Η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού μέσα από επίσημες καταγραφές
Η ομιλία του Κωνσταντίνου Σεχίδη, διευθυντή του Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου Φλώρινας, στην εκδήλωση μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου
Στη μακραίωνη πορεία της ιστορίας του ανθρώπινου γένους σημειώθηκαν αρκετές φορές περιπτώσεις ολικής ή μερικής εξόντωσης εθνικών, φυλετικών ή θρησκευτικών ομάδων. Έπρεπε όμως να περάσει τόσος πολύς καιρός για να ωριμάσει στα μέλη της Κοινωνίας των Εθνών το 1946 η σκέψη αλλά και η απόφαση να καταδικάζουν τέτοιου είδους απάνθρωπες πράξεις και να παίρνουν διάφορα προληπτικά μέτρα. Αφορμή για τη συνολική αντιμετώπιση του θέματος έδωσαν το φρικιαστικά εγκλήματα που διέπραξε σε βάρος των Εβραίων κυρίως, αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών λαών η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία.
Αυτή την περίοδο καθιερώθηκε και ο νεολογισμός “Γενοκτονία” από τον Πολωνικής καταγωγής Αμερικανό καθηγητή Λέμκιν. Συγκεκριμένα ο όρος διατυπώθηκε το 1945 στη δίκη της Νυρεμβέργης για τους εγκληματίες του πολέμου και δηλώνει την μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Στην πρώτη συνεδρίαση της η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με τη 96-1 απόφαση της, στις 11 Νοεμβρίου 1946, διακήρυξε ότι η Γενοκτονία αποτελούσε: ένα έγκλημα διεθνούς δικαίου αντίθετο προς το πνεύμα και τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών και το οποίο ο πεπολιτισμένος κόσμος καταδικάζει. Στις 9.12.1948 ψηφίστηκε το οριστικό σχέδιο της διεθνούς σύμβασης, που αποτελείται από 19 άρθρα, τα οποία αναφέρονται στην πρόληψη και την καταστολή της Γενοκτονίας.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφέρουμε τα δυο πρώτα άρθρα:
Άρθρον 1: Τα Συμβαλλόμενα Μέρη επιβεβαιούν ότι η γενοκτονία συντελούμενη είτε εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ πολέμου τυγχάνει έγκλημα διεθνούς δικαίου και αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να προλάβουν και να τιμωρήσουν τούτο.
Άρθρον 2 :Εις την παρούσα Σύμβασιν ως γενοκτονία νοείται οιαδήποτε εκ των κατωτέρω πράξεων ενεργούμενων με την πρόθεσιν ολικής ή μερικής καταστροφής ομάδος εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής, ως τοιαύτης:
α) Φόνος των μελών της ομάδος,
β) Σοβαρά βλάβη της σωματικής ή διανοητικής ακεραιότητας των μελών της ομάδας,
γ) Εκ προθέσεων υποβολή της ομάδος εις συνθήκας διαβιώσεως δυναμένας να επιφέρωσι την πλήρη ή την μερικήν σωματικήν καταστροφήν αυτής,
δ) Μέτρα αποβλέποντα εις την παρεμπόδισιν των γεννήσεων εις τους κόλπους ορισμένης ομάδος,
ε) Αναγκαστική μεταφορά παίδων μιας ομάδος εις ετέραν ομάδα.
Σήμερα, όταν ακούμε τη λέξη Γενοκτονία, η σκέψη μας αυτόματα πηγαίνει στα δύο τραγικά γεγονότα του αιώνα μας, τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 από τους Νεότουρκους και τη Γενοκτονία των Εβραίων και των σλαβικών λαών το 1940-44 από τους Γερμανούς.
Στον αιώνα μας όμως εγκλήματα Γενοκτονίας διαπράχθηκαν και σ’ άλλους λαούς, τα οποία επισκιάστηκαν, είτε από τον όγκο των τραγικών περιπτώσεων των παραπάνω λαών, είτε αποσιωπήθηκαν από κυβερνητικές και πολιτικές επιταγές στο όνομα κάποιων διακρατικών συμφωνιών και συμφερόντων. Ένας από αυτούς τους λαούς, που έχει υποστεί όλες τις μορφές και τις μεθόδους Γενοκτονίας, μάλιστα από το ίδιο κράτος που είναι υπεύθυνο και για τον αφανισμό του αρμενικού λαού, είναι και ο Ελληνισμός του Πόντου. Ο ποντιακός ελληνισμός ατύχησε να δοκιμάσει όλες τις κατηγορίες που αναφέρονται στην σύμβαση ως πράξεις Γενοκτονίας. Τα ντοκουμέντα που βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες αλλά κυρίως στα επίσημα αρχεία των διαφόρων κρατών, αποκαλύπτουν τα σατανικά σχέδια των Νεότουρκων και των Κεμαλικών και επιβεβαιώνουν το μεθοδευμένο κυβερνητικό σχέδιο αφανισμού των Ελλήνων του Πόντου. Μέσα από τα γραπτά κείμενα , τις μαρτυρίες, τα απομνημονεύματα, τις καταθέσεις και κυρίως μέσα από τα διπλωματικά έγγραφα όλοι οι αιώνιοι μάρτυρες καταδίκαζαν τις μεθόδους των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών για τον απαράδεκτο τρόπο επίλυσης του Μικρασιατικού Ζητήματος.
Από τους βαλκανικούς πολέμους οι Νεότουρκοι διδάχτηκαν πως μονάχα με την εξαφάνιση των Ελλήνων και των Αρμενίων θα κάνανε πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Οι διάφορες μορφές βίας δεν αρκούσαν για να φέρουν τον εκτουρκισμό.
Ο προδιαγεγραμμένος αφανισμός του μικρασιατικού ελληνισμού, επιχειρήθηκε με ποικιλότροπα μέσα. Σε βάρος των Ελλήνων εφαρμόστηκε μια άλλη στρατηγική, που απέβλεπε όμως στο ίδιο αποτέλεσμα. Στις 21 Ιουλίου 1914 κήρυξαν γενική επιστράτευση όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και από 19 ως 45 χρονών κλήθηκαν όλοι υπό τα όπλα. Όσοι δεν παρουσιάζονταν μέσα σε έντεκα μέρες κρίνονταν λιποτάκτες και καταδικάζονταν σε θάνατο. Η διαταγή τοιχοκολλήθηκε σε όλα τα τζαμιά, τις εκκλησίες, τα καφενεία, και γενικά σ’ όλα τα δημόσια κτίρια και έχοντας τη νομική της κάλυψη άρχισαν να εξοντώνουν όσους είχαν συμπεριλάβει στους μαύρους πίνακες με την κατηγορία της λιποταξίας. Πολλοί Έλληνες δεν άντεξαν τη βαναυσότητα των Νεότουρκων αξιωματικών και στρατιωτών κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας-ομηρίας, όπου υποβάλλονταν καθημερινά σε θανάσιμες κακουχίες, εξοντωτική δουλειά και κακή διατροφή. Ο απώτερος στόχος των εργατικών ταγμάτων “αμελέ ταμπουρού” ή κατά τη λαϊκή έκφραση, προς εξευτελισμό τους, των “εσέκ ταμπουρού”, δηλαδή των ταγμάτων γαϊδουριών, ήταν ο αποδεκατισμός του ανδρικού πληθυσμού, για να μην υπάρχουν δυνάμεις αντίστασης κατά τη δεύτερη φάση του γενοκτονικού σχεδίου. Το πρόγραμμα αυτό, προέβλεπε αρχικά τη ληστεία και μετά τη θανατική καταδίκη των γυναικόπαιδων και των ηλικιωμένων, με τη μέθοδο των μαζικών εκτοπίσεων στα βάθη της Ανατολής Τραγικές συνθήκες περίμεναν τους Έλληνες του Πόντου, γράφει ο Γ. Βαλαβάνης, ένας τραγικός μάρτυρας της εποχής εκείνης, στα αμελέ ταμπουρού του Πακήρ Ματέν, του Οσμανιέ (Άργανα μαντέν), Δερμούλ, τα οποία δικαίως επονομάσθηκαν από τους χριστιανούς, τάγματα θανάτου: “Οι δυστυχείς χριστιανοί, πάσης τάξεως, στρατολογούμενοι εστέλλοντο εις τας ως άνω περιφερείας δια να εργασθούν υπό την επίβλεψιν κτηνωδών τσαούσηδων, επί 18 ώρας το ημερονύκτιον, δια να θραύουν λίθους προωρισμένους δια την οδοποιίαν ευρείας λεωφόρου μέχρι των συριακών συνόρων. Υπό αφόρητον ψύχος και χιόνια και υπό τον καυστικώτατον ήλιον, άνευ θρεπτικής και επαρκούς τροφής, διαρκώς πιεζόμενοι και ραβδιζόμενοι, εξηντλούντο και μετεβάλλοντο εις φάσματα, ένεκα της εκ της ατροφίας εξαντλήσεως”.
Για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων, και υπό το πρόσχημα των προληπτικών μέτρων και τις ευλογίες των Γερμανών άρχισαν οι εκτοπίσεις του ελληνικού πληθυσμού από τις παραλιακές περιοχές της Ιωνίας και της Μαύρης Θάλασσας στα βάθη της Ανατολής.
Η Γερμανία, στην προσπάθεια της να πετύχει τους στόχους της στο νευραλγικό αυτό χώρο, δε δίστασε να θυσιάσει τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής στο βωμό του παντουρκισμού. Ως ένα βαθμό ήταν συνυπεύθυνη στις γενοκτονίες των Ελλήνων και Αρμενίων. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα μέσα στα ανέκδοτα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών. Ο Γερμανός αρχιστράτηγος Liman von Sanders ήταν αυτός που εισηγήθηκε στους Τούρκους, την απομάκρυνση των Ελλήνων από τα παράλια, τάχα για στρατιωτικούς λόγους, χαρακτηρίζοντας τους πράκτορες της Αντάντ.
Όλη η γερμανική ηγεσία, έβλεπε με μισό μάτι την πρόοδο του μικρασιατικού Ελληνισμού και δεν έχανε ευκαιρία, ούτε δίσταζε να δείχνει την εχθρική της διάθεση. Παντού, όπου μπορούσε, κατηγορούσε τους Έλληνες της Τουρκίας για την αναπτυγμένη εθνική συνείδηση που είχαν. Παραπονιόταν ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας στον Έλληνα επιτετραμμένο Ίωνα Δραγούμη στο Βερολίνο, στις 7.4.1914: «… Πας Έλλην εν Τουρκία είναι απόστολος του Πανελληνισμού»
Στους ελληνικούς πληθυσμούς, ανακοινώθηκε ότι η λήψη του μέτρου του εκτοπισμού, αποσκοπούσε στην προστασία τους από τον εχθρικό στόλο, η ομοιότροπη όμως εκτέλεση του αποδείκνυε μεθόδευση, βάσει συγκεκριμένων εντολών της τουρκικής διοικήσεως: η χωροφυλακή εμφανιζόταν στον προγραμμένο οικισμό, συγκέντρωνε τους κατοίκους στην πλατεία και τους διέταζε να ετοιμαστούν αμέσως για αναχώρηση. Ο εκτοπισμός γινόταν συνήθως χειμώνα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες και στους εκτοπιζόμενους απαγορευόταν να μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Ενώ η πομπή ξεκινούσε με άγνωστο προορισμό, στα ελληνικά σπίτια εισέβαλαν Τούρκοι των γειτονικών περιοχών που, καθώς φαίνεται, δεν διέτρεχαν ανάλογο κίνδυνο από το στόλο. Οι σταθμεύσεις γίνονταν στην ύπαιθρο και σε ακατοίκητες περιοχές, ώστε να αποκλείεται ο ανεφοδιασμός, ενώ απαγορευόταν η περίθαλψη των αρρώστων και η ταφή των νεκρών. Επιβαλλόταν αντίθετα η απολύμανση όλων σε θερμά λουτρά τουρκικού τύπου (χαμάμ) και η έκθεση τους αμέσως μετά στην παγωμένη ύπαιθρο για καταμέτρηση και ιατρική εξέταση. Μετά την “εκκαθάριση” στους λουτρώνες – μέτρο που αποδίδεται σε γερμανική εισήγηση – η πορεία συνεχιζόταν με πλήρη ασιτία. Απαγορευόταν επί ποινή θανάτου η ελεημοσύνη από ομογενείς και η παροχή ασύλου στα εγκαταλειμμένα βρέφη. Οι νέοι τόποι εγκαταστάσεως ήταν πάντα απομονωμένα χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας με αμιγή τουρκικό πληθυσμό. Εκεί, μακριά από το Πατριαρχείο και χωρίς δασκάλους, με παντελή έλλειψη πνευματικής ηγεσίας, οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες οδηγούνταν στον εξισλαμισμό.
Οι κάτοικοι της Ματσούκας διατάχθηκαν, τον Απρίλιο του 1916, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και απελάθηκαν μέσω των Ποντικών Άλπεων, στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, κυρίως στα οροπέδια του Ερζερούμ. Αφάνταστες και απερίγραπτες είναι οι ταλαιπωρίες που πέρασαν τις χειμωνιάτικες, ακόμη, για την περιοχή μέρες και νύχτες της πορείας τους. Η πείνα και οι αρρώστιες ήταν το τελειωτικό χτύπημα κατά των Ελλήνων. Ο λευκός θάνατος αποδεκάτιζε τους εξόριστους.
Η επιχειρηματολογία των Νεότουρκων προκειμένου να δικαιολογήσουν και τις εκτοπίσεις των Ελλήνων που ζούσαν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γερμανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Metternich, στηριζόταν σε προφάσεις, τελείως αναίτιες, ότι οι Ρώσοι είχαν εξοπλίσει τους ελληνικούς πληθυσμούς, υπόθεση που δικαιολογούσε φόβους για ενδεχόμενη ελληνική εξέγερση. Η επιχειρηματολογία αυτή, εκ των πραγμάτων, αποδείχτηκε αστήριχτή, καθώς ο πληθυσμός που εκτοπίστηκε αποτελούνταν κατά το κύριο μέρος του από γυναίκες, παιδιά και γέρους. Οι ικανοί για όπλα είχαν ήδη κληθεί και καταταγεί στο στρατό ή είχαν καταφύγει στα βουνά και στο εξωτερικό.
Οι μετατοπίσεις των πληθυσμών, οι λεηλασίες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί και οι δολοφονίες είχαν ως κύριο στόχο την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών, για να επιτευχθεί ευκολότερα ο εκτουρκισμός εκείνων που θ’ απέμεναν.
Ο Λάμπος Μαυρίδης από το Τεπέ Κιοΐ καταθέτει ότι “από τους 700 που βγήκαμε εξορία από το χωριό μας το 1916 γυρίσαμε 232 άτομα”, τα οποία, ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα, υπέστησαν χειρότερα μαρτύρια από τον Άιχμαν του ποντιακού ελληνισμού, Τοπάλ Οσμάν: “Κανένα χρόνο μετά το γυρισμό μας από την εξορία (1916), κακήν κακώς, ζήσαμε. Ύστερα ο Τοπάλ Οσμάν ήρθε χαράματα και περικύκλωσε το χωριό με τους τσέτες του. Μάζεψαν τον κόσμο, έναν-έναν τους χωριανούς και τους έβαλαν σ’ ένα σπίτι, σιμά στην εκκλησία: Άντρες, παιδιά, γυναίκες, γέρους, μωρά. Έδωσαν φωτιά το σπίτι και τους έκαψαν ζωντανούς! Προτού να τους κάψουν διάλεξαν 4-5 νέες γυναίκες και τις κράτησαν για τον εαυτό τους. Μετά έχυσαν 10 τενεκέδες πετρέλαιο μέσα και ολόγυρα στο σπίτι και κατόπιν έριξαν μια χειροβομβίδα. Άναψε φωτιά! Το σπίτι ήταν του Κοντού του Κώτα. Δέκα-είκοσι λεφτά κράτησε το κακό. Φώναζαν. Οι φωνές των γυναικών “σον ουρανόν έβγαιναν” (οι φωνές των γυναικών ανέβαιναν στον ουρανό). Τινάχτηκε το σπίτι μες στις φλόγες κι όλους τους πλάκωσε μέσα…!
Αυτό όλο κράτησε μισή ώρα. Μετά μισή ώρα οι τσέτες έφυγαν και πήγαν στ’ άλλα χωριά. Και σε κάθε χωριό μισή ώρα στέκονταν, έκαιγαν έκαιγαν και συνέχεια έφευγαν. Δεκαεφτά (17) χωριά έκαψαν στη συνέχεια. Τα Γούζερε, Κόλτιζι, Τεπέκιοϊ, Γιόμα, Κινέη… Δεν έκαιγαν τα σπίτια των χωριών. Μόνο ένα σπίτι έκαιγαν μαζί με τους ανθρώπους”.
Είναι η εποχή που κάνει την επίσημη εμφάνιση του, στο δυτικό κυρίως Πόντο, ο βασικότερος από τους δολοφόνους του ποντιακού ελληνισμού, ο Οσμάν αγά Φιριτίνογλου, ο γνωστός Τοπάλ Οσμάν (κουτσός Οσμάν), επειδή είχε χάσει το ένα πόδι του κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ένας αγράμματος, άξεστος, και εντελώς αδίστακτος άνθρωπος, με την έγκριση των τοπικών αρχών αναδείχτηκε σε τύραννο και δικτάτορα της Κερασούντας, αλλά και των ελληνικών χωριών “λεηλατών, ατιμάζων, φορολογών, φονεύων, εισερχόμενος νύκτωρ εις τας ελληνικάς οικίας μετά της περί αυτόν πολυαρίθμου σπείρας ενόπλων κακούργων, ενεργών άνευ επισήμου τινός εντολής κατ’ οίκον έρευνας, φυλακίζων αυθαιρέτως, και εν γένει καταστάς φοβερά διά τους Έλληνας μάστιξ.
Χιλιάδες έγγραφα και εκατοντάδες βιβλία αναφέρονται στις ποικίλες δραστηριότητες του, αλλά κυρίως στα εγκλήματα που διέπραξε σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου. Με τις ευλογίες των Νεότουρκων, και αργότερα του ιδίου του Κεμάλ, ο οποίος τον διόρισε γενικό διοικητή της Μαύρης Θάλασσας, κι εμφορούμενος από άσβεστο μίσος εναντίον καθετί ελληνικού, υλοποίησε το γενοκτονικό πρόγραμμα της τουρκικής ηγεσίας, εξαφανίζοντας από το χάρτη περισσότερα από χίλια ελληνικά χωριά και κατόρθωσε, με την πλασματική πληθυσμιακή υπεροχή των μουσουλμανικών εθνοτήτων, να αλλοιώσει την εθνολογική σύσταση του Πόντου.
Οι εκθέσεις των ανέκδοτων αρχείων των υπουργείων Εξωτερικών για το δράμα του ποντιακού Ελληνισμού δεν έχουν τελειωμό. Συνολικά πάνω από 350.000 Πόντιοι βρήκανε οικτρό θάνατο από τους Νεότουρκους στις πόλεις και τα χωριά, στις χαράδρες και τα βουνά, στις εξορίες και τις φυλακές.
Μόνον όποιος δεν γνώρισε τον Τούρκο μπορεί ν’ αμφιβάλει για την αξιοπιστία των εκθέσεων, που ως ένα σημείο μοιάζουν να ‘ναι παρμένες από κινηματογραφικά φιλμ τρόμου. Υπήρξαν, τα μαύρα εκείνα χρόνια, μερικοί ξένοι, απλοί άνθρωποι, που δεν ήταν αναμειγμένοι σε σκοτεινά πολιτικά παρασκήνια, αυτόπτες μάρτυρες της γενοκτονίας, των οποίων οι αναφορές δεν έχουν κανένα λόγο αμφισβήτησης, γιατί δεν κρύβουν κάποια σκοπιμότητα. Και είναι αυτές οι αναφορές που έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα, γιατί ακριβώς γράφτηκαν για να υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι να εξυπηρετούν κάποια πολιτικά συμφέροντα.
Οι Τούρκοι ως σήμερα, δεν έχουν αναγνωρίσει τις γενοκτονίες, που διέπραξαν οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί, σε βάρος των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων – Αραμαίων, οι οποίες ωστόσο επιβεβαιώνονται και από οθωμανικά έγγραφα. Η συγκέντρωση όλων αυτών των ντοκουμέντων επιβάλλεται να γίνει, ώστε να δουν το φως της δημοσιότητας και να μπορέσει ο τουρκικός λαός μέσα από τη γνώση της ιστορικής αλήθειας να πάρει τη μεγάλη απόφαση της αναγνώρισης των εγκλημάτων από τους προγόνους του.
Κάθε λαός έχει δικαίωμα ν’ απαιτεί μ’ επιμονή την επίσημη αναγνώριση των αδικημάτων που διαπράχθηκαν εναντίον του. Η σημερινή πραγματικότητα δε δικαιολογεί νέες ολιγωρίες και αναβολές. Όταν κανείς αργοπορεί απέναντι στην Ιστορία, αυτή τον εκδικείται. Η γενοκτονική, ενοχή της Τουρκίας συνεχίζεται ως τις μέρες μας και συνυπεύθυνοι είμαστε και εμείς για το λόγο ότι δεν αποδώσαμε στην Ιστορία το οφειλόμενο χρέος μας. Έτσι το διεθνές έγκλημα της Τουρκίας συνεχίζει να είναι κατ’ εξακολούθηση. Ξεκίνησε το 1915 με τους Αρμενίους, συνεχίστηκε το 1916-1923 με τους Έλληνες του Πόντου και των άλλων μικρασιατικών περιοχών. Στην Κεμαλική περίοδο επιδόθηκε στην εξαφάνιση των μικρών χριστιανικών και των αυτοχθόνων μουσουλμανικών εθνοτήτων (Αράβων,Λαζών, Τσερκέζων, Κιζιλπάσηδων, Γεζίτων, Σύρων, Αλεβήδων, Γεωργιανών). Τη περίοδο 1942-1964 εφάρμοσαν συστηματικά το σχέδιο συρρίκνωσης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και των νησιών ‘Ιμβρου και Τενέδου. Το 1974 δημιούργησε, με την επέμβαση και κατοχή της μισής Κύπρου, το προσφυγικό πρόβλημα 200.000 Ελλήνων Κύπριων και σήμερα ανενόχλητη συνεχίζει το γενοκτονικό της σχέδιο ενάντια σ’ έναν αρχαίο λαό, τον Κουρδικό, τους Καρδούχους του Ξενοφώντα, που ζητούν στοιχειώδη εθνικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Και αυτό γιατί μέχρι σήμερα δεν κλήθηκε από κανένα Διεθνή Οργανισμό ν’ απολογηθεί για τα εγκλήματα της. Στο σημείο αυτό είναι συνένοχη και η ίδια η Διεθνής Κοινότητα που ανέχεται ή και εν μέρει αποσιωπά το Διεθνές αυτό έγκλημα. Συνένοχοι όμως είμαστε και όλοι εμείς που περί άλλων θεμάτων τυρβάζομε.
Είναι καιρός νομίζω να ενεργοποιηθούν κάποιοι Διεθνείς Οργανισμοί που ιδρύθηκαν, για να προστατέψουν την παγκόσμια ειρήνη. Να αποδώσουν δικαιοσύνη σύμφωνα με το πνεύμα και με τους όρους του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σεβασμό στις θεμελιώδεις ανθρώπινες αρχές. Επιβάλλεται να συγκροτηθεί αδέκαστη ανακριτική επιτροπή από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να φέρει στο φως μέσα από τα υπάρχοντα ντοκουμέντα, τα τραγικά γεγονότα της εποχής εκείνης. Το αίτημα των Ποντίων Ελλήνων για την αναγνώριση της Γενοκτονίας εμπεριέχει μια δυναμική, ένα μήνυμα λύτρωσης προς την ίδια την τουρκική κοινωνία.
Φοβερή Γενοκτονία σε βάρος του Εβραϊκού και των Σλαβικών λαών διέπραξε και η Γερμανία στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Όμως η χώρα αυτή ζήτησε συγγνώμη και εξιλέωση από τους συγγενείς των θυμάτων, κατέβαλε αποζημιώσεις και εξακολουθεί να τονίζει ως τις μέρες μας την ευθύνη της γι αυτήν.
Η σημερινή Τουρκία, αν θέλει να λέγεται ευρωπαϊκή χώρα, μια και κόπτεται να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλει να ακολουθήσει το γερμανικό παράδειγμα. Να παραδεχτεί τις πολυάριθμες Γενοκτονίες που διέπραξε και διαπράττει. Να ζητήσει συγγνώμη γι αυτές και να δώσει εγγυήσεις στην ανθρωπότητα και στον εαυτό της ότι δε θα τις επαναλάβει.