Τα κάλαντα
Τότε που ζούσαμε
του Γιάννη Δημ. Τσομπάνου
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του έτους 196… Κόντευε το μεσημέρι όταν με τον φίλο και συμμαθητή μου Β.Ζ. βγήκαμε να πούμε τα κάλαντα στη γειτονιά μας στη βορειοανατολική μεριά της μικρής μας πόλης στα «Εργατικά» στο Κάτω Τσιφλίκι. Η γειτονιά αποτελούνταν από σαράντα τέσσερα μονώροφα σπίτια που κτίστηκαν «κατόπιν ενεργειών» του Τάκου Μακρή στο τέλος της δεκαετίας του 1950 για να στεγάσουν τους ευάλωτους, όπως θα λέγαμε σήμερα, συμπολίτες μας. Οι περισσότεροι ένοικοι των σπιτιών αυτών ήταν άνθρωποι της ανάγκης, φτωχοί μεροκαματιάρηδες, νέοι οικογενειάρχες άστεγοι που φιλοξενούνταν από συγγενικά τους πρόσωπα ή μένανε στο νοίκι και σε χαμόσπιτα… Υπήρχαν και πεντέξι δημόσιοι υπάλληλοι…
Το χιόνι που είχε πέσει αποβραδίς είχε σκεπάσει το σκληρό χώμα ίσα με δύο έως τρία δάκτυλα. Το κρύο ήταν διαπεραστικό. Φορέσαμε τα σκουφιά μας και τις λαστιχένιες μπότες μας, ζωστήκαμε από ένα πάνινο σακούλι και κινήσαμε , σπίτι-σπίτι στη σειρά.
Οι φωτιές που είχαμε ανάψει τα μεσάνυχτα σκόρπισαν τα σκοτάδια, φώτισαν τη γειτονιά μας και ζέσταναν τα σώματα και τις ψυχές μας. Ήταν το χρονιάτικο έθιμο των Χριστουγέννων, το «αντέτι» που έλεγε ο αείμνηστος δάσκαλος Λάζαρος Μέλλιος που το σεβάστηκαν μέχρι και οι Τούρκοι και ακόμα καλά κρατεί… Φωνές, τραγούδια και ύστερα μόνον η μουσική της νύχτας και της φωτιάς. Ακόμα είχαμε στα αυτιά μας τον ιδιαίτερο ήχο που έβγαζαν οι φρεσκοκομμένες σπρένγκες που τσιτσίριζαν καθώς καίγονταν βγάζοντας πυκνό καπνό , «τσίρι βίρι, τσίρι βίρι, τσίρι βίρι» και πετούσαν τις σπίθες τους ψηλά στον ουρανό…
Τα αποκαϊδια κάπνιζαν ενώ καιγόταν ό,τι είχε απομείνει από τα ξερόκλαδα, τα σκληρά κούτσουρα που δεν χωρούσαν στις σόμπες, τις γρεντιές με τα μεγάλα γύφτικα καρφιά τους, μια σαρακοφαγωμένη πόρτα, τα φθαρμένα σανιδώματα, μέχρι και ένα παροπλισμένο κάρο είχαμε κάψει… Μια γριούλα ήρθε και πήρε με ένα φτυαράκι ζάρι από τη φωτιά για να ανάψει τη σόμπα της.
Στη μικρή πλατεία Ίωνος Δραγούμη, οι συνομήλικοι μας, ο Κίτσος και ο Μίχας είχαν πει τα κάλαντα και είχαν πιάσει καινούργια «δουλειά». Ο πρώτος είχε πάρει τη μεταλλική σκάφη που έπλενε η μάνα του τα ρούχα , την είχε τοποθετήσει ανάποδα πάνω στο χιόνι και ανασηκωμένη λίγο τη στήριζε με ένα ξύλο. Στο ξύλο είχε δέσει μία μακριά κλωστή . Κάτω από την σκάφη έριξε λίγα ψίχουλα. Ερχόταν το πεινασμένο πουλάκι να φάει τα ψίχουλα, αυτός τότε, κρυμμένος καθώς ήταν, τραβούσε την κλωστή , έπεφτε η σκάφη και παγίδευε το άτυχο πουλί. Τα περισσότερα πουλιά, συνήθως σπουργίτια και μαυροπούλια, τα ελευθέρωνε αμέσως, αν όμως έπιανε καμιά καρδερίνα, κοκκινολαίμη, μπιρμπίλι, τα έκλεινε στο κλουβί. Ο δεύτερος είχε φτιάξει τη δική του μηχανή. Είχε στήσει το δεντράκι του, στα κλαδιά του οποίου είχε στερεώσει τις ξόβεργες, κλαδάκια που τα είχε αλείψει με μία κολλώδη ουσία από μαστίχα και αλεύρι. Δίπλα, μέσα σε κλουβί, είχε μία καρδερίνα για κράχτη. Κελαηδούσε το αιχμάλωτο πουλί, το κελάηδημα του τραβούσε και τα άλλα πουλιά κοντά του με αποτέλεσμα αυτά να πιάνονται στις ξόβεργες το πουλολόγου…
Περιδιαβαίναμε τα σπίτια , ένα προς ένα, τραγουδούσαμε μόνο τις δύο πρώτες στροφές από τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα και μετά χτυπούσαμε την πόρτα για να βγει η νοικοκυρά για να μας δώσει το κατιτίς για τις ευχές και τον κόπο μας. Χρονιάρες μέρες ήτανε και όλες οι νοικοκυρές ήτανε στα σπίτια τους και μας άνοιγαν τις πόρτες τους. Ήταν η ώρα που κάνανε τις δουλειές τους και μαγείρευαν ό,τι φαγώσιμο είχαν στο ντουλάπι ή στο φανάρι τους, για να ταϊσουν τα παιδιά τους και τον άνδρα τους, συνήθως μια πίτα, μια χορτόσουπα, μια φασολάδα… Επειδή , τον καιρό εκείνον, οι γυναίκες ασχολούνταν αποκλειστικά με το νοικοκυριό τους, όμως δεν έλειπαν και αυτές που ξεπόρτιζαν και από το πρωί πιάνανε τις ξένες πόρτες και άρχιζαν τους καφέδες και το κουτσομπολιό …
Άνοιγαν, λοιπόν, τις πόρτες τους οι νοικοκυρές και μας έδιναν , η μία δυο καρύδια ή τρία κάστανα, η άλλη μια καραμέλα μεγάλη με χρωματιστό περιτύλιγμα, σταφίδες, τέτοια πράγματα. Τα ρίχναμε όλα στα σακούλια μας. Όσο για λεφτά; Πολύ σπάνια μας δίνανε ένα πεντάλεπτο, μία τρύπια δεκάρα ή πεντάρα.
Είχαμε εντοπίσει τα σπίτια όπου δίνανε καλά λεφτά και όλοι μας εκεί τρέχαμε , γιατί εμείς λεφτά δεν είχαμε. Ζούσε στη γειτονιά μας ένα ηλικιωμένο ανδρόγυνο , ξένοι που η δουλειά του άνδρα τους έφερε στη Φλώρινα. Παιδιά, σκυλιά δεν είχανε , όμως αγαπούσαν τα παιδιά του κοσμάκη και ας τα μάλωναν όταν με τις φασαρίες τους τάραζαν τον ύπνο και την ησυχία τους. Κρυφά-φανερά βοηθούσαν τις φτωχές οικογένειες με τα πολλά παιδιά, είχαν τον τρόπο τους. Είπαμε τα κάλαντα και χτυπήσαμε την πόρτα. Βγήκε η γριούλα, αδύνατη-κόκκαλο με ένα φιλέ στα μαλλάκια της. Μας χώνει κάτι στο χέρι… «Χρόνια πολλά», λέμε και φεύγουμε γρήγορα. Ψαχνόμαστε, τι να δούμε; Δίφραγκο, μας είχε δώσει από ένα δίφραγκο!! Το οποίον σήμαινε: έξι μπίλιες του κουτιού και το σάλτι μονόχρωμο…
Τέλος , φτάσαμε στο σπίτι, όπου ζούσε μια μεσόκοπη γυναίκα μόνη της, επειδή άλλον άνθρωπο δεν είχαμε δει…Λέμε τα κάλαντα και χτυπάμε τη ξύλινη πόρτα, Δεν ανοίγει κανείς… Χτυπάμε δύο και τρεις φορές… κανείς. «Πάμε να φύγουμε». Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται στο κεφαλόσκαλο η γυναίκα, μαυροφορεμένη, με μαύρο κεφαλομάντηλο, με ανασηκωμένα τα μανίκια στο φόρεμα της, αναψοκοκκινισμένη. « Τι να σας δώσω ; δεν έχω τίποτα». Ντράπηκε. Μας είδε που φεύγαμε. «Σταθείτε», μας λέει. Χάθηκε στο βάθος του σπιτιού. Σε λίγο γύρισε. Κρατούσε μια ξύλινη κουτάλα γεμάτη βρασμένο καλαμπόκι. « Ανοίξτε τη χούφτα σας». Μας γέμισε τα χέρια με ζεστό καλαμπόκι. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη της μια αλατιέρα. « Να σας βάλω λίγο αλάτι, είναι πιο νόστιμο…». Γυρίσαμε χαρούμενοι στα σπίτια μας τρώγοντας το νόστιμο καλαμπόκι, με γεμάτα τα σακούλια μας…
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΥΓΙΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ !!!
Φλώρινα, Δεκεμβρίου 20, 2024!!