Ο συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός «συναντά» στο τρένο για τη Φλώρινα τον Θόδωρο Αγγελόπουλο
Oι γραμμές των τρένων βοηθάνε το χάος να στοιχίζεται πίσω απ’ τη σιγουριά του χάρτη. Θα μου πεις «χάος», ακούγεται λίγο υπερβολικό. Ας το πούμε αταξία θυμικού και νόησης, επειδή τι άλλο υπάρχει στην ψυχή ενός ταξιδιώτη πέρα από μια Βαβέλ; Νέες εικόνες, νεότατες, να κυλάν έξω απ’ τα παράθυρα, αδημονία για άγνωστους τόπους, προσδοκίες μιας σύντομης ευτυχίας, λαχτάρα και άγχος, το μούδιασμα του αγνώστου, εισιτήρια, η ηδονή να μεταφέρεσαι αλλού, τα μόνιτορ των αεροδρομίων, ένα βιβλίο στον σάκο…
Όπως κοίταζα τα σταθμευμένα τρένα στις γραμμές, το αποφάσισα: μία από αυτές τις μέρες θα το κάνω! Συμβουλεύτηκα, μάλιστα, κι έναν δικό μου μετρητή νοσταλγίας, που είχα πρόσφατα επινοήσει. Θεσσαλονίκη-Φλώρινα με τρένο, πόσος καιρός να πέρασε από τότε; Καθώς χάζευα, αντιλήφθηκα πως ήταν η ίδια αυτοκινητάμαξα των φοιτητικών μας χρόνων, μόνο που τώρα ήταν αξιοθρήνητη, γεμάτη γκράφιτι. λίφτινγκ κι αυτό να σου πετύχει.
Ανέβηκα αξημέρωτα στο πρώτο δρομολόγιο. Ήμασταν μετρημένοι άνθρωποι, καθημερινή βλέπεις, ένα πρωινό μισοσκότεινο, με ψιχάλα. Ο μακεδονικός κάμπος ήταν βουτηγμένος στην ομίχλη, ποτάμια, σιδερένιες γέφυρες, χωριά έτοιμα να τρυπώσουν σε μια παιδική ζωγραφιά.
Όλη αυτή την ώρα τον κοιτούσα λοξά. Δεν τον αναγνώρισα από την αρχή, του έμοιαζε βέβαια, όμως το θεώρησα απίθανο να ταξιδεύει με αυτό το τρένο. Τι γυρεύουν οι διάσημοι σε μια αυτοκινητάμαξα με φθαρμένα καθίσματα, η οποία, ως εκ θαύματος, υπήρχε ακόμη.
Στράφηκα στο παράθυρο και αγκιστρώθηκα απ’ τον ορίζοντα που είχε αρχίσει να ξανοίγει. Έβαλα και σε μια σειρά τις σκέψεις μου, μιας που η κάθε φυγή βοηθάει να ιεραρχείς όλα αυτά που σε βασανίζουν.
Κάποια στιγμή πρόσεξα πως είχε σηκωθεί και σαν κάτι να έψαχνε. Είχε λευκά περιποιημένα γένια, γι’ αυτό και τρόμαξα να τον αναγνωρίσω. Πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι. Άρχισε να κατευθύνεται με αργές κινήσεις προς το μέρος μου.
«Συγγνώμη, ξέρετε αν έχει μπαρ το τρένο;»
«Όχι, λυπάμαι», του απάντησα, «ποτέ δεν είχε, κύριε Θόδωρε, από τότε που το ξέρω, απ’ τα χρόνια του ’80…»
«Έχουμε γνωριστεί;» με ρώτησε, κοιτώντας με διερευνητικά.
«Σας ξέρω από τη Φλώρινα, κύριε Αγγελόπουλε, σας είχα συναντήσει τότε στα γυρίσματα, βράδυ στην Πλατεία Ηρώων, στους φανούς των Χριστουγέννων».
«Από εκεί είστε;»
«Έχω σπουδάσει εκεί. Αν θέλετε, καθίστε λίγο εδώ, μόνος ταξιδεύω κι εγώ… Δεν έχετε αποσκευές;»
«Όχι πια, ένα πανωφόρι μού είναι αρκετό».
Κάθισε δίπλα μου κι όχι απέναντι, κατά τη φορά της αμαξοστοιχίας.
«Ούτε κι εσείς έχετε αποσκευές», σχολίασε.
«Μόνο αναμνήσεις, που μου είναι αρκετές».
«Γι’ αυτές κι εγώ ταξιδεύω».
«Κάνατε ταινίες σ’ αυτά μέρη…»
«Τις ξέρετε;»
«Φυσικά! Πάντα θα θυμάμαι απ’ τις εικόνες σας το ρίγος των συνόρων, το ασήκωτο βάρος της Ιστορίας και τους ανθρώπους πιόνια της… Όμως, τι σας φέρνει πάλι εδώ;»
«Η γη του Μεγαλέξανδρου…» μονολόγησε.
«Πόσα χρόνια έχετε να ανεβείτε στη Μακεδονία;»
«Πάει καιρός που δεν μετράω πια».
Συνέχισε να ατενίζει τα μουσκεμένα λιβάδια. Το σεβάστηκα που δεν ήθελε να πολυμιλάει, έδειχνε συγκινημένος. Ύστερα από ώρα, όμως, τόλμησα να διακόψω τη σιωπή μας.
«Έχετε κατά νου κάποια καινούργια ταινία;»
«Ποτέ δεν ξέρεις…»
Στην επόμενη στάση βάλθηκε να περιεργάζεται την πινακίδα στον επαρχιακό σταθμό.
«Ξεχασμένη; Τι περίεργο όνομα είναι αυτό;»
«Ένας τοπικός μύθος λέει πως κάποτε περνούσε από δω μια παρέα γλεντοκόπων για έναν γάμο, όμως πάνω στη ζαλάδα του κρασιού ξέχασαν τη νύφη και…»
«Ο παλιός σταθμός είναι όμορφος».
«Όλοι οι παλιοί σταθμοί των τρένων είναι όμορφοι, μελαγχολικοί, βέβαια, κάτι ξέρετε εσείς από μελαγχολία…»
Κούνησε το κεφάλι χωρίς να μου απαντήσει. Μείναμε και πάλι σιωπηλοί κοιτώντας έξω από το τζάμι. Το βαγόνι μύριζε σίδερο και πετρέλαιο από παλιό καλοριφέρ.
Περάσαμε τη Σκύδρα και αρχίσαμε να νιώθουμε τα τραντάγματα της ανηφόρας για την Έδεσσα. Αραιά και πού εμφανιζόταν ο ελεγκτής στο βαγόνι και ρωτούσε για καινούργιους επιβάτες από ενδιάμεσους σταθμούς. Κοιτούσε μόνο εμένα, σαν να ήταν ο Θόδωρος στα μάτια του αόρατος.
Εδώ και ώρα αδημονούσα να τον ρωτήσω ένα σωρό πράγματα, όμως δεν ήθελα να του χαλάσω τη γαλήνη. Έμοιαζε να είχε νοσταλγήσει τα τοπία που περνούσαμε. Εφόσον είχε καθίσει δίπλα μου, σκέφτηκα, δεν θα του ήμουν αντιπαθής.
«Πώς όμως στις ταινίες σας γεννήθηκαν τέτοιες εικόνες;» ρώτησα επιτέλους. «Ποιανού κόσμου είναι αυτή η αναπαράσταση;»
Άλλαξε σταυροπόδι και χαμογέλασε.
«Ένας είναι ο κόσμος, αγαπητέ, τα γυαλιά μας μόνο διαφέρουν».
«Και τα ταξίδια, τι τα θέλουμε τα ταξίδια και τριγυρνάμε ως περιπλανώμενος θίασος εδώ κι εκεί; Γιατί δεν μας φτάνει αυτή η ζωή που έχουμε και παίρνουμε τους δρόμους;»
«Προτιμώ να κοιτάζω μέσα στον φακό απ’ το να απαντάω σε ερωτήσεις, συγχωρέστε με».
«Προτιμάτε όμως και να ταξιδεύετε, βρεθήκατε σε όλα τα φεστιβάλ, γυρίσατε όλο τον κόσμο. Όχι όπως εγώ, που κόλλησα…»
«Να που τώρα ταξιδεύετε, δέσμιος του απρόοπτου, όπως κι εγώ. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί».
«Όμως έχετε πεθάνει, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, απρόσμενα…»
«Τουλάχιστον έχετε γλιτώσει απ’ τις ερωτήσεις, κάτι είναι κι αυτό».
«Υπάρχουν όμως οι άγγελοι, έρχονται πίσω μου κι όλο κάτι με ρωτάν κι αυτοί, γιατί όμως; Οι εικόνες μου δίνουν όλες τις απαντήσεις».
«Δείτε αριστερά», τον διέκοψα και του έδειξα έξω απ’ το παράθυρο. «Η λίμνη Βεγορίτιδα, θα κυλάμε δίπλα της για είκοσι λεπτά, κατόπιν το Αμύνταιο κι ύστερα η Φλώρινα, η Ιθάκη».
«Εκεί πηγαίνετε λοιπόν; Σε μια Ιθάκη δίχως θάλασσα;»
«Ο δικός σας προορισμός;»
Ανασήκωσε τους ώμους και βάλθηκε να παρατηρεί τα ακύμαντα νερά της λίμνης.
«Η αιωνιότητα δεν είναι ο προορισμός;» τον ξαναρώτησα.
«Είναι, όμως δεν είναι αρκετή».
Δεν παίρνω όρκο πως τον κατανοούσα, πιο πολύ τον αισθανόμουν, ήθελα να τον ακουμπήσω φιλικά στον ώμο, αλλά δίσταζα.
Κάποια στιγμή περάσαμε όλες τις λίμνες και κάναμε στάση στο Αμύνταιο, μυρωδιά στρατοπέδου και κάρβουνου απ’ τις θερμάστρες.
Αφέθηκα στο γλυκό τράνταγμα του βαγονιού κι έκλεισα τα μάτια. Δεν είχα έγνοια μήπως με πάρει ο ύπνος, αφού το τέρμα της διαδρομής ήταν η Φλώρινα, εκεί πήγαινα…
Σαν να τον άκουσα μες στον ύπνο μου, να σιγοψιθυρίζει εκείνο το τραγούδι απ’ το Ταξίδι στα Κύθηρα, τότε που ο Παπαγιαννόπουλος συνάντησε τον Κατράκη: Το πυροβολικό το πυροβολικό, το πυροβολικό πολύ το αγαπώ…
Με ξύπνησε το σκούντημα του ελεγκτή, έξω είχε αρχίσει να χιονίζει.
«Φλώρινα, κύριε, σας πήρε ο ύπνος».
Κάθισα καλύτερα στο κάθισμα κι έτριψα το πρόσωπό μου.
«Πού είναι ο άλλος;»
«Ποιος άλλος, μόνος σας ήσασταν. Στο άλλο βαγόνι ήταν μόνο δύο φαντάροι. Αυτή η γραμμή είναι ασύμφορη, αργά ή γρήγορα θα σταματήσει».
Βγήκα και βάλθηκα να περπατάω μόνος στην πόλη. Λίγη ώρα αργότερα σαν να μου φάνηκε πως τον ξαναείδα. Πουλούσε μέλι στη λαϊκή. Σήκωσα το χέρι και του φώναξα:
«Θα επιστρέψω με το βραδινό δρομολόγιο, σας περιμένω. Έχω τόσα να σας ρωτήσω!»
Πηγή: kathimerini.gr