Το άδειο κρεβάτι
Ξυπνάει πρωί στις πέντε
στρώνει τα μαλλιά του, φτιάχνει τα πουκάμισο και φεύγει.
Οι άνθρωποι στα στενά σβήνουν αποτσίγαρα και φτύνουν στο χώμα, καταριώντας την νύχτα που έγινε συντροφιά τους.
Γυρνάει το βλέμμα του στο περιστέρι που κρώζει και χώνει βαθιά τα χέρια στις τσέπες του, τσιγάρο ν ανάψει.
Ήρθε το απόγευμα και αναμαλλιασμένος χωμένος στην καμπαρντίνα παίρνει το δρόμο για το σπίτι και πάλι, κρατά ένα φύλλο για γούρι στον ώμο.
Τα σανίδια τρίζουν και τα βήματα υγρά οδηγούν στο κρεβάτι, νωτίζουν τον πόθο της νύχτας.
Τα σεντόνια αδειανά τον καλωσορίζουν να κουλουριαστεί, τον καλύπτουν γυμνό και ξέχωρα το κεφάλι απωθούν.
Το άδειο κρεβάτι λαχταράει σαν πόρνη να πλουτίσει χαρτιά χρωματιστά, ανάβει τσιγάρο και κλείνει τα μάτια κουρασμένος.
Η μυρωδιά του σαπουνιού αφήνει μια γλύκα στα στρωσίδια και ηρεμεί την ηδονή, σβήνει το φως ασυναίσθητα.
Ξυπνάει στις πέντε το πρωί και στρώνει τα μαλλιά του..
Βράδυ Οκτώβρη.
Τάσος Βακφάρης