Το ξωτικό (του πάρκου)
Ένα ηλιόλουστο πρωινό σε μια ήσυχη πόλη εμφανίστηκε ένα ξωτικό σε ένα πάρκο, περιπλανήθηκε για αρκετή ώρα ώσπου βρήκε το ιδανικό μέρος με σκοπό να ενοχλεί τους ανθρώπους, ήταν πειραχτήρι του άρεσε να κάνει φάρσες στους διαβάτες, το συνήθιζε πυκνά συχνά.
Μύρισε το έδαφος κοίταξε γύρω έσκυψε και έσκαψε με τα χέρια του ένα μεγάλο λάκκο, μετά πήρε την μορφή ενός γλυκύτατου γέροντα και έπεσε μέσα.
Κάθε φορά που περνούσε ένας διαβάτης με αδύναμη φωνή έλεγε: Παρακαλώ κύριε βοηθήστε με να βγω από εδώ, να έχετε όλα τα καλά του κόσμου, σας ευχαριστώ.
Οι διαβάτες ακούγοντας αυτά τα λόγια και βλέποντας τον γέροντα μέσα στον λάκκο ανυποψίαστοι έσκυβαν και έδιναν το χέρι τους να τον τραβήξουν έξω, την στιγμή όμως που τον έπιαναν ο γέροντας μεταμορφωνόταν πάλι σε ξωτικό και τους τραβούσε μέσα, μετά ως δια μαγείας εξαφανιζόταν με ασταμάτητα δυνατά γέλια.
Έτσι διασκέδαζε το ξωτικό ώσπου έπεσε σε ένα περίεργο διαβάτη, ήταν κακός δεν έδινε ούτε του αγγέλου του νερό, μόλις τον άκουσε να ικετεύει τον πλησίασε και του είπε: Παππούλη άπλωσε το χέρι σου στην άκρη του λάκκου να σε τραβήξω έξω, μόλις ο γέροντας το άπλωσε ο κακός άνθρωπος του πάτησε τα δάχτυλα με το πόδι με τόση δύναμη που τα έσπασε, το ξωτικό έβαλε τα κλάματα και μονομιάς εξαφανίστηκε, από τότε δεν τόλμησε να το ξανακάνει.-