Ένας ελάχιστος φόρος τιμής
Του Τάσου Βακφάρη
Ξυπνάω έντρομη τα μεσάνυχτα και τρέχω στο δωμάτιο σου να ανοίξω τα συρτάρια της ντουλάπας. Θέλω μόνο να μυρίσω τις διπλωμένες κάλτσες που μοσχοβολάνε άνθη πορτοκαλιάς και νότες καραμέλας, παιδί μου. Στερέψανε οι πατημασιές σου απότομα και βίαια, δεν πρόλαβα ούτε να σε αποχαιρετήσω ούτε να το συνειδητοποιήσω. Ο νους του ανθρώπου δεν το χωράει μάτια μου μ’ ένα βαγόνι πως πέταξες στον ουρανό. Μα πως είναι δυνατόν ένα σιδερικό κινούμενο στις ράγες να σε πήρε και εγώ να μένω με το ακουστικό στο χέρι, στην αναμονή.
Διαβάζω τα γραπτά μηνύματα στο κινητό που ανταλλάξαμε νωρίς το απόγιομα και τρέμω σύγκορμη για το άτιμο αλφάβητο που σταμάτησε στο “έρχομαι μαμά” και στο “φτιάξε μου τη μαγική μακαρονάδα σου”, “σε αγαπώ μαμά”. Τα έβαλα σε μεγάλη κορνίζα στον τοίχο για να ακούω δήθεν τη φωνή σου. Να έχω στο μυαλό το παιδί μου πως θα ανοίξει την πόρτα και θα τρέξει αγκαλιά κουρασμένο πάνω μου.
Έχω αφήσει άθικτα τα σεντόνια στο κρεβάτι σου και τα μαξιλάρια ανακατωμένα όπως κοιμόσουν το βράδυ. Δυο χαμηλά στο κεφάλι και ένα φουσκωτό ανάμεσα στα πόδια. Τα τελευταία αντικείμενα που χαϊδέψανε το κορμάκι σου και έχουν τσαλακωθεί από το εφηβικό δέρμα σου. Δεν τολμώ να ξεκλειδώσω την πόρτα μήτε να ανοίξω παράθυρο μη τυχόν και μου φύγεις από κει μέσα κορίτσι μου.
Σέρνω το νεκροζώντανο σώμα μου στο σπίτι με ένα παιδικό άλμπουμ κατάσαρκα χωρίς την ανάγκη για φαγητό και νερό, χωρίς να έχω έγνοιες για τον υπόλοιπο κόσμο. Άδικα προσπαθεί ο μπαμπάς σου να μας κρατήσει όρθιους για να φτάσουμε τον αγώνα στο τέρμα. Στο πολυσέλιδο έγγραφο με τις σφραγίδες του κράτους που μοιάζει με νεκρόσημο σε κολόνα, με τους αναγνώστες να μένουν εμβρόντητοι. Να μάθω ποιος και γιατί σε πήρε από μένα.
Παίρνω χαρτί και μολύβι να συντάξω ένα γράμμα όπως παλιά αλλά δεν ξέρω που να το στείλω, ποια διεύθυνση παραλήπτη να γράψω. Θέλω να ξέρεις πόσο σε αγαπάω και πόσο μου λείπεις ψυχούλα μου. Θα συνεχίσω να πλένω τα ρούχα με το ίδιο μαλακτικό να σε αισθάνομαι ανάμεσα σε μπλούζες και παντελόνια. Να παίζουμε κρυφτό στα ασιδέρωτα όπως τα μικρά παιδιά. Φυλάω εγώ τώρα. Εσύ τρέξε στους ουρανούς και κρύψου καλά πίσω από τα σύννεφα. Τα λάτρευες για τα σχήματα που έπαιρναν τη μέρα και αλλάζανε μορφές σαν κινούμενα σχέδια.
Κοιτά εσύ να χαρείς το παιχνίδι και εγώ θα σε προσέχω όσο μπορώ. Τ΄ ορκίζομαι θα κρατάω τσίλιες και δεν θ’ αφήσω κανέναν να κλέψει. Είμαι εδώ καρδιά μου, μη φοβάσαι.
…
***ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις μανάδες που μαυροφορεθήκανε.
***για το συλλογικό πένθος που βιώνει η χώρα με την τραγωδία που μας συγκλόνισε.
***ευχής έργο να ήταν σενάριο δίωρης δραματικής ταινίας μονάχα.
Share :