Η γέννηση του Χριστού ως υπέρλογο γεγονός
Η υπερφυσική γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της παρθένου», με την οποία ο νηπιάσας Κύριος μπήκε στη ζωή της ανθρωπότητος ὡς σωτήρας της, είναι υπέρλογο και ανθρωπίνως ανεξήγητο γεγονός, που θα ταίριαζε μόνο στο Γιο του Θεού. Για τη γέννηση του Χριστού ιστορούν οι ιεροί ευαγγελισταί Ματθαίος και Λουκάς στα Ευαγγέλιά τους.
Ο Χριστός ως νέος γενάρχης ήρθε στον κόσμο, παίρνοντας πλήρη την ανθρώπινη φύση, απαλλαγμένη όμως από τη φθορά, που μεταβιβάζεται με την κληρονομικότητα σ΄όλους τους απογόνους του Αδάμ. Ενώ κυοφορήθηκε ως ένας κοινός άνθρωπος στη γαστέρα της παρθένου Μαρίας, χωρίς να φθαρεί η παρθενία της,, όμως η σύλληψή του δεν έγινε με το φυσικό τρόπο, με τον οποίο πολλαπλασιάζεται το ανθρώπινο γένος, αλλά με τη μοναδική υπερφυσική παρέμβαση του Αγίου Πνεύματος, που γονιμοποίησε τους κόλπους της με υπέρλογο και αμόλυντο τρόπο, ώστε να παραμείνει πάντοτε παρθένος.
Από το χώρο όμως των άκρων ορθολογιστών, κυρίως προτεσταντών, διατυπώθηκαν κάποιες ενστάσεις.
Α. Ότι η μαρτυρία για την άσπορη και υπερφυσική γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου είναι όψιμη, επειδή δεν κάνουν λόγο γι αυτήν οι δύο άλλοι ευαγγελισταί Μάρκος και Ιωάννης, καθώς και ο απόστολος Παύλος.
Β. Ότι ο Ιωσήφ σε κάποια χωρία αναφέρεται ως πατέρας του Ιησού. Άρα το «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της παρθένου» δεν ισχύει. Ο Χριστός, κατά την άποψη αυτή, είναι φυσικό παιδί του Ιωσήφ, και η μητέρα του δεν είναι παρθένος.
Γ. Ότι ένα χειρόγραφο στον κατάλογο της γενεαλογίας αναφέρει «Ιωσήφ δε , προς ον ην μεμνηστευμένη η παρθένος Μαρία, εγέννησε τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν».
Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αυθαίρετοι, αστήρικτοι, και κατ΄επέκταση αιρετικοί, για τους εξής λόγους.
- Οι εκπρόσωποι του προτεσταντικού χώρου έχουν πάγια τακτική ν΄αμφισβητούν όλες τις ευαγγελικές αλήθειες, κυρίως αυτές που απαρτίζουν το θείο χαρακτήρα του ευαγγελικού κηρύγματος. Και το κάνουν αυτό, επειδή στο χώρο τους δεν είναι αρεστός ο τέτοιος χαρακτήρας της πίστεως.
- Το γεγονός της ασπόρου και υπερφυσικής γεννήσεως του Χριστού μαρτυρείται από δύο ευαγγελιστάς, το Ματθαίο, που έγραψε το Ευαγγέλιό του ανάμεσα στα 50 με 60, και το Λουκά, που συγγράφει στα 58-64. Ο καθένας απ’ αυτούς παρουσιάζει τη γέννηση του Χριστού με το δικό του τρόπο. Ο πρώτος στα δύο πρώτα κεφάλαια τη θέτει στο πλαίσιο της γενεαλογίας, του αρραβώνος της Μαρίας με τον Ιωσήφ, της προσκυνήσεως των μάγων, της σφαγής των νηπίων, και της φυγής στην Αίγυπτο. Ο δεύτερος, και αυτός στα δύο πρώτα κεφάλαια, ιστορεί τον ευαγγελισμό της παρθένου, την επίσκεψη στην Ελισάβετ, τη γέννηση του Προδρόμου, τη διαταγή του Καίσαρος για απογραφή, τη δοξολογία των αγγέλων, και την προσκύνηση των βοσκών. Ο Λουκάς γράφει πολλά που δεν έγραψε ο Ματθαίος (Λκ 1,2-3). Πάντως ο ένας είναι συνέχεια του άλλου και οι δύο μαζί συμφωνούν και εναρμονίζονται πλήρως στο επίμαχο θέμα της υπερφυσικής γεννήσεως του Χριστού.
- Οι εξιστορήσεις των δύο ευαγγελιστών είναι αξιόπιστες, επειδή είναι αρχαϊκές και πρωϊμότατες. Μπορούμε να πούμε ότι αυτές ενεργούν ως αδιάψευστοι μάρτυρες, για τους οποίους ισχύει ο λόγος του Κυρίου «Επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθήσεται παν ρήμα» (Μθ 18,16).
- Προφανώς οι ευαγγελισταί Μάρκος και Ιωάννης, που γράφουν ανάμεσα στα 64-72, βλέποντας την επάρκεια των δύο μαρτυριών, Ματθαίου και Λουκά, αρχίζουν τα Ευαγγέλιά τους από την ώριμη ηλικία του Χριστού.
- Θα ήταν αφελές να πιστεύεται ότι, για να είναι αξιόπιστο το γεγονός της υπερφυσικής γεννήσεως του Χριστού, θα έπρεπε να μαρτυρείται και από τους τέσσερες ευαγγελιστές, και από τον Παύλο. Για τη φαιδρή αυτή απαίτηση των απίστων θα γίνει μια απλή υπόθεση. Ελέχθη από τους κατηγόρους ότι ο Λουκάς στο Ευαγγέλιό του αναφέρει πολλές και σημαντικές λεπτομέρειες για τη γέννηση του Χριστού, ενώ στο άλλο βιβλίο του, τις Πράξεις, δεν αναφέρει γι΄αυτήν ούτε λέξη. Αν υποθέσουμε ότι το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο χανόταν, και δεν σωζόταν στις μέρες μας, θα ήταν τάχα σοβαρό από τη σιωπή των Πράξεων να συμπεράνουμε ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς αγνοούσε παντελώς την εκ Πνεύματος Αγίου υπερφυσική γέννηση του Χριστού; Οι Πράξεις, ως γνωστόν, ιστορούν τη ζωή της εκκλησίας από την ανάληψη και μετά. Με ποια λογική θα έπρεπε να ιστορήσει τη γέννηση του Χριστού;
- Αν ένα από τα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, ο κώδικας Syrsin, εμφανίζει τη διαφορετική γραφή «Ιωσήφ δε, προς ον ην μεμνηστευμένη η παρθένος Μαρία, εγέννησε τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν», σημαίνει ότι θα πρέπει να παραβλέψουμε τα άλλα 5.300 σωζόμενα χειρόγραφα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης και να στηριχθούμε στο ένα; Ποιο δικαστήριο θ΄απέρριπτε 5.300 αξιόπιστους μάρτυρες και θα έβγαζε απόφαση στηριζόμενο σε μία αμφιβαλλόμενη μαρτυρία;
- Το ότι όμως ο επίμαχος κώδικας είναι πλαστογραφημένος από χαμηλής διανοητικής στάθμης πλαστογράφο φαίνεται σαφώς από το ότι πρόσθεσε στο χωρίο τη λέξη «παρθένος». Ιδού η μωρία του πλαστογράφου. Ιδού και η σαθρότητα της «επιχειρηματολογίας» των ορθολογιστών προτεσταντών και παπικών.
- Αλλά και ως προς τον απόστολο Παύλο δεν έχουν δίκαιο οι ανατρεπτικοί προτεστάντες για τον απλό λόγο, ότι ο απόστολος Παύλος στις Επιστολές του δεν γράφει ιστορία, όπως οι τέσσερες ευαγγελισταί, αλλά, στηριζόμενος και στην ιστορία των Ευαγγελίων, προσφέρει στο λαό διδασκαλία, κατήχηση. Δεν γράφει το βίο του Χριστού.
- Είναι σημαντικό όμως ότι ο Παύλος στη ρύμη του λόγου του συχνά αναφέρεται ακροθιγώς στο γεγονός της υπερφυσικής γεννήσεως του Χριστού. Λέει λ.χ. ότι ο νέος Αδάμ, δηλαδή ο Χριστός, ήρθε από τον ουρανό (Α΄ Κο15,47). Λέει επίσης ότι ο Χριστός ως Μεσσίας και Θεός Λόγος προϋπήρχε. Όταν δε τον έστειλε ο Πατέρας με σάρκα, για να εξαλείψει την αμαρτία, η σάρκα του δεν ήταν σάρκα αμαρτίας, αλλά σάρκα αναμαρτησίας, που σημαίνει ότι ως άνθρωπος δεν γνώρισε αμαρτία, ούτε καν κληρονόμησε την αμαρτία (Β΄ Κο 5,21΄ Ρω 8,3). Άρα δεν γεννήθηκε κατά το φυσικό νόμο, που γεννιούνται όλοι οι άνθρωποι, αλλά κατά υπερφυσικό και υπέρλογο τρόπο «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της παρθένου».
- Τέλος, ο απόστολος Παύλος στην αποστολική περικοπή των Χριστουγέννων αναφέρει τη γέννηση του Ιησού Χριστού από γυναίκα μόνο (Γα 4,4). Δεν αναφέρει σαρκικό πατέρα του.
Εμείς, αγαπητοί, παραβλέπουμε τα φληναφήματα των αιρετικών και προχωρούμε στην κάρπωση των ευεργετημάτων της θείας γεννήσεως του σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Είναι δε τα ευεργετήματα διττά. Αφ’ ενός ευεργετήματα που έχουν σχέση με την άφεση των αμαρτιών μας, αφ΄ ετέρου δε με τον πλούτο των θείων δωρημάτων που λάβαμε, δωρήματα που επιτελούν τον αγιασμό μας και την αποκατάσταση των σχέσεών μας με το Θεό.
Είθε για όλους μας η θεία γέννηση του Χριστού να έχει τις δύο αυτές πρακτικές, την άφεσή μας και τον αγιασμό μας.
Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης
αρχιμανδρίτης
Βιβλιογραφία
Τρεμπέλα Π., Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, Αθήναι 1973, σ. 530ε.
Σιαμάκη Κ., Η παράδοση του κειμένου της Αγίας Γραφής, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 6.