Προβολή της ταινίας «USSAK» από τη Λέσχη Πολιτισμού Φλώρινας
Η Λέσχη Πολιτισμού Φλώρινας σας προσκαλεί στην προβολή της ταινίας «Ussak», που θα προβληθεί την Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018, στις 20:30, στο Πολιτιστικό Κέντρο Φλώρινας (αίθουσα Θόδωρος Αγγελόπουλος). Θα ακολουθήσει συζήτηση με την ηθοποιό Κάτια Γέρου.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ
USSAK
Σκηνοθεσία: Κυριάκος Κατζουράκης
Σενάριο: Κυριάκος Κατζουράκης, Κάτια Γέρου
Φωτογραφία: Γιάννης Φώτου
Μοντάζ: Κυριάκος Κατζουράκης
Μουσική: Μπάμπης Παπαδόπουλος
Παραγωγή: Γιάννης Σωτηρόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Κάτια Γέρου, Γιάννης Τσορτέκης, Νίκος Νίκας, Θεοδώρα Τζήμου,
Δημήτρης Πουλικάκος, Δημήτρης Πολύτιμος, Θάνος Αλεξίου, Καμίλλο Μπετανκούρ
Διάρκεια: 118 λεπτά
Κάτω από τον ήχο του Ussak, η ιστορία εκτυλίσσεται κάπου στο μέλλον.
Ο τρελαμένος εκπρόσωπος μιας σκοτεινής, ασαφούς εξουσίας, ένα μυστηριώδες παιδί, δυο ηλικιωμένοι καλλιτέχνες, μια ομάδα αυτοσχέδιου αντάρτικου πόλης, μια γυναίκα που κυνηγάει ασθμαίνοντας την επιβίωσή της, βυθισμένη στον αμοραλισμό και τη σκληρότητα.
Όταν οι μικρές, προσωπικές ιστορίες συμπίπτουν με μια μεγάλη εξέγερση αγροτών, τότε αναδύεται ένα επείγον αίτημα: ένας νέος τρόπος ζωής, να πέσει η σκληρή μάσκα και ν’ αποκαλυφθούν τα αληθινά πρόσωπα.
Ανέφικτο; Ουτοπικό;
”Ο ουτοπιστής είναι ο απόλυτος υλιστής…”, ακούγεται στο φινάλε της ταινίας.
ΛΕΣΧΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΦΛΩΡΙΝΑΣ – ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ
Ακολουθούν κριτικές για την ταινία:
(από την ΕΠΟΧΗ, 3/12/2017)
Το βροντερό «παρών» του ελληνικού σινεμά
Του Στράτου Κερσανίδη
Δύο σημαντικές ταινίες, οι οποίες προβλήθηκαν στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, προβάλλονται αυτήν την εβδομάδα. Πρόκειτια για τις ταινίες «USSAK», του Κυριάκου Κατζουράκη και «Ο γιος της Σοφίας», της Ελίνας Ψύκου.
«USSAK, χρόνια μετά»
Ο χρόνος μας μεταφέρει στο μέλλον το οποίο όμως έχει πολλά στοιχεία με το παρελθόν. Η εξουσία της εκμετάλλευσης και του τρόμου έχει εγκαθιδρυθεί και η πλειοψηφία των ανθρώπων ζει μέσα στη μιζέρια. Μια γυναίκα, η Ιωάννα, η οποία εργάζεται σε ένα κακόφημο μπαρ, απολύεται. Φεύγοντας κλέβει ένα πιστόλι και το ταμείο. Καταφέρνει να ξεφύγει και ζητά καταφύγιο κοντά σε έναν παλιό της φίλο, το Ζάφο. Την ίδια ώρα η οικονομική ελίτ σχεδιάζει πως θα αυξήσει τα κέρδη της σε βάρος του πληθυσμού, και αντικαθιστώντας τους φυσικούς σπόρους με μεταλλαγμένους, ενώ συμμορίες αλωνίζουν τους δρόμους και οι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν διάφορους τρόπους για να επιβιώσουν. Ο Ζάφος βρίσκει ένα μέρος για να μείνει η Ιωάννα, ένα κοινόβιο περιθωριακών. Εκεί θα γνωρίσει δυο ηλικιωμένους άνδρες, τον Πάνο και το Σωκράτη. οι οποίοι θα έχουν θετική επίδραση επάνω της και θα την κάνουν να δει τη ζωή διαφορετικά. «Για μένα είναι συγγενείς μου. Μέχρι να τους γνωρίσω ήμουν μισός άνθρωπος», λέει.
‘Το μέλλον είναι εδώ’, διακηρύσσει ξεκάθαρα η ταινία του Κυριάκου Κατζουράκη. Και είναι ένα μέλλον κατάμαυρο, πνιγηρό, εφιαλτικό. Η κοινωνία των ανθρώπων σαπίζει, το ίδιο και οι άνθρωποι οι οποίοι σταδιακά χάνουν την ανθρωπιά τους. Το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, τους εξουσιαστές και τους εξουσιαζόμενους μεγαλώνει διαρκώς. Όμως πάντα υπάρχει ελπίδα και έρχεται από εκείνους που διεκδικούν την Ουτοπία. «Ο ουτοπιστής είναι ο απόλυτος υλιστής. Ποτέ δε λέει: ‘αυτό δεν αλλάζει’. Νιώθει πως αν το πει, παύει να’ ναι άνθρωπος», λέει στο φινάλε η αφηγήτρια.
Ταινία πολιτική με άμεσες αναφορές στην οικονομική κρίση αλλά περισσότερο στην κρίση ηθικής και στην καταστροφή του κοινωνικού ιστού. Ο σκηνοθετικός ρυθμός δε χάνεται, οι διάλογοι είναι ουσιαστικοί και οι ερμηνείες πολύ καλά δουλεμένες καθώς όλοι οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται στους δύσκολους ρόλους τους. Υψηλής αισθητικής είναι και το εικαστικό αποτέλεσμα της ταινίας κάτι στο οποίο δίνει μεγάλη σημασία ο Κυριάκος Κατζουράκης καθώς ‘παρεμβαίνει’ ο εικαστικός του εαυτός. Η δράση έχει ροή και ουσία, η κάμερα κυκλοφορεί ανάμεσα στους ηθοποιούς, δε μένει στατική. Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει στα σκηνικά και τα κοστούμια αλλά και στο ρεπεράζ αφού βρέθηκαν οι ιδανικοί χώροι για τις ανάγκες της ταινίας. Άλλωστε, όπως λέει ο Κυριάκος Κατζουράκης «βρήκα τις τοποθεσίες σε παλιές γειτονιές στο κέντρο της Αθήνας. Πάντοτε πίστευα πως στο μέλλον οι πόλεις μας θα θυμίζουν περισσότερο τις πόλεις όπως ήταν τη δεκαετία του 1950».
kommon/ politismos
Σάββατο, 06 Ιανουαρίου 2018
Oυσάκ: Δραματοποιώντας το πραγματικό, του Γιώργου Μανιάτη
Είχα την τύχη να παρευρεθώ στην πρεμιέρα της φερώνυμης ταινίας του Κυριάκου Κατζουράκη. Όταν βγήκα από την Αλκυονίδα αισθανόμουν ένα σφίξιμο στο στομάχι γιατί το έργο που μόλις είχα δει αποτύπωνε μια τόσο ορατή, αλλά και συνάμα «αόρατη», πραγματικότητα της σύγχρονης (νεοελληνικής) κοινωνίας, με τρόπο βαθιά ρεαλιστικό και γι’ αυτό έντονα συμβολικό και ποιητικό.
Είναι αλήθεια ότι πάντοτε εμφιλοχωρεί μια κάποια προκατάληψη, όταν κάποιος καταξιωμένος σε άλλη τέχνη κάνει κινηματογράφο. Ποιο θα ‘ναι το αποτέλεσμα; Ένα παιχνίδι; Εξεζητημένη αξιοποίηση της εικαστικής γραφής; Επίδειξη μαστοριάς στην κατασκευή μεμονωμένων εικόνων; Τίποτε απ’ αυτά. Ο Κατζουράκης είναι κινηματογραφιστής που ζωγραφίζει και ζωγράφος με ματιά κινηματογραφιστή. Αποφεύγω τον όρο «σκηνοθέτης», αφού ο δημιουργός γράφει και εγγράφει την πραγματικότητα σ’ ένα χωροχρονικό πλαίσιο που επιλέγει, ώστε η ματιά του να γίνεται και δική μας ματιά. Δεν ερμηνεύει δραματοποιώντας ένα κείμενο, αλλά δραματοποιεί το πραγματικό, προσεγγίζοντας το βάθος της κοινωνικής αιτιότητας, όπως θα ’λεγε ο Μπρεχτ.
Η ταινία απεικονίζει την κλιμάκωση αυθόρμητου-συνειδητού. Όχι με τη συνήθη μηχανιστική αντίληψη του πρώτα και ύστερα, αλλά με τη διαλεκτική των αντιθέσεων που συγκροτούν οι μεταξύ τους στιγμές. Αυθόρμητο δίχως συνειδητό είναι το ξέσπασμα. Συνειδητό δίχως αυθόρμητο είναι η ιδεοληπτική κατασκευή. Ο Κατζουράκης περνάει από το ένα στο άλλο και αντίστροφα, αναγνωρίζοντας τα όρια και τις αντιφάσεις της σύγχρονης ανθρώπινης εμπειρίας. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο-πλαίσιο κινείται, περιπλανιέται, ταλαντεύεται, αναζητεί, θεωρεί και αναθεωρεί, διαψεύδεται και επιβεβαιώνεται, πάσχει και συμπάσχει η ηρωίδα (στην έξοχη ερμηνεία της Κάτιας Γέρου). Δι’ ελέου και φόβου έρχεται η κάθαρση των παθημάτων, δικών της και δικών μας.
Βλέποντας το πρώτο επίπεδο της ταινίας, το σύγχρονο περιθώριο, μου ερχόταν επίμονα στο μυαλό η διαπίστωση του Μισέλ ντε Σερτώ ότι η σημερινή φυσιογνωμία της περιθωριακότητας δεν αφορά πια μικρές ομάδες. Είναι μια μαζική περιθωριακότητα. Οι βίαιες εικόνες της κρίσης που αποτυπώνονται στο έργο αφορούν, στην ένταση της ορατότητάς τους, το σήμερα αλλά, ταυτόχρονα, καταδεικνύουν και τον πυρήνα της καπιταλιστικής δυσμορφίας. Ο Κατζουράκης δεν φιλμογραφεί το χρονικό αλλά την ανατομία της κρίσης. Ο κόσμος της διαπλοκής και της αυταρχικότητας, η αγοραπωλησίας των συνειδήσεων, ο εκφασισμός, η εξαθλίωση, η απομόνωση, τα αδιέξοδα που πνίγουν και οι πνιγηροί δρόμοι της καθημερινότητας δεν αφορούν μόνο το σήμερα. Ξεκινούν απ’ αυτό. Η μετανάστευση ψυχών και ανθρώπων, οι άστεγες επιδιώξεις του βίου και η αφανής-εμφανής βία της εξουσίας, της όποιας εξουσίας, τονίζονται τόσο και έτσι ώστε να αποφεύγεται ο πειρασμός του γραφικού και να αναδεικνύεται η ωμότητα του συμβολικού.
Στη θέση της ελιτίστικης παρέας του αστικού κόσμου, ο Κατζουράκης, αντιπαρατάσσει τις αλληλέγγυες κοινότητες πασχόντων και μαχόμενων, χωρίς κραυγές και ανέξοδα συνθήματα, ανθρώπων. Αυτό το σκίρτημα, πέρα από σχήματα παγιωμένα και παγερά, των σύγχρονων κολασμένων της γης δίνει φώς σε μια ζοφερή και γι’ αυτό ελπιδοφόρα πραγματικότητα.
Αξίζει, οπωσδήποτε, να τη δείτε.
11 Δεκεμβρίου 2017 ·
ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΑΚΑΣ – KABOOM
Παρακολουθήσαμε την ταινία «Ussak» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη και μας άφησε θετικότατες εντυπώσεις, σε τέτοιο βαθμό που απορούσαμε με το ενδεχόμενο να μη «βγει» τελικά η ταινία στις αίθουσες. Η ταινία εν τέλει προβάλλεται –ή προβλήθηκε τέλος πάντων– σε περιορισμένο αριθμό αιθουσών, λαμβάνοντας ωστόσο έντονη κριτική και σχεδόν απαξιωτικά σχόλια. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή για να γραφτεί το παρόν κείμενο. Διπλός ο ρόλος του: και η ξεκάθαρη διαφωνία με τη μηδενιστική κριτική προς την ταινία και ταυτόχρονα η υπεράσπιση όλων εκείνων των στοιχείων της που μας άρεσαν. Το «Ussak» ακροβατεί ανάμεσα στη στρατευμένη και τη στοχευμένη τέχνη. Είναι μια ωμή, σκληρή μα ρεαλιστική αποτύπωση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, θέτοντας διάφορα ζητήματά της σε προωθημένο πλαίσιο, μελλοντικό χρόνο και παγκόσμιο πλαίσιο. Καταλήγω πως είναι το δεύτερο, κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα η ταινία δεν «δείχνει» προς κάποια λύση αλλά κυρίως βάζει τα πράγματα/θέματα –όπως είναι– πάνω στο τραπέζι. Είναι ρεαλιστική μέχρι θανάτου. Η παρουσίαση του διπόλου κράτος-παρακράτος (το οποίο είναι ένα από τα βασικά θέματα της ταινίας) φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί πως το ξεγυμνώνει εντελώς. Έτσι προκύπτει ένα νέο δίπολο, στο οποίο ο ένας πόλος είναι το κράτος-παρακράτος ως «ένα και το αυτό» και ο άλλος πόλος τα λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας μας. Η καταγραφή των γραφειοκρατών και των «απόκληρων» γίνεται με σοκαριστικό ρεαλισμό και χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης ή ηρωοποίησης της μίας ή της άλλης πλευράς. Κάθε θέμα με το οποίο καταπιάνεται η ταινία αποδίδεται ρεαλιστικά –τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα της κρίσης–, με ωμό αλλά ακριβή τρόπο. Αυτό θεωρούμε πως είναι και το σημαντικότερο στοιχείο της. Γύρω από αυτό έχει στηθεί άλλωστε: την αλήθεια αυτή καθ’ αυτή. Τώρα, αν αυτή δεν αποτυπώνεται όπως θα ήθελαν ορισμένοι ή με τρόπο που δεν ταιριάζει στην αισθητική τους, είναι άλλο καπέλο. Είναι δύσκολο να εξηγηθεί περαιτέρω το γιατί μας άρεσε η ταινία ή έστω ότι δεν ήταν κακή, βαρετή, στερεοτυπική, χάσιμο χρόνου ή όποιος άλλος χαρακτηρισμός ίσως να της αποδόθηκε. Για να κάνουμε τα πολλά λίγα παραθέτουμε κάποια «γιατί να δείτε την ταινία» και «γιατί την βρήκαμε καλή-ενδιαφέρουσα»: Γιατί η Κάτια Γέρου τους έχει νικήσει.
Γιατί επιτέλους μια ταινία καταδεικνύει πως η πείνα πάει χέρι-χέρι με την πνευματική πείνα της εποχής μας. Γιατί –έστω και προωθημένα– βάζει στο τραπέζι ζητήματα όπως η καλλιέργεια ή «ο πόλεμος των σπόρων» όπως είναι αλλιώς γνωστός. Γιατί κατά τα άλλα είναι ένας –ακόμη– άγνωστος πόλεμος. Γιατί σπανίζουν οι ελληνικές ταινίες με τόσο πρωτότυπο σενάριο και διαλόγους. Γιατί και η φωτογραφία της ήταν πολύ πάνω του μετρίου. Γιατί ο ρόλος που υποδύθηκε ο Πουλικάκος –και το ότι τον υποδύθηκε αυτός– ήταν το κερασάκι στην τούρτα και ταυτόχρονα χρησιμότατος. Γιατί ο ουτοπιστής είναι αυτός που περιμένει να πάρει το χαμόγελο του πίσω. Γιατί δεν βρίσκουμε τίποτα κακό στο παραπάνω.
kommon 09/05/2017
Ουσάκ, δρόμος λαϊκός και κινηματογράφος της αντίστασης
Ουσάκ, δρόμος λαϊκός και κινηματογράφος της αντίστασης
Θερμά χειροκροτήματα εισέπραξε η νέα ταινία του Κυριάκου Κατζουράκη, με τίτλο Ουσάκ, στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του ρ/σ Εν Λευκώ. Η προβολή της ημιτελούς εκδοχής της ταινίας, καθώς ακόμη βρίσκεται σε διαδικασία επεξεργασίας, έγινε στον κινηματογράφο Δαναό στις 2 Μαΐου.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Η ταινία επιχειρεί ένα άλμα στο μέλλον. Αυτό που σιγά – σιγά κι εν αγνοία μας συχνά οικοδομούν, έμπλεο ζόφου και παρακμής κι ας το υποδέχονται με χαμόγελα ως τ’ αφτιά και πλήθος υποσχέσεων. Από τα μάτια του θεατή περνούν αδίστακτοι επενδυτές, πρόθυμοι εκδότες, μπρατσωμένοι φασίστες, ρουφιάνοι και οι δικοί μας «υπέροχοι απόκληροι»: Μία Κάτια Γέρου, η οποία επίσης υπογράφει το σενάριο, στο ρόλο μιας ξεπεσμένης περφόρμερ που περιδινίζεται στο βυθό της πόλης. Ο Δημήτρης Πουλικάκος, που μάλλον υποδύεται τον εαυτό του, σαν μια κιβωτό γνώσης, εμπειριών και ευφυολογημάτων και ο Γιάννης Τσορτέκης στην κόψη του ξυραφιού μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας να επιμένει στην οργάνωση της αντίστασης. Ο Νίκος Νίκας διαστροφικά σκληρός εκπρόσωπος της εξουσίας και η μικρή Νέλλη Θεοφιλοπούλου συμπληρώνουν τα πρόσωπα της ιστορίας.
Η συνάντησή τους λειτουργεί σαν εκρηκτικό μίγμα. Μέσα σε σκηνές ζωγραφικής, εκπληκτικής ομορφιάς και χρωματικής ισορροπίας, οι νυχτόβιοι και περιθωριακοί πρωταγωνιστές του (λαϊκού «δρόμου») Ουσάκ ορίζουν την αντίσταση. Ως ανάγκη, όπως πρέπει δηλαδή κι όπως πάντα γινόταν, με ήρωες πραγματικούς ανθρώπους που κάτι έχουν να χάσουν μένοντας αδρανείς, και πολλά να κερδίσουν παίρνοντας τα όπλα. Είναι μορφές γνώριμες και καθημερινές. Και για να μη μείνει καμιά αμφιβολία δε χρησιμοποιήθηκαν ηθοποιοί, αλλά χωρικοί και αγρότες από τη Μεσσηνία, όπου έγιναν τα γυρίσματα των τελευταίων σκηνών. Είναι η γη την οποία υπερασπίζονται από την εισβολή των μεταλλαγμένων, όπου οι γνήσιοι σπόροι, που τελούν υπό καθεστώς διωγμού, δεν εκφράζουν μόνο το σεβασμό στη φύση και τα αρχέγονα δικαιώματα των καλλιεργητών επί της γης τους, αλλά επίσης τη συνέχεια του ανθρώπινου πολιτισμού και την ίδια την αντίσταση. Εξεγείρονται ενάντια σε έναν κόσμο που κυριαρχείται ολοκληρωτικά από απαστράπτουσες εταιρείες και σκοτεινούς μπράβους και μόνοι τους βρίσκουν το νήμα που ξαναδίνει νόημα στη ζωή η οποία στο τέλος, μετατρέπεται σε θυσίασμα. Σε μια ζωή όμως που είναι σε αρμονία με τη φύση, την ποίηση, τη συλλογική δράση και την αντίσταση: έννοιες εξορισμένες από μια καθημερινότητα εφιαλτική, που μπροστά της η σημερινή επισφάλεια θα είναι χαμένος παράδεισος.
Η νέα ταινία του Κυριάκου Κατζουράκη (τέταρτη στη σειρά, μετά το Δρόμο προς τη Δύση – 2003, τηΓλυκιά μνήμη – 2005 και τις Μικρές εξεγέρσεις – 2009) παρότι μελλοντολογική, καθηλώνει και φοβίζει επειδή οι προβολές στο αύριο δεν είναι αυθαίρετες, ούτε διατυπώνονται …σκηνοθετική αδεία. Η Cosco είναι εκεί, μαζί με την πετρελαϊκή ρύπανση του υπεδάφους και το υπέρογκο δημόσιο χρέος που συνεχίζει να σείεται σαν απειλή από τους κρατούντες για την τιθάσευση των …κρατούμενων. Είναι η μορφή που θα πάρουν τα πράγματα όσο τα αφήνουμε να εξελίσσονται ερήμην μας κι επίσης, ερήμην και σε βάρος των αληθινών πρωταγωνιστών της ιστορίας.
Μαχόμενοι διανοούμενοι ο Κυριάκος Κατζουράκης και η Κάτια Γέρου, πρωτοπόρο τμήμα μιας Αριστεράς που σκέφτεται και δρα, έφτιαξαν μια ταινία υψηλής αισθητικής αξίας που λειτουργεί ως αφύπνιση και κάλεσμα για δράση. Βίαιη κι αληθινή σαν τον καπιταλισμό που χτίζεται γύρω μας, στο έδαφος της κρίσης. Με το Ουσάκ ο κινηματογράφος, ως μορφή κοινωνικής και πολιτικής αντίστασης και τέχνης, πηγαίνει ένα βήμα πιο μπροστά.(…)
efsyn 20.12.2017,
Της Πέπης Ρηγοπούλου
Η ταινία «Ουσάκ» του Κυριάκου Κατζουράκη, αλλά και οι αντιδράσεις που δημιούργησε, κάποιες ένθερμες, άλλες όμως αρνητικές έως εξοργισμένες και δηλητηριώδεις, αξίζει να συζητηθούν.
Η ίδια η ταινία αποτελεί ένα στοίχημα να δραματοποιηθεί κινηματογραφικά μια μελλοντική Ελλάδα που σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης παρουσιάζεται ως ζοφερή κακοτοπία.
Στο κέντρο του κοινωνικού φάσματος βλέπουμε ανθρώπινα κουρέλια να επιβιώνουν σε ερειπωμένα κτίρια που εικονίζονται από καιρό επίμονα στη ζωγραφική του σκηνοθέτη, αλλά που δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να τα βρει όχι στο μέλλον, αλλά στις σημερινές συνθήκες, όπως τις διαμορφώνει όλο και περισσότερο η κρίση.
Στα δύο άκρα του φάσματος έχουμε από τη μια τους έχοντες και κατέχοντες, τους μπράβους και τους χαφιέδες τους, που λυμαίνονται ό,τι απομένει από τη χώρα και από την άλλη όσους προσπαθούν να αντισταθούν: να αντισταθούν με τα όπλα είτε με τη διάσωση των μη μεταλλαγμένων σπόρων, που η εξουσία έχει επικηρύξει. Οχι όμως μόνον έτσι.
Καθώς η ταινία προχωρεί, αντιλαμβανόμαστε ότι και μέσα στις τρώγλες όπου ζουν κάποιοι κατορθώνουν να σώσουν τη μνήμη, το χιούμορ και την ανθρωπιά τους. Στοιχείο που απογειώνεται στην ανεπανάληπτη σκηνή, όπου ο Πουλικάκος πρωταγωνιστεί σε μια αυτοσχέδια γιορτή που σβήνει ευφρόσυνα τη μιζέρια του φτωχικού κοινόβιου.
Η συνάντηση του κεντρικού προσώπου του έργου, μιας ξεπεσμένης ηθοποιού ερμηνευμένης εμβληματικά από την Κάτια Γέρου, θα του χαρίσει τον χαμένο αυτοσεβασμό και την αίσθηση του «εμείς», χωρίς την οποία θα είμαστε πάντοτε οι χαμένοι.
Μέχρι την τραγική κορύφωση, όταν οι απο-φασισμένοι μπράβοι της εξουσίας θα επιπέσουν φονικά εναντίον των καλλιεργητών των ανατρεπτικών σπόρων και θα εξαναγκάσουν ολόκληρη την κοινότητα που τους καλλιεργεί σε ξεριζωμό.
Νομίζω ότι κατανοώ γιατί κάποια από τα θετικότερα στοιχεία της ταινίας ενόχλησαν τόσο. Εν πρώτοις, όσα εμφανίζονται ως μελλοντική κακοτοπία υποδηλώνουν στην πραγματικότητα εύγλωττα το εφιαλτικό παρόν των δανείων, της ανόδου του φασισμού, της περιβαλλοντικής καταστροφής και της δικτατορίας των πολυεθνικών, οι οποίες έχουν καταπιεί την πολιτική εξουσία, χαρακτηριστικά απούσα από το πάνθεον των κακών.
Πέρα από αυτό, το «Ουσάκ» ενοχλεί, διότι διακινδυνεύει κινούμενο στα αχαρτογράφητα ύδατα που ανοίγονται πέραν των εύπεπτων σεναριακών κλισέ. Δείχνει για παράδειγμα μια γυναίκα του περιθωρίου, πρώην καλλιτέχνιδα του δρόμου και δυο απόκληρους που επικοινωνούν με στίχους του Καρούζου. Πράγμα υποτίθεται απαράδεκτο, παρόλο που θα μείνει πάντοτε στη μνήμη μου ένας κλοσάρ που γλίστρησε κάποτε σε ένα συνέδριο και καθήλωσε κάποιους όντως σπουδαίους καθηγητές μιλώντας για Νίτσε και Χέγκελ.
Η ταινία πληρώνει «πρόστιμο», διότι κινείται εκτός του πολιτικώς ορθού. Πράγμα που αποτελεί βασικό προσόν της.
Συνέντευξη της Κάτιας Γέρου στη Μάρω Τριανταφύλλου – Η εποχή 10/12/2017 https://tinyurl.com/y9cmrobu
Ussak είναι ο μουσικός δρόμος της θλίψης, που όμως μπορεί να μετατραπεί σε χαρά. Είναι ο τίτλος που διάλεξαν ο Κυριάκος Κατζουράκης και η Κάτια Γέρου για την νέα τους ταινία, που μόλις βγήκε στις αίθουσες. Η ταινία είναι μια δυστοπία με αισιόδοξο τέλος, που αναδεικνύει τη δυνατότητα να υπάρξει ένας άλλος κόσμος μέσα από την συλλογική δράση και το όραμα. Βαθιά πολιτική και ανθρώπινη, καταφέρνει μέσα από σκληρές, πολύ δυνατές εικαστικά, εικόνες να αναδείξει τα βασικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, αυτής που ονομάζουμε κοινωνία της κρίσης. Τολμά να αγγίξει θέματα που δεν έχουν ακόμη απασχολήσει την τέχνη των καιρών μας όσο θα ‘πρεπε, όπως το θέμα του ελέγχου της τροφής από μεγάλες εταιρείες και συμφέροντα, ενώ φέρνει σαφώς στο προσκήνιο το ζήτημα της ανάγκης να αποκτήσει το κίνημα ιστορική συνείδηση και διάσταση. Η Κάτια Γέρου, ηθοποιός με εντελώς ιδιαίτερο ερμηνευτικό στίγμα και ποιότητα και άνθρωπος με υψηλή πνευματικότητα, μιλά για την ταινία και τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από μέρος της κριτικής.
Κυρία Γέρου, η πολυαναμενόμενη από πολλούς ταινία “USSAK” , σε σκηνοθεσία Κυριάκου Κατζουράκη, στην οποία όχι μόνο πρωταγωνιστείτε αλλά συνυπογράφετε και το σενάριο, βγήκε πριν από λίγες μέρες σε μια μόνο (!) κινηματογραφική αίθουσα. Η υποδοχή από τύπο δεν ήταν καλή. Τι ενόχλησε την κριτική, κατά τη γνώμη σας;
Και στο «Δρόμο προς τη Δύση» είχαμε παρόμοια εμπειρία. Όμως εκεί δεν υπήρξε ομαδική κατεδάφιση όπως για το “USSAK”. Μόνο εκκωφαντική σιωπή! Εκτός από ένα θερμό κείμενο που μας χαροποίησε, όχι βέβαια για ναρκισσιστικούς λόγους, αλλά για το περίφημο feed back. Δηλαδή ο καλλιτέχνης έχει κάτι στο μυαλό του, δεν ξέρει αν κατάφερε να το αφηγηθεί καθαρά, και κάποιος το είδε, το κατάλαβε, το αγάπησε, κάποιος που δεν μας ήξερε προσωπικά. Εννοώ όχι κάποιος φίλος που έβαλε πλάτη –που στο κάτω-κάτω δεν είναι καθόλου αθέμιτο πότε-πότε μέσα στην εμπόλεμη ζώνη της τέχνης, την οποία επανειλημμένα ο Κυριάκος κι εγώ έχουμε βιώσει. Τέλος πάντων. Η ταινία, εννοώ η προηγούμενη, ο «Δρόμος», παίχτηκε σε μεγάλα φεστιβάλ, σε συλλογικότητες, σε Πανεπιστήμια, στα πλαίσια των δικών για το trafficking κτλ. Και πήρε διακρίσεις. Ο μονόλογος της Μάρως Δούκα, που συνόδευε το συνολικό project , ταξίδεψε μετά σ’ όλη την Ελλάδα. Εμείς δεν κάναμε τίποτε για την προώθησή του. Είχαμε νιώσει ηττημένοι από την εντυπωσιακή απουσία κοινού στην Αθήνα. Λειτούργησε όμως το «από στόμα σε στόμα» . Μέχρι σήμερα, μετά από 16 χρόνια, ταξιδεύει ακόμη. Και εκεί υπήρξε η γκρίνια του τύπου: «Πολύ μαυρίλα, πώς σας ήρθε αυτό το θέμα κτλ». Και μιλάμε για το προσφυγικό! Αλλά το 2001 -παραμονές των Ολυμπιακών αγώνων, στην ισχυρή Ελλάδα- δεν ήταν ακόμη «in» και «trendy» -για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια «μοντέρνα» γλώσσα μπας και μας αφήσουν ήσυχους, εμάς τους «απλοϊκούς διδακτικούς, παρωχημένης αισθητικής και γκροτέσκους» -σταχυολογώ, ξέρετε, δειγματοληπτικά κάποιες από τις φράσεις που διάβασα για την καινούρια μας ταινία. Και συγγνώμη δηλαδή για την αφελή απορία, αλλά από πότε το γκροτέσκο ως τρόπος έκφρασης έγινε απαγορευτικό; Εγώ τουλάχιστον δεν είχα ενημέρωση, ώστε να ενημερώσω με την σειρά μου και τον Κυριάκο για να το αποφύγουμε. Τι είναι αλήθεια το γκροτέσκο; Το γκροτέσκο παίζει με στερεότυπα, λέει μπαναλιτέ και κοροϊδεύει. Π.χ. η φράση που ακούγεται στην ταινία «το χρέος είναι καύλα» σίγουρα δεν είναι φράση της φιλοσοφικής σχολής της Φραγκφούρτης… εννοείται. Είπαμε, υλικό του γκροτέσκο είναι τα στερεότυπα. Πολλές φορές έχουμε δει από μεγάλους μάστορες του σινεμά πολύ πιο extreme χρήσεις του γκροτέσκο. Έχουμε δει, π.χ., καρδινάλιους να παρελαύνουν σε πασαρέλα. Φαντάζεστε να γινόταν εδώ κάτι αντίστοιχο; Για σκεφτείτε το για λίγο, σας παρακαλώ. Πλανήτη θα ‘πρεπε να αλλάξει ο δημιουργός, όχι μόνο χώρα ή επάγγελμα. Και για να τελειώσω, από πού ως πού, όταν μιλάει κάποιος για αγρότες και μεταλλαγμένους σπόρους γίνεται διδακτικός; Απ’ όσο γνωρίζω, η ανάγκη της τροφής δεν έχει καταργηθεί ακόμη. Μέχρι να ‘ρθει η ώρα που θα μασουλάμε μόνο USB και MP3 και φλασάκια ένας δημιουργός μπορεί να αγγίξει και αυτό το θέμα, όσο αντιλάιφ στάιλ κι αν είναι. Σίγουρα όταν κάποιος δουλεύει με δύσκολα, «άσχημα» υλικά και με θέματα τζιζ!, όπως το χρέος ή η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, είναι πιθανόν σε στιγμές να του ξεφεύγει η δοσολογία. Ο εντοπισμός αυτών των στιγμών θα ήταν σεβαστός και γόνιμος. Για διάλογο διψούν οι καλλιτέχνες. Στην περίπτωσή μας, μόνο αυτό δεν συνέβη.
Το κοινό πώς αντιδρά;
Ο μόνος αντίλογος μέχρι τώρα σ’ αυτήν την «εθνική συμφιλίωση» της κριτικής γύρω από το USSAK πλην κάποιων ελάχιστων εξαιρέσεων -ευτυχώς υπήρξαν και κάποιες φωνές που μπήκαν στον κόπο να αφουγκραστούν τη δουλειά μας και την τίμησαν με την προσοχή τους- είναι τα βουρκωμένα μάτια των θεατών στις δυο προβολές, της Θεσσαλονίκης και στην πρεμιέρα της Αλκυονίδας. Αλλά αυτό δεν καταγράφεται, δεν αποδεικνύεται. Άρα δεν μπορεί να είναι αντεπιχείρημα σ’ ένα δημόσιο διάλογο. Το προϊόν της εργασίας μας είναι επομένως απολύτως ευάλωτο και ήδη τραυματισμένο. Τι να κάνουμε; C’ est la vie. Εν ολίγοις, η τέχνη, όταν δεν είναι κοσμική μάζωξη, αρκετά συχνά, όχι πάντα ευτυχώς, γίνεται πεδίο μάχης: σύγκρουση αισθητικών επιλογών, άρα και σύγκρουση ιδεολογίας. Το ξέρω, ναι, αλλά όταν σου συμβαίνει, δεν είναι και το καλύτερο. Ποιες ακριβώς ήταν οι ενστάσεις της κριτικής για την ταινία σας; Ενστάσεις… πολύ ευγενικά το είπατε… Ναι, φυσικά. Ακούσαμε ότι η ταινία έχει «βαριά σκηνογραφία». Φαντάζομαι ότι ο άνθρωπος που το γράφει, εννοεί τους εγκαταλελειμμένους βιομηχανικούς χώρους, γιατί όλα τ’ άλλα ένα βουνό και κάτι δωμάτια είναι. Μα δεν τους στήσαμε εμείς. Υπάρχουν. Δεν τους ερημώσαμε εμείς. Η κρίση τους ερήμωσε. Δεν έπρεπε να τους φιλμάρουμε; Γιατί; Θα πάθει ζημιά ο τουρισμός; Είπαν ακόμη ότι στο “USSAK” «το σεξ δεν είναι ποτέ χαρά». Μα τόσο άπλετο, χαρούμενο σεξ υπάρχει παντού. Πάνω του πέφτεις διαρκώς! Μέσα στην κατακριτέα αφέλειά μας θεωρήσαμε ότι είναι ήδη τόσο δικαιωμένο και καταγεγραμμένο που δεν χρειάζεται έξτρα αρωγή από εμάς. Έτσι λοιπόν ασχοληθήκαμε με το άλλο σεξ, το λυπημένο και το βίαιο. Υπάρχει και αυτό, ξέρετε. Επίσης ότι «υπάρχουν άστεγοι που απαγγέλλουν Καρούζο». Ο άνθρωπος που το έγραψε αυτό δηλαδή σκέφτεται κάτι σαν: «άστεγος είσαι, σούρσου μέσα στο χαρτόκουτό σου και σώπα. Πού το βρήκες το βιβλίο, το laptop για να σερφάρεις και να βρίσκεις ποιήματα; Προφανώς άστεγος γεννήθηκες και μη μας ζαλίζεις. Ώχου!». Διάβασα επίσης ότι παρουσιάζεται «μια κοινωνία που έχει χάσει εκτός από χρήματα και κάθε … ηθική». Στην αρχή θεώρησα ότι οι τελείες είναι τυπογραφικό λάθος. Μετά είπα μέσα μου, μπα, ειρωνεία είναι. Όποιος δηλαδή χάνει τα χρήματά του, χάνει και την ηθική του; Δεν θα θυμίσω εδώ πως έχουν γραφτεί τόμοι πάνω στο θέμα από τον Μπρεχτ και τόσους άλλους, ων ουκ έστιν αριθμός. Θα μπορούσε επίσης να εννοεί κάτι σαν: πού τη θυμηθήκατε τη λέξη; Απ’ την πλειστόκαινο περίοδο έχει να χρησιμοποιηθεί. Ή ποιος ξέρει τι άλλο, πού να πάει το φτωχό μου το μυαλό. Πάλι καλά, λέω, που δεν μπήκαν τα αποσιωπητικά πριν από τη λέξη «χρήματα». Όμως εκεί θα ήταν τουλάχιστον ευκολότερη η ερμηνεία τους: αφού τώρα έχουμε κάρτες! Στην ταινία, είπαν, «είναι όλα βαριά, από το περπάτημα μέχρι τις ανάσες». Φαντάζεται κανείς μετά από αυτό τους έρμους τους ηθοποιούς να εισπνέουν και να εκπνέουν, να λαχανιάζουν και να αγκομαχούν, εν είδει επιθανάτιου ρόγχου, και να κάνουν διασκελισμούς ως Κινγκ Κονγκ που ισοπεδώνει τη Νέα Υόρκη, συνοδεία υπόκρουσης από ντραμς. Και για να τελειώνω, για την δουλειά μου ως ηθοποιού, κέρδισα τη φράση «υποκριτικός θάνατος». Φλερτάρω με την ιδέα μάλιστα μήπως από ‘δω και πέρα τη βάλω στο βιογραφικό μου. Βεβαίως γι’ αυτό το παράσημο, το ‘βαλα κι εγώ το χεράκι μου, αλλά η γενναιοδωρία, γενναιοδωρία. Το σωστό να λέγεται. Πέρα από το χιούμορ, επιτρέψτε μου όμως, εγώ που είμαι συχνά ο αυστηρότερος κριτής της δουλειάς μου, να γίνω υπερόπτης, και να πω: εύχομαι μέχρι τη στιγμή του βιολογικού μου θανάτου, να μου ξανασυμβεί ένας τέτοιος «υποκριτικός θάνατος». Όλο αυτό τα καλαμπούρι, δεν μου ‘ρχεται άλλη λέξη, επειδή δεν υιοθετήθηκε το στυλ: «Είναι κεφάτοι, γυρίζουν απ’ του Βερόπουλου», προφανώς για να επιδοθούν κατόπιν στο happy sex! Βιβλίο θα μπορούσε να γραφτεί, όχι με την δυσαρέσκεια και την απαξίωση της κριτικής, δικαίωμά της είναι, αλλά με τον τρόπο έκφρασης και τα επιχειρήματα αυτής της απαξίωσης και της δυσαρέσκειας. Παρόλο που η χώρα μας βρίσκεται σε βαθιά κρίση, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να εκφραστεί αισθητική, συνεπώς και άλλη ιδεολογία, πέραν της γενικώς αποδεκτής, δηλαδή της «διαρκούς ανάπτυξης και του success story». Δεν «επιτρέπεται» η ποικιλία της έκφρασης που είναι το όπλο και η δύναμη και η ομορφιά της τέχνης. Κι όποιος δεν το κατάλαβε, κάποια στιγμή θα το καταλάβει στο πετσί του.
Πιστεύετε ότι τελικά η ταινία θα βρει το δρόμο της; Θα ακολουθήσει δηλαδή μια παρόμοια πορεία με την δύσκολη αλλά τελικά γόνιμη πορεία του «Δρόμου για την Δύση», μιας και αναφερθήκατε εκτεταμένα σ’ αυτήν συγκριτικά στην αρχή της συζήτησής μας;
Ναι, υπάρχει ήδη ενδιαφέρον. Δεκάδες τηλεφωνήματα για το ταξίδι της ταινίας. Αυτό το «από στόμα σε στόμα» που έλεγα πριν. Την επόμενη σεζόν αποφάσισα να μη δουλέψω στο θέατρο, ώστε να μπορώ να συνοδεύω την ταινία μαζί με τον Κυριάκο και να συζητάμε κατόπιν με το κοινό. Είχαμε σκεφτεί ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την περιφέρεια στα χρόνια της κρίσης. Ίσως κάνουμε την αρχή συνδυάζοντάς το με το ταξίδι του USSAK. Θα είναι δύσκολο και κοπιαστικό και δεν θα έχει χρηματική απολαβή –όπως δεν είχε και η ταινία για μας. Όμως αυτό αποφασίσαμε. Και ξέρετε γιατί; Για λόγους ιδιοτελείς: ψυχανεμιζόμαστε ότι εκεί θα πάρουμε χαρά κι έτσι θα πληρωθούμε».
Ποια είναι η κυρίαρχη πολιτική ιδέα που βγαίνει μέσα από την ταινία σας;
Η ταινία είναι βαθιά υπαρξιακή, κατά τη γνώμη μου, πριν από πολιτική, καταγγελτική κ.τ.λ. Λέει ότι όσο κι αν αγριέψουν οι συνθήκες, πάντα θα υπάρχει ελπίδα. Πάντα κάποιοι θα κινητοποιούν τον παλιό καλό τους εαυτό και θα μνημονεύουν τη χώρα τους «τη γεμάτη καρπούς και ιστορία», έστω κι αν χρειάστηκε να την εγκαταλείψουν για να επιβιώσουν. Πάντα κάποιοι θα διεκδικούν μια πιο φιλόξενη ζωή για όλους. Εν ολίγοις, ως καλλιτέχνες και πολίτες προβάλλουμε στο μέλλον τους φόβους και τις ελπίδες μας. Αυτό μόνον. Το λέει όμορφα ο Ρόντγκερτ Μπρέγκμαν: «Με ενθαρρύνει η δυσαρέσκειά μας, γιατί η δυσαρέσκεια απέχει έναν ολόκληρο κόσμο από την αδιαφορία».