Παντελής Δάφας: Ένα κομμάτι της ψυχής του Πισοδερίου
Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Χατζηεφραιμίδης
Συμπληρώνονται σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τότε ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ “πουληγόητος”, ὁ πολυθρήνητος, ὁ πολύκλαυστος φίλος Παντελῆς.
Ὁ ἀξέχαστος Παντελῆς ὑπῆρξε κομμάτι ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἡρωικοῦ Πισοδερίου. Γέννημα αὐτοῦ τοῦ χωριοῦ, ἔζησε καὶ ζυμώθηκε μὲ τὶς ἀγωνίες καὶ τὰ προβλήματά του. Ἀγωνιστὴς τῆς ζωῆς, ἀκατάβλητος πεχλιβάνης στὴν βιοπάλη. Ἄξιος ἄνθρωπος.
Γιὸς μπακάλη, πτωχὸς ἀλλὰ ὑπερήφανος, ὅπως ἔπρεπε, δούλευε στὸ μπακάλικο τοῦ πατέρα του καὶ στὸ δάσος, γιὰ νὰ ζῆ μέσα σὲ μία πολύτεκνη οἰκογένεια. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ τελειώσει τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του, κατῆλθε στὴ Φλώρινα, ἐργαζόμενος καὶ πάλι. Ἀκόμη θυμᾶμαι τὴ δίψα του γιὰ γνώσεις, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὴ νοσταλγία τὶς ἡμέρες τοῦ Σεπτεμβρίου στὸ Πισοδέρι, τότε ποὺ τὸ χωριὸ εἶχε ζωή.
Τελείωσε τὸ Λύκειο καὶ εἰσήχθη στὴν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος, μὲ πολυετῆ εὐδόκιμο ὑπηρεσία. Νυμφεύθηκε τὴν ἀγαπητή μας Τασούλα, ἀπέκτησε τρεῖς θυγατέρες καὶ χάρηκε ἐγγόνια.
Ἐκεῖ ὅπου ἄφησε τὴ σφραγίδα του, ἦταν στὸ ἀναλόγιο, πρῶτα ὡς λαμπαδάριος στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ κατόπιν ὡς πρωτοψάλτης στὴν Ἁγία Παρασκευή. Πετυχημένος δάσκαλος. Ἡ πλειάδα τῶν μαθητῶν μαρτυρεῖ τὴν πατρότητά του.
Ἀλλὰ ἡ καρδιά του ἦταν στὸ Πισοδέρι ἀφημένη. Ἡ ἄοκνη προσπάθειά του, οἱ ἄτρυτοι κόποι του, ὡς προέδρου τοῦ Συνεταιρισμοῦ τῶν δασοκτημόνων, γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ χωριοῦ διαφαίνονται στὸ ἔργο ποὺ κατέλιπε: Στὴν ἀποκατάσταση τοῦ Μοδέστειου, μὲ τὴν καθημερινὴ ἐπίβλεψη ̇στὸ ψηφιδωτὸ στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἀπαράμιλλο ἔργο μὲ τὴν ἱστορικότητα καὶ τὰ μηνύματά του ̇ στὶς ἐργασίες ἐντὸς τοῦ ναοῦ, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ξαδέλφου, τοῦ ἀγαπητοῦ γραμματικοῦ, τοῦ Θεόδωρου ̇ στὴν καθιέρωση τῆς ἀγρυπνίας τῆς 18ης/19ης Ὀκτωβρίου, γιὰ τὴν ἀπόθεση τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Παύλου Μελᾶ στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους ̇ σ’ ἐκείνη τὴν ἀλησμόνητη νυκτερινὴ πορεία στὸ δάσος, ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα ἕως τὴν Ἁγία Παρασκευή, σὲ ἀνάμνηση τῆς πορείας τῆς 18ης Ὀκτωβρίου 1904. Ρέκτης, εὐεργέτης τοῦ χωριοῦ του.
Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν τόπο ποὺ τὸν γέννησε καὶ τὸν ἀνέδειξε: τὴ γενέτειρά του, τὸ Πισοδέρι, τοῦ ὁποίου οἱ κάτοικοι ἔμειναν προσηλωμένοι στὸ καθῆκον ̇ σὰν τὸν “χαντζῆ”, γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ 1889 ἔγραφε ὁ Ρουμάνος περιηγητὴς G. Weigand: «Ξαφνιάστηκε, ὅταν ἄκουσε τὸ ἄλλο πρωὶ πὼς μιλοῦσα μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀρωμουνικὴ γλώσσα καὶ νόμισε ὅτι εἶμαι Ἀρωμοῦνος δάσκαλος καὶ ὅτι ἔχω σκοπὸ νὰ ἱδρύσω ἐκεῖ ἕνα ρουμανικὸ σχολεῖο. Ἡσύχασε μόνο ὅταν ἄφησα στὶς 11 ἡ ὥρα τὸ χωριό» (Οἱ Ἀρωμούνοι [Βλάχοι]), τ. 1, σ. 164, Κυριακίδης: Θεσσαλονίκη).
Ἀγαπητέ μας Παντελῆ, θὰ σὲ θυμόμαστε πάντα. Καὶ ἂν ἔφυγες, εἶσαι ζωντανὸς μέσα στὶς καρδιές μας. Θὰ εἶσαι καὶ πάλι μαζί μας στὴν ἀγρυπνία τῆς 18ης/19ης Ὀκτωβρίου. «Τῷ Θεῷ πάντες ζῶσι».
Πηγή φωτογραφίας: Βασίλης Κωστούλας