνο γιατί δεν τον επέλεξε η κοπέλα, αλλά γιατί ο καλύτερός του φίλος του την πήρε…. Αυτό τον πόνεσε αρκετά, πέτρωσε η καρδιά και κάηκε η φιλία… Ούτε ο έρωτας ούτε το πολύτιμο κοχύλι μπόρεσε να του μαλακώσει τη ραγισμένη καρδιά… και ο αρχικός ενθουσιασμός τώρα μετατράπηκε σε ζήλεια και κακία… Να βλέπεις πόσο σοβαρός είναι στη φωτογραφία; Κεραυνοί άστραψαν στα βάθη της ψυχής του, αλλοίωσαν τη σκέψη του και άλλαξαν για πάντα την πορεία της ιστορίας του… Με άλλα λόγια ο ήρωας που βρήκε ένα πολύτιμο κοχύλι έγινε ο κακός της ιστορίας μας…
– Και τι έκανε παππού αυτός ο άτιμος;
– Αυτός ο άτιμος μικρέ, και δίκιο έχεις να αγαναχτείς, πήγε να κλέψει κάτι που δεν του ανήκε… Πήγε να καταστρέψει την ευτυχία τους γιατί ήταν εις βάρος του, γιατί αυτός έπρεπε να ήταν, γιατί αυτός βρήκε το κοχύλι… Να πως αρχίζει και συνωμοτεί, στήνει παγίδα, δολοπλοκεί, πράγματα ανήκουστα και όμως δυνατά για έναν κακό άνθρωπο, για μια ραγισμένη καρδιά, για μια αδύναμη ψυχή… Έστειλε που λες τον καλύτερό του φίλο στη φυλακή, τον παρουσίασε σαν κλέφτη του κοχυλιού του… Και όλος χαρά πηγαίνει πάλι στο σπιτάκι της κοπέλας, μόνο που τώρα δεν τρέχει στα σοκάκια, δεν ξεσχίζει τα κύματα με ενθουσιασμό, απλά προχωράει με μια καρδιά κενή, με μια ματιά θολή, με έναν καημό… Η δεύτερη απόρριψη ήρθε σαν σεισμός… για δεύτερη φορά το κοχύλι δεν συγκίνησε την καρδιά της… Σοκαρισμένος κάθεται πάνω σε μια πέτρα και κοιτάει το κοχύλι, «τι άχρηστο που είναι τελικά»… σκέπτεται, και αποφασίζει να ακολουθήσει άλλη τακτική… δουλεύει σκληρά, μορφώνεται, προσπαθεί να μοιάσει με τον αγαπητικό της, τον μιμείται, επειδή είχε την ψευδαίσθηση ότι αν ομοίαζε με εκείνον θα τον επέλεγε η κοπέλα που αγαπούσε… Αλλά ξέρεις μικρέ, δύο καρδιές που μέλει να είναι μαζί δεν χωρίζουν τόσο εύκολα, κάπου κάποτε θα ξαναβρεθούνε, αυτή είναι η μοίρα τους, να συμπληρώσει η μία την άλλη…
– Δηλαδή παππού;
– Οι καρδιές των ερωτευμένων βρέθηκαν πάλι και αυτή τη φορά ακολούθησε και γάμος, γιατί η αλήθεια κάποια στιγμή έρχεται στο φως… Ηττημένος πλέον και ντροπιασμένος μετά την αποκάλυψη της σκευωρίας του, είδε την ευτυχία τους, μυρίστηκε τη χαρά τους και άκουσε την αγάπη τους… Δεν μπόρεσε βλέπεις να πάρει κάτι που ανήκε σε άλλον ούτε όταν ήταν κάλος ούτε όταν ήταν κακός… Αυτό όμως που έπληξε την καρδιά του πιο πολύ ήταν το βλέμμα της όταν τον κοίταξε για τελευταία φορά… ένα βλέμμα απογοήτευσης, ένα βλέμμα λύπησης… Συγκλονίστηκε όταν κατανόησε πόσο την είχε κάνει να κλάψει, πόσες μπόρες έφερε στη ζωή της και πόσο γρήγορα έχασε την ίδια για πάντα, το καλημέρα της, την παρέα της και τη συμπάθειά της… Κάθισε στην ακρογιαλιά και έκλαιγε γιατί έχασε την εκτίμησή της, τη φιλική της αγάπη, «καταραμένο κοχύλι» έχυνε δάκρυα και μονολογούσε.. «Εσύ τα ξεκίνησες όλα, εσύ μου έδωσες το θάρρος να τα κάνω όλα αυτά!». Αδιέξοδο, κενό, τύψεις και ενοχές, η γαλήνη άπιαστο όνειρο… ο χρόνος δεν κυλάει προς τα πίσω, οι πληγές δεν επουλώνονται… Και έτσι, έκανε αυτό που κάνουν όλοι όσοι βρίσκονταν στη θέση αυτή… φεύγουν, φεύγουν μακριά και αρχίζουν μία νέα ζωή, με μία νέα ταυτότητα, ψάχνοντας τον καλό τους εαυτό, με εκείνον θέλουν να ζήσουν πια…
– Παππού έκανε καινούργια ζωή αυτός ο αλήτης;
– Την έκανε ο άτιμος, έζησε τίμια και προχώρησε στη ζωή του…
– Και οι φίλοι του; Και το κοχύλι παππού;
– Εκείνοι έζησαν ευτυχισμένοι… Το κοχύλι τους το έδωσε βέβαια…
– Τι;
– Ναι, σαν συγγνώμη, και στους δύο αυτή τη φορά.
– Και το δέχθηκαν;
– Αυτή τη φορά μικρέ ναι… και ξέρεις πόση χαρά ένιωσε όταν εκείνη επιτέλους το κράτησε στα χέρια της; Επιτέλους το έκανε δικό της, πήρε το δώρο του…! Το δώρο μιας μετανοιωμένης ψυχής, μιας αδύναμης καρδιάς… Πήρε η πολύτιμη το πολύτιμο!
– Αλέξη πάμε ήρθαν να πάρουν στον παππού πίεση… πρέπει να βγούμε λίγο έξω…
– Καλά, έρχομαι… γεια παππού…
– Γεια σου μικρέ μου…
– Μαμά μην με τραβάς, εντάξει βγήκαμε από το δωμάτιο… Α! μαμά κοίτα! Ο παππούς μου είπε την ιστορία για αυτούς τους φίλους του… να εκείνος με το ψάθινο καπέλο ήταν κακός…
– Ποιος βρε; Αυτός με το ψάθινο καπέλο ο παππούς σου είναι…
…
Ο Αλέξης μεγάλωσε, και ακόμα και σήμερα δεν έχει ξεχάσει αυτήν τη μέρα… Την ημέρα που ο παππούς του του είπε την ιστορία, την ημέρα που η μαμά του του αποκάλυψε ποιος ήταν ο παππούς του, την ημέρα που έμαθε το ένοχο παρελθόν, όταν έμαθε για τον ήρωα παππού του ότι δεν ήταν ο κάλος της ιστορίας. Δεν ήταν μόνο ο άνθρωπος που έσωσε τον συνάνθρωπό του όταν πήρε φωτιά το νοσοκομείο, πράγμα για το οποίο καυχιόταν ως παιδί συνεχώς…. Είχε πλέον και κάτι να ντρέπεται για τον παππού του…. Γιατί να είναι αυτή η αλήθεια… γιατί του την είπε τότε ο παππούς; Δεν θα ήθελε να τη ξέρει, δεν θα ήθελε να ξέρει αυτήν την πλευρά, ήθελε ο αγαπημένος του παππούς να έμενε στη μνήμη του για πάντα όπως τον ήξερε, χωρίς ψεγάδια, έτσι ιδανικά…
Κάποτε επιχείρησε να επισκεφτεί εκείνους τους δύο φίλους, αλλά τίποτα δεν βρήκε, είχαν φύγει από τη ζωή, ούτε τα εγγόνια τους ήξεραν αυτήν την ιστορία… Φαίνεται εκείνοι δεν το μοιράστηκαν με τα εγγόνια τους… Ρώτησε και για το κοχύλι, κανείς δεν ήξερε τίποτα για αυτό… Ίσως τελικά να μην ήταν πολύτιμο, ίσως ο παππούς του λάθος πίστευε… Σβήνονται οι ιστορίες των παλαιών ανθρώπων, χάνουν την αξία τους και τα κοχύλια και οι υποσχέσεις… Ζουν στο παρελθόν, κάποτε έζησαν κάποια ζωή και εκείνοι, τώρα μόνο τα σβησμένα ονόματα και τα βουλιαγμένα μνήματα υπάρχουν για εμάς… τίποτε άλλο… Και οι ήρωες ξεχνιούνται…
Περνώντας τα χρόνια ο Αλέξης συγχώρησε τον παππού του που δεν ήταν ιδανικός… και ωριμάζοντας ρωτούσε πολλές φορές τον εαυτό του, άραγε ο παππούς υπήρξε κάποτε χαρούμενος, υπήρξε κάποτε πραγματικά ήρεμος; Πότε έζησε έστω και μια στιγμή ευτυχίας; Χωρίς να τον τυραννούν οι τύψεις; Ίσως ποτέ να μην υπήρξε; Ίσως όταν βρήκε αμέριμνος το κοχύλι, όταν γέμισε η καρδιά του με ενθουσιασμό, όταν αποφάσισε να το δώσει σε εκείνη, όταν βούτηξε στη θάλασσα και κολύμπησε ως την ακτή, όταν βρεγμένος αλλά συγκινημένος που βρήκε κάτι πολύτιμο, έτρεχε στα σοκάκια, όταν έφτασε λαχανιάζοντας σπίτι της, όταν με κομμένη την ανάσα τη φώναξε, όταν εκείνη βγήκε, όταν εκείνος γονάτισε… όταν ήταν ακόμα ο αγροίκος ψαράς με το ψάθινο καπέλο, απλά ένας από τους καλούς της ιστορίας… ένας άτιμος νεαρός που βρήκε ένα πολύτιμο κοχύλι…
Λέντσε
Το παρόν έργο διαθέτει πνευματικά δικαιώματα