Ἡ καθ’ ἡμᾶς εἰκόνα τῆς Γεννήσεως
του Γεωργίου Χατζή *
Η Εικόνα, λένε, είναι το ευαγγέλιο του αγραμμάτου. Παρατήρησε προσεκτικά μια καλή Ορθόδοξη εικόνα, και θα καταλάβεις όλη την θεολογία του ιστορουμένου προσώπου, ή της υπόθεσης, κι ας μην ξέρεις καθόλου γράμματα. Μα και να ξέρεις γράμματα, και πάλι τα μάτια σου θα ρουφήξουν το εικονιζόμενο θέμα πιο άμεσα, πιο εσωτερικά, παρά αν διάβαζαν τις λέξεις.
Σήμερα τείνουμε να ξεχάσουμε πως ο πολιτισμός μας, αιώνες επί αιώνων τώρα, είναι πολιτισμός “εικονιστικός”, ας μου επιτραπεί η γλωσσική αυθαιρεσία. Ο Έλληνας από τα αρχαία χρόνια θέλει να δει για να καταλάβει, να οικειοποιηθεί το βίωμα. Στην γλώσσα μας “βλέπω” και “καταλαβαίνω” είναι ένα. Η λαϊκή έκφραση “άκου να δεις” τα λέει όλα.
Λοιπόν, η εικόνα της Γέννησης του Θεανθρώπου για όποιον την παρατηρεί σωστά είναι ωσάν να διάβασε τα σχετικά ευαγγελικά χωρία. Και μάλιστα είναι από τις παλαιότερες εικόνες που ιστορήθηκαν από την Εκκλησία, στους πρώτους κιόλας αιώνες της, σε όλα τα μέρη όπου υπήρχαν Χριστιανοί, σε Ανατολή και Δύση. Και ιστορήθηκε με τον ίδιο τρόπο που την έχουμε και σήμερα, με τα ίδια συνθετικά στοιχεία, ανεξάρτητα από τις όποιες στυλιστικές διαφορές της εκάστοτε τοπικής κουλτούρας. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του Σινά, του 7ου μ.Χ. αιώνα, με την μοναδική της απλή αλλά καρδιακή λαϊκή εγκαυστική κοπτική τέχνη, καμωμένη με χρωματιστό μελισσοκέρι. Επίσης γνωστή είναι και η ημίγλυφη παράσταση από τους Τρεβήρους (σημερινό Τριέρ της Γερμανίας) του 10ου μ.Χ. αιώνα, αλλά και άλλες, λιγότερο γνωστές.
Η εικόνα της Γεννήσεως, όπως και κάθε άλλη Ορθόδοξη εικόνα, μας κοινωνεί τα μηνύματά της μέσα από εικονογραφικούς συμβολισμούς. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι τόσο ένα ιστορικό φωτογραφικό στιγμιότυπο του γεγονότος, όπως ίσως θα το αποτύπωνε ο φωτογραφικός φακός, αλλά πολύ περισσότερο είναι πνευματική συμβολική καταγραφή. Δηλαδή το βάρος της εξεικόνισης μετακινείται από την ιστορική ακρίβεια προς την πνευματική και δογματική ακρίβεια, και έτσι συχνά η ιστορική αποτύπωση υποχωρεί, για να δώσει την θέση της στην καταγραφή και μετάδοση πνευματικών νοημάτων. Και η εν λόγω εικόνα είναι έμφορτη πλήθους τέτοιων συμβολισμών και νοημάτων, που στην συνέχεια θα επιχειρήσουμε να καταυγάσουμε.
Τι λοιπόν εικονίζεται στην εικόνα της Γέννησης;
Κατ’ αρχήν ο Κύριος ο ίδιος, ως άνθρωπος, νεογέννητος, μωρό φασκιωμένο, για να δειχθεί ότι υπάρχει ως αγάπη, και σαρκώνεται από αγάπη και σε απόλυτη ελευθερία, ελευθερία ακόμα και από την ίδια του την Θεία Φύση, ελευθερία να υπάρχει και ως άνθρωπος. Πρέπει να τονιστεί ότι ξαπλώνει όχι σπαργανωμένος ως βρέφος, αλλά τυλιγμένος ως νεκρός, και όχι σε φάτνη (κατά την ιστορική ακρίβεια) αλλά σε λίθινη σαρκοφάγο (κατά την πνευματική οπτική). Υπάρχει σοβαρός λόγος για αυτό. Η Γέννηση είναι στην ουσία της η Ενσάρκωση, και βρίσκει την πλήρωση του νοήματός της μόνο στον θάνατο, στον ενταφιασμό και στην ανάσταση του σαρκωμένου Λόγου. Γιαυτό Χριστούγεννα, Πάθος και Ανάσταση είναι αδιαιρέτως οι τρεις φάσεις του ίδιου γεγονότος, της κατά χάριν αποκαταστάσεως και θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως.
Δίπλα ακριβώς η Θεοτόκος, δι’ ης συναίνεσε το γένος των ανθρώπων στην σάρκωση του ανάρχου Λόγου. Η παρουσία της δεν είναι μόνον απαραίτητη ως η φυσικώ τω τρόπω τεκούσα μήτρα, αλλά κυρίως ως η κατάφαση του πεπτωκότος ανθρωπίνου γένους στην Θεία αυτοπροσφορά της ενσαρκώσεως.
Σχέση ανθρώπου-Θεού χαριστικώς ισότιμη, διότι με το ζόρι σωτηρία δεν γίνεται, κι αν ο άνθρωπος δεν πεί το “ναι”, ο ταπεινός Θεός το σέβεται και δεν σαρκώνεται, όσο και αν το λαχταρά ο ίδιος. Η Θεοτόκος λοιπόν εδώ αναπαύεται ήρεμη, διότι ο ρόλος της έχει εκπληρωθεί, όχι ως φυσική μητέρα (κατά την ιστορική ακρίβεια), αλλά ως καταφάσκουσα εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους (κατά την πνευματική). Νεώτερες εκδοχές, που μάλιστα έχουν επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό, θέλουν την Θεοτόκο γονατιστή σε προσευχητική στάση δίπλα στο Θείο Βρέφος, αλλά αυτά είναι δάνεια συναισθηματικού χαρακτήρα από την Δύση, και αφαιρούν από το πνευματικό βάθος.
Οι δυο αυτές μορφές, της Θεοτόκου και του Θείου Βρέφους, μινιμαλιστικώς, θα αρκούσαν για την εικόνα της Γεννήσεως. Όμως εδώ είναι γιορτή μεγάλη και χαρά έμφορτη πλήθους μηνυμάτων. Αφήνουμε λοιπόν τον μινιμαλισμό, και πλουμίζουμε την εικόνα μας με ό,τι έχουμε καλύτερο.
Κάπου στην άκρη, σε μια γωνιά, ο μνήστωρ Ιωσήφ, περίσκεπτος, δεν το χωρά ο νους του αυτό που βλέπουν τα μάτια του. Ένας βοσκός του πιάνει κουβέντα, και λέγεται ότι είναι ο πειρασμικός λογισμός για το πώς έφτασε να κυοφορεί η μνηστή του. (Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν – Ματθ. 1,19)
Γιατί στην άκρη όμως; Μα, ας θυμηθούμε ότι η εικόνα είναι το ευαγγέλιο του αγραμμάτου, και αν τον είχαμε τάξει δίπλα στην Παναγία και το Βρέφος, θα δίναμε ίσως λάθος εντύπωση ως προς την πατρότητα. Τίποτα άρα δεν αφήνεται στην τύχη. Δυστυχώς όμως κι εδώ έχουν παρεισφρήσει δυτικόφερτοι νεωτερισμοί που θέλουν τον Ιωσήφ δίπλα στο Βρέφος, χωρίς υποψία για την αλλοίωση και τη υποβάθμιση των πνευματικών νοημάτων που έτσι προκαλείται.
Πιο πέρα δυο μαίες ετοιμάζουν το λουτρό του βρέφους, όπως συμβαίνει με κάθε νεογέννητο. Η σκηνή μάλλον είναι εικαστικό δάνειο από προ-χριστιανικες παραστάσεις, αν και υπάρχει και ως αναφορά σε δευτεροκανονικά (απόκρυφα) ευαγγέλια. Έχει δε εγείρει ενστάσεις, ειδικά κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας, που χαρακτηρίζονταν από ευσεβιστικές επιδράσεις κυρίως εξ Εσπερίας. Οι ενστάσεις ήταν διττές: Πρώτον δογματικής φύσεως, και είχαν να κάνουν με την ιδέα περί ανώδυνης γεννήσεως, όπου το Βρέφος εξ ορισμού ήταν καθαρό από την φυσική διαδικασία, και άρα δεν χρειαζόταν λουτρό. Δεύτερον (και μάλλον δευτερεύον) αισθητικής φύσεως, καθώς η θέα των μαιών με τα γυμνά χέρια ενίοτε θεωρήθηκε άσεμνη. Υπάρχουν μάλιστα τοιχογραφίες, στις οποίες η σκηνή αυτή έχει καλυφθεί με επιζωγράφιση (π.χ. Ι.Μ.Σιμωνόπετρας).
Ο αντίλογος σε ότι αφορά την δογματική πλευρά, με τον οποίο ο γράφων τείνει να συμφωνήσει, είναι ότι ο Κύριος έρχεται στον κόσμο σε ένα περιβάλλον που διέπεται από ισχυρά έθιμα, όπως το λουτρό του νεογέννητου, στα οποία και εντάσσεται. Και άρα η σκηνή λειτουργεί συμβολικά προς επίρρωση της πρόσληψης της ανθρώπινης φύσεως. Στην εποχή δε που καθιερώθηκε ήταν σχεδόν απαραίτητο μέρος της εικαστικής αναπαράστασης μιας γέννησης. Άλλωστε οφείλει να ληφθεί υπόψιν ότι είναι δομικό στοιχείο της εικόνας της Γεννήσεως από τις πρώτες παραστάσεις και επί πολλούς αιώνες, προτού αμφισβητηθεί πολύ αργότερα.
Το σπήλαιο περιβάλλει και αγκαλιάζει την Θεοτόκο και το Βρέφος. Όχι σπήλαιο κανονικό, φυσικό, αλλά βράχια γεωμετρικά, (Ίσα-ίσα για να δηλώνεται ο τόπος) τοξωτά αραδιασμένα, που καταλήγουν σε μύτη προς τον ουρανό. Σαν να κατάλαβε η Γη και να άνοιξε υπερφυσικώς τα σπλάχνα της, για να δεχθεί τον Δημιουργό της.
Όμως υπάρχει και άλλο νόημα στο σπήλαιο, πιο βαθύ. Όπως θίξαμε και προηγουμένως, ο Κύριος κείται ως νεκρός σε σαρκοφάγο. Έτσι και το σπήλαιο είναι καμωμένο να θυμίζει τον χώρο της ταφής και της Ανάστασης, για να μας διδάσκει με εικαστικό τρόπο ότι η φθαρτή ανθρώπινη φύση που προσλαμβάνεται κατά την ενσάρκωση και την γέννηση είναι αυτή που πεθαίνει με το Θείο Πάθος, μα και αυτή που τελικά ανασταίνεται.
Διακρίνονται επίσης και δυο σταυλισμένα ζώα να ρουθουνίζουν τον Κύριο, σαν να τον χαιρετούν. Ένα βόδι και ένα γαϊδουράκι. Ούτε πρόβατα (όπως πιθανότατα να ήταν η ιστορική ακρίβεια), ούτε κάτι άλλο. Αυτό γίνεται ως υπόμνηση της σχετικής προφητείας: “ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν” (Ησ. α’.3).
Βασισμένη επίσης σε προφητεία του Ησαΐα είναι και η παράσταση του δέντρου που συνήθως τοποθετείται κοντά στην Θεοτόκο: “Καὶ ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται” (Ησ. ια´.1). Η προφητεία αναφέρεται στην γενεαλογία του Κυρίου από τον Ιεσσαί, πατέρα του Δαυίδ, απόγονος του οποίου ήταν ο μνήστωρ Ιωσήφ. Καλά είναι λοιπόν να μην παραλείπεται από την εικόνα της Γεννήσεως, γιατί δεν είναι περιττό διακοσμητικό στοιχείο.
Και ολόγυρα όλη η υλική και η ασώματη κτίσις πανηγυρίζουσα, οι άγγελοι, το αστέρι, ο ανοιγμένος ουράνιος θόλος, και οι μάγοι με τα δώρα τους, σοφοί άρχοντες από την μακρινή Ανατολή, και βουνά κι εξοχές, και οι βοσκοί με ποίμνια και τα σουραύλια τους, και ό,τι άλλο έχει τακτοποιήσει κατά καιρούς τεχνικά και διακριτικά ο κάθε ζωγράφος, σύμφωνα με τις ευαγγελικές διηγήσεις και την λαϊκή ευσεβή πίστη. Διότι απο την μέρα αυτή όλα περιμένουν να καινουργηθούν, διότι “η σκιά παρέδραμεν” και ο τόπος αρχίζει να μοσχοβολά αιωνιότητα.
* Ο Γεώργιος Χατζής είναι διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και τεχν. Γεωπόνος, καθηγητής στην Μέση Εκπαίδευση. Ασχολείται εδώ και 30 χρόνια με την Ορθόδοξη εικονογραφία ως τέχνη, ως τεχνική και ως θεολογία. Έχει διδάξει εικονογραφία στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Π.Δ.Μ, και επί σειρά ετών στον σύλλογο “Αριστοτέλης” της Φλώρινας.