Η ομιλία του φιλόλογου Στέφανου Πουγαρίδη για την επέτειο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου
Σεβασμιώτατε, κύριε Βουλευτή, κύριε Αντιπεριφερειάρχη, κύριε Δήμαρχε,
λοιποί προσκεκλημένοι,
Αξιότιμες κυρίες και κύριοι,
Σήμερα τιμάται η εκατοστή πέμπτη επέτειος από την άφιξη του Κεμάλ στην Τραπεζούντα τον Μάιο του 1919, γεγονός που σήμανε τη συστηματοποίηση των τουρκικών διωγμών σε βάρος του Ελληνισμού που κατοικούσε στην εσχατιά της Μικράς Ασίας, διακόπτοντας έτσι την υπερχιλιετή παρουσία και δραστηριότητα των Ελλήνων. Η σημερινή επέτειος αποτελεί μια αφορμή να θυμηθούμε το τι σημαίνει η αναγνώριση της Γενοκτονίας, αλλά και να προβληματιστούμε για το πώς ο καθένας μπορεί να συμβάλει στη διάσωση της ιστορικής μνήμης.
Όπως υποστηρίζει ο Τούρκος ακαδημαϊκός Γαλίν Οκτέμ, η έναρξη της ελληνικής Επανάστασης το 1821 και η πετυχημένη, αν και ημιτελής έκβασή της , δημιούργησε στον οθωμανοκρατούμενο Ελληνισμό γενικότερα και στον Ποντιακό ειδικότερα, ελπίδες και για τη δική του εθνική αποκατάσταση. Τη δεκαετία λοιπόν του 1820 μαρτυρείται η πρώτη οργάνωση του ποντιακού κινήματος από ένα Έλληνα παπά στην Ινέπολη. Η ψήφιση των αυτοκρατορικών διαταγμάτων του Χάτι Σερίφ το 1839 και Χάτι Χουμαγιούν το 1856 ενδυνάμωσαν την πνευματική δημιουργία και ενίσχυσαν την οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή του Πόντου με αποτέλεσμα γρήγορα οι Ρωμιοί της περιοχής να αναλάβουν τα ηνία αυτών των δραστηριοτήτων. Από τα τέλη του 19ου και τις αρχές 20ου αιώνα τα κηρύγματα του Διαφωτισμού και οι αρχές του εθνικισμού θα αρχίσουν να υποδαυλίζουν τους εθνικούς πόθους των Ποντίων.
Στην αυγή του 20ου αιώνα ο ακμάζων ελληνισμός έχοντας, στα χέρια του την οικονομική δραστηριότητα και στηριζόμενος στην εμπιστοσύνη που του προσέδιδε το γενικότερο κλίμα της εποχής, που ευνοούσε τη απόσχιση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη δημιουργία ενός δικού του εθνικού οικοδομήματος, καταθέτει σχέδια στη διεθνή κοινότητα που έχουν ως κατάληξή τους είτε την ένωση με τη μητέρα πατρίδα, την οποία είχαν γνωρίσει μόνο μέσα από τις αφηγήσεις, είτε τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου χριστιανικού κράτους. Εμπόδια όμως στα σχέδια αυτά ορθώνονται τα γερμανικά συμφέροντα που επιζητούν την οικονομική διείσδυση στην περιοχή, κάτι όμως που είναι ανέφικτο όσο οι Πόντιοι ελέγχουν την οικονομική ζωή. Επιπλέον επιτελείται την ίδια εποχή η εθνική αφύπνιση των Τούρκων οι οποίοι γρήγορα θα ξεχάσουν τις διακηρύξεις του κόμματος «Ένωση και Πρόοδος» για ελευθερία και ισότητα όλων των υπήκοων του Σουλτάνου και θα στραφούν με μανία εναντίον των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολίας.
Αυτός ο συνδυασμός οικονομικής διείσδυσης και αφύπνισης του τουρκικού εθνικού αισθήματος όχι μόνο υπονόμευσε τα σχέδια εθνικής αποκατάστασης των Ποντίων, αλλά επέφερε και την εξόντωσή τους με τον πλέον απάνθρωπο και βίαιο τρόπο.
Οι Τούρκοι, εμφορούμενοι από το δικό τους εθνικό ιδεώδες, ξεκινούν αναιτιολόγητες επιθέσεις εναντίον των Ποντίων και διαπράττουν μαζικές σφαγές πληθυσμών. Οι Έλληνες του Πόντου δεν παρέμειναν όμως αδρανείς. Εγκατέλειψαν τις πόλεις, κατέφυγαν στα βουνά και άρχισαν να οργανώνουν ένοπλα σώματα εναντίον των Νεότουρκων. Το ρωμαλέο ποντιακό ανταρτικό κίνημα παρά το απαράμιλλο θάρρος και την αυτοθυσία των αγωνιστώνδεν κατάφερε να αποτρέψει την εξόντωση των άμαχων ούτε η διεθνής κοινότητα μπόρεσε να εμποδίσει την έξοδο των ποντιακών χριστιανικών πληθυσμών από το λίκνο τους, παρότι είχε πληροφόρηση για τα συμβάντα στον Πόντο.
Από το 1914 μέχρι το 1922,λόγω της λευκής σφαγής, όπως ονομάστηκε η πορεία προς τα Τάγματα Εργασίας, πέθαναν χιλιάδες από την εξάντληση, τα βασανιστήρια, την πείνα, τη δίψα και τα στρατόπεδα θανάτου. Άλλοτε κατά την κόκκινη σφαγή,δολοφονήθηκε ή διώχθηκε από τους τόπους των πατρογονικών εστιών η ομοιογενής εθνοπολιτισμική ομάδα των Ελλήνων Ποντίων που ο τελικός τους αριθμός ανέρχεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς έγκριτων ιστορικών, στις 353.000 από τις επτακόσιες χιλιάδες που κατοικούσαν στη γεωγραφική περιοχή του ιστορικού Πόντου.
Οι τουρκικές επιθέσεις, που είχαν ως στόχο τη Γενοκτονία των Ποντίων, οδήγησαν τελικά στη διάλυση των κοινοτήτων και στην αναγκαστική αναχώρηση των Ποντίων στη Ρωσία και την Ελλάδα.
Τη βίαιη εκδίωξη θα ακολουθήσει μια νέα Οδύσσεια. Οι ξεριζωμένοι του 1922 όφειλαν κατ’ αρχάς να επιβιώσουν και να χτίσουν τη νέα τους ζωή στην πατρίδα των ονείρων τους, που δεν έμοιαζε καθόλου με αυτή που είχαν συλλάβει με τη φαντασία τους. Εδώ στην Ελλάδα είχαν ως προτεραιότητα να θεραπεύσουν τα ψυχικά τους τραύματα, να αντιμετωπίσουν την καχυποψία, να αποδείξουν την ελληνική τους καταγωγή, να αντιπαλέψουν τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, να αντιμετωπίσουν ακόμα και ρατσιστικές συμπεριφορές.
Αφού σταδιακά κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους, το επόμενό τους μέλημα ήταν να συντηρήσουν την πατρογονική τους μνήμη. Να μην ξεχάσουν την καταγωγή τους, την ιστορία τους , τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα των προγόνων τους. Δίπλα σε αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα που θεωρούνται δηλωτικά μιας εθνικής ταυτότητας, ενσωμάτωσαν και τις αναμνήσεις τους από τα τραγικά γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν την απαραίτητη βάση για τη δημιουργία μιας νέας και αναντικατάστατης ταυτότητας, της προσφυγικής.
Αν και κατάφεραν να υπερκεράσουν τις τραυματικές εμπειρίες και επιδίωξαν την επιστροφή στην κανονικότητα, ωστόσο το τραύμα του ξεριζωμού εκδηλωνόταν για την πρώτη γενιά των Ποντίων μέσα από σιωπές, όπως συμβαίνει πάντα με τους πρόσφυγες.
Η δυναμική διαχείριση του τραύματος αποτέλεσε υπόθεση κυρίως των επόμενων γενεών Ποντίων οι οποίοι διεξήγαγαναγώνα για την αναγνώριση των δικαίων τους, για την αναγνώριση του εγκλήματος που έγινε εις βάρος του Ποντιακού Ελληνισμού και το οποίο στη διεθνή νομολογία έχει ονομαστεί «Γενοκτονία». Ο όρος αυτός σηματοδοτεί τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Ο γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Στην περίπτωση δηλαδή των Ελλήνων του Πόντου, εξοντώθηκαν επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί.
Σταδιακά η εκστρατεία για την αναγνώριση των συμβάντων στον Πόντο ως γενοκτονία απέφερε καρπούς.
Η Βουλή των Ελλήνων, το 1994 επί Πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου, με ομόφωνη απόφασή της, η οποία έγινε νόμος του κράτους, ανακήρυξε τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο». Η επιλογή της ημερομηνίας δεν ήταν τυχαία, καθώς η 19η Μαΐου τιμάται στην Τουρκία ως «Γιορτή Νεολαίας και Αθλητισμού» και σηματοδοτεί τη νέα τουρκική ταυτότητα. Το ελληνικό κράτος λοιπόν θέλησε να σημασιοδοτήσει την ημερομηνία αυτή με ένα άλλο συμβολισμό, πολύ ενοχλητικό για τους Τούρκους, τέτοιο που να τους εξαναγκάζει σε απολογία για τα όσα διέπραξαν κατά των Ποντίων.
Η αναγνώριση αυτή, παρόλη την εβδομηκονταετή καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τον ποντιακό ελληνισμό, αλλά και σύνδεσε όλο τον σύγχρονο ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη.Σήμερα οι απόγονοι των πρώτων Ποντίων προσφύγων συνεχίζουν την προσπάθειά τους για πολλαπλασιασμό όσων θα αποδεχτούν τον ξεριζωμό ως γενοκτονία. Οι σύγχρονοι Πόντιοι δεν ζητούν εκδίκηση, ζητούν από τη διεθνή κοινότητα την αναγνώριση μίας αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας. Στην προσπάθειά τους αυτή έχουν σημειώσει σημαντικές επιτυχίες χρειάζεται όμως ακόμα πολύς αγώνας μέχρι την ολοκληρωτική δικαίωση.
Οι προσπάθειες όμως αυτές εγείρουν μια σειρά από ερωτήματα.
Το πρώτο έχει να κάνει με το αν ήταν γενοκτονία ή εθνοκάθαρση. Η απάντηση σίγουρα δεν είναι εύκολη. Με βάση τον Μπαμπινιώτη ως Γενοκτονία ορίζεται η βάσει σχεδίου συστηματική και ολοκληρωτική εξόντωση φυλής ή έθνους. Πράγματι, τέτοιες ενέργειες συντελέστηκαν παρά πολλές εκ μέρους της επίσημης τουρκικής εξουσίας σε βάρος αμάχων σε βαθμό που να στοιχειοθετείται το έγκλημα της γενοκτονίας. Επρόκειτο για προμελετημένο σχέδιο, το οποίο η κυβέρνηση των Νεότουρκων έφερε σε πέρας με συστηματικότητα.
Ένα δεύτερο ερώτημα που διαχέεται στη δημόσια σφαίρα είναι η χρησιμότητα τέτοιων εκδηλώσεων, όπως η σημερινή. Κάποιοι αντιτείνουν το επιχείρημα ότι η επέτειος υπονομεύει τις σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ των δύο χωρών και άλλοι ισχυρίζονται ότι τα θλιβερά γεγονότα πρέπει να διαγραφούν από τη συλλογική μνήμη, γιατί δεν προσφέρουν τίποτα.
Σε όλους αυτούς αντιτείνουμε ότι η αναγνώριση της γενοκτονίας εκ μέρους του τουρκικού κράτους σήμερα δεν έχει ταπεινά ελατήρια ούτε αποσκοπεί στην αμαύρωση της τουρκικής ταυτότητας. Σκοπός της πίεσης είναι η ηθική δικαίωση των ανθρώπων που υπέστησαν τη θανάτωση και τις διώξεις αλλά και η μελλοντική αποφυγή επανάληψης παρόμοιων πρακτικών. Η επούλωση λοιπόν του συλλογικού τραύματος των επίγονων των θυμάτων της Γενοκτονίας διέρχεται όχι μέσα από τη λήθη αλλά μέσα από την ακριβώς αντίθετη διαδρομή, τη διατήρηση της μνήμης. Με τον τρόπο αυτό η παγκόσμια κοινότητα θα ενημερωθεί και θα ευαισθητοποιηθεί απέναντι σε γενοκτονικά φαινόμενα. Από την άποψη αυτή, η αναγνώριση της γενοκτονίας είναι ζήτημα οικουμενικό, καθώς θα συμβάλει στην ενίσχυση της ειρήνης και στον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων στον πλανήτη.
Για την επίτευξη του στόχου έχουν γίνει ικανοποιητικά βήματα ωστόσο πρέπει να διανυθεί πολύς δρόμος ακόμα. Όπως έχει επισημάνει ο Ομότιμος καθηγητής, κύριος Φωτιάδης, το πρώτο βήμα είναι η ενημέρωση όλων γύρω από το τι συνέβη στον Πόντο την περίοδο 1915-1923. Η επιστημονική έρευνα, η συγγραφή μελετών, η συνεργασία μεταξύ των πνευματικών ανθρώπων της χώρας, η εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση των ιστορικών γεγονότων, η εκπαίδευση του κάθε πολίτη αποτελούν μερικές από τις προϋποθέσεις για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Η σημερινή λοιπόν ημέρα είναι ημέρα σεβασμού και τιμής στους νεκρούς, στους βασανισθέντες αλλά και στους πρόσφυγες, στους διωγμένους από τις πατρογονικές τους εστίες Έλληνες, στα θύματα του βάρβαρου σχεδίου των Νεότουρκων. Είναι μια ημέρα μνήμης για τους πρόσφυγες πρώτης γενιάς, οι οποίοι κληροδότησαν τις αναμνήσεις στους μεταγενέστερους με όχημα το αδιάψευστο για τους ίδιους τεκμήριο της ελληνικότητάς τους. Αναφέρομαι στην ποντιακή γλώσσα η οποία διατηρείται μέχρι και σήμερα ζωντανή σε πείσμα των πολιτικών λήθης που επιβλήθηκαν από τον Μεσοπόλεμο και μεταγενέστερα. Το πολιτισμικό στοιχείο της γλώσσας μαζί την πλούσια πολιτισμική παραγωγή που συντελέστηκε στον Πόντο οφείλουμε να το αναδείξουμε με νηφαλιότητα μέσα από επιστημονικά συνέδρια και μελέτες. Εκτιμώ ότι αυτή θα είναι μια ηθική δικαίωση όλων όσοι πλήρωσαν με τη ζωή τους τον αγώνα τους για ελευθερία.
Επομένως, ο αγώνας για την αναγνώριση της γενοκτονίας πρέπει να συνεχιστεί και να συνδυαστεί με έναν άλλον αγώνα, αυτόν της ανάδειξης της πλούσιας πολιτισμικής παραγωγής,η οποία διαμορφώθηκε στην πατρογονικές εστίες και την οποία οι πρώτης γενιάς Πόντιοι διέσωσαν, μετέφεραν και μεταλαμπάδευσαν στις νέες τους πατρίδες, εμπλουτίζοντας δημιουργικά τη σημερινή ελληνική ταυτότητα.
Πουγαρίδης Στέφανος
Φιλόλογος,
Διδάκτορας Τοπικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας