Παρουσίαση της εικαστικής έκθεσης «Το κτισμένο σώμα» στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Αμυνταίου
Για μια ζωγραφική του χτισμένου Σώματος.
Δυο ζωγράφοι επιχειρούν να «χτίσουν» το σώμα της ζωγραφικής και τις απεικονίσεις που αυτή περιλαμβάνει. Ο Π.Ασημακόπουλος ζωγραφίζει εκ του φυσικού ανθρώπινα σώματα χαρακτηριζόμενος από έναν ακαδημαϊκό χλευασμό και υιοθετώντας ιδιοτροπίες στις οποίες οι ζωγράφοι συχνά αρέσκονται ενώ η μεθοδικότητά του αναδύεται ως λύση στα ζητήματα χώρου και μορφής του ανθρώπου. Ο έτερος εκπρόσωπος της παραπάνω τάσης είναι ο Α.Μεργές, ένας ζωγράφος των πολυμεσικών εντυπώσεων. Χρησιμοποιεί το διαδίκτυο ως μια δεξαμενή από την οποία ανασύρει κελύφη εικόνων με σκοπό να τα ανασυστήσει εικαστικά και ζωγραφικά, πράγμα που συμβαίνει με τρόπο ανέστιο, με διαφάνειες του χρώματος. Ο Α.Μεργές δεν επιδιορθώνει τις εικόνες που βρίσκει. Τις αραιώνει και χαμηλώνει τις αντιθέσεις τους ώστε ο θεατής να μπορεί να γκρεμίσει και να ανακατασκευάσει επιμέρους στοιχεία της εικόνας.
Ακολουθεί ενδελεχής τεκμηρίωση:
Η Ζωγραφική πρακτική των Πάρη Ασημακόπουλου και Άγγελου Μεργέ
Οι αρχαίες ελληνικές λέξεις : δέμας, χρώς, μέλεα, γυῖα αποδίδουν αυτό που σήμερα ονομάζουμε σώμα. Η λέξη «δέμας» ,ιδιαιτέρως, προέρχεται από το ρήμα «δέμω»< ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *demh₂ που σημαίνει χτίζω. Και η λέξη «σώμα» ωστόσο είναι αρχαία. Τη συναντούμε στα ομηρικά έπη στα οποία έχει τη σημασία «νεκρό σώμα», έναντι του ζώντος σώματος που αποδίδουν οι υπόλοιπες προαναφερθείσες λέξεις. Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση της ΓκαμπριέλαςΑίροτσι στο σύγγραμμά της-Για την νεωτερικότητα της Ελληνικής τέχνης – Τόμος 3ος σελ. 18. Εκδ. Παραλαβή, Κέρκυρα 2017: «Ο Γύζης, ο Παπαλουκάς, ο Οικονόμου, ο Μόραλης, ο Τσαρούχης, ο Ρόρρης, ο Τζαμουράνης «έκτισαν» τα ζωγραφικά σώματα των απεικονίσεων τους με πάμπολλα τούβλα. Μερικές φόρες χρησιμοποίησαν τούβλα παλιότερων κατασκευών χωρίς να τα καθαρίσουν από τα υπολείμματα των σοβάδων. Έτσι βγήκαν στα έργα τους αναπάντεχα φρέσκος, μια ύλη για την ύλη.»
Τα χτισμένα σώματα είναι μια αναφορική απεικόνιση ούτως ώστε ως σώματα να παραμένουν εκφραζόμενα και εκφραστικά. Χτισμένα ζωγραφικά έργα είναι εκείνα που συγκροτούν μια μορφοπλαστική πληρότητα και μια συμπιεσμένη θεματική ολότητα. Ο φορέας πραγματοποίησης της καλλιτεχνικής ιδέας είναι πάντα ένα υλικό προκειμένου το μέσο δημιουργικής ή καταστροφικής χειρονομίας να προσδιορίζει την απεικόνιση από το πραγματικό σώμα. Η υλικότητα αυτή λειτουργεί διαμεσολαβητικά στην διαδικασία πρόσληψης, επεξεργασίας και επαναπρόσληψης της πραγματικότητας. Ακόμα, υπάρχουν περιπτώσεις επιτέλεσης της ζωγραφικής ιδέας δίχως το απεικονιζόμενο να είναι κτισμένο. Εν τοιαύτη περιπτώσει η εξαπάτηση του θεατή είναι πολύ ισχυρή καθώς το μέσον δεν είναι η υλικότητα αλλά η εικόνα ως εικόνα. Περίπτωση που δεν θα εξετάσουμε εκτενώς επί του παρόντος. Τρία είναι τα απαιτούμενα μέρη και είναι μεταξύ τους αλληλένδετα. Το ζωγραφικό μέσο, ένα ή περισσότερα αντικείμενα αναφοράς και η προκύπτουσα αναφορική μεταξύ τους σχέση, η ερμηνεία. Το ζωγραφικό μέσο χρήζει αισθητηριακού χαρακτήρα. Ως επί το πλείστον το οπτικό και απτικό ερέθισμα συνταιριάζουν και πρωταγωνιστούν. Ωστόσο δε θα έπρεπε να αποκλειστούν εμπειρίες που ενεργοποιούν την ηχητική, γευστική και οσφρητική αισθητηριακότητα.
Η κατασκευασμένη εικόνα συνδέει ετερόκλητα επίπεδα εμπειρίας και γνώσης και διαθέτει ανομοιογενή δομή αισθητηριακού και εννοιολογικού χαρακτήρα. Εννοιολογικά μόνο κατά την νόηση εντοπίζονται οι ζωγραφικές μορφές που σχετίζονται δυνάμει συμβάσεων με αισθητές οντότητες. Η ζωγραφική εμπλέκεται σε ένα σημασιολογικό κύκλο που ενώ έχει μια πληρότητα, την αναγνωρισημότητα, ταυτόχρονα δεν είναι αυθύπαρκτος γιατί η εξάρτηση από νοήματα και νοηματοδοτήσεις είναι ανοιχτές. Η εικόνα αρχίζει να επεκτείνετε και η εξελικτικότητα του δισήμαντου, του πολυσήμαντου, ακόμα και η σημασίας της σημασίας είναι μια μεταφορική δυνατότητα της ερμηνείας ως περίσσειας έννοιας. Αυτό το κτίσιμο των σημασιών είναι η πρώτη οικοδόμηση μέσα στο έργο τέχνης πολλώ δε μάλλον στο ζωγραφικό.
Το ζωγραφικό μέσο αναλύεται στα αισθητηριακά του χαρακτηριστικά, ορισμένα από τα οποία ενώ αναφέρονται στο αντικείμενο της πραγματικότητας ανάγονται έτσι και στο εννοιολογικό επίπεδο χάριν της Ζωγραφικής. Η όσμωση που προκύπτει εφαρμόζει όπως η λάσπη στα τούβλα. Η κατασκευή αυτή ευνοεί την εικόνα αλλά κατασκευάζει και κατασκευάζετε η απεικονιστική λειτουργιά της ανθρώπινης αντίληψης.
Συγκεκριμένα όταν επιλέγεις να απεικονίσεις έστω ζωγραφικά ένα σώμα, η διπολικότητα του συμβόλου «Σώμα» οφείλεται στον αισθητηριακό χαρακτήρα του ζωγραφικού μέσου και στο εννοιολογικό περίγραμμα του ανθρώπινου σώματος που δείχνει, στον προσεταιρισμό μιας αισθητής ύπαρξης και μιας αφηρημένης έννοιας. Παραδείγματος χάριν στη ζωγραφική του Γιώργου Ρόρρη, το σώμα της «Μπλε Αλεξάνδρας» κτίζεται οσμωτικά στο αισθητηριακό πλαίσιο του μπλε χρώματος για την Αλεξάνδρα που παραμένει Αλεξάνδρα στο εννοιολογικό της γυναικείο περίγραμμα ως περίσσειας έννοιας μιας γυναικάς ενώ ταυτόχρονα η αισθητή, παρούσα ύπαρξη της Αλεξάνδρας διοχετεύεται στο μπλε ως το άυλο θερμό της ψυχρής υλικότητας. Η δύναμη της απεικόνισης και των συμβόλων που παρασύρει βρίσκεται στην ικανότητα να αισθητικοποιεί έννοιες (η γδυμνότητα και η γυμνότητα) και να ενοιολογικοποιεί αισθητές υπάρξεις (Η Αλεξάνδρα μοντέλο και γειτόνισσα), να λειτουργεί ως κοινός καμβάς ετερόκλητων στοιχείων της εμπειρίας και της σκέψης για να προσεταιριστεί την ανθρώπινη ύπαρξη.
Το Βάθος της επιφάνειας και η ρηχότητα του βάθους
Η Ζωγραφική του Πάρη Ασημακόπουλου συνιστά έναν επιγενόμενο κατακερματισμό. Το σώμα που απεικονίζει δεν περιορίζεται στην προφάνεια του ζωγραφικού μέσου ούτε όμως βυθίζεται στο βάθος του σώματος που αναφέρεται. Το χρώμα είναι διαπερατό από το απεικονιζόμενο σώμα προσδίδοντάς του εννοιολογική προοπτική (το σώμα-χώρος), παράλληλα αναπτύσσεται η δυνατότητα το σώμα να αναδυθεί στην επιφάνεια του μέσου προκειμένου να αποκτήσει αισθητηριακή υπόσταση. Πρόκειται για μια αμφίδρομη διαδικασία φανέρωσης και απόκρυψης που βασίζεται τόσο στην γεωμετρικοποίηση του χώρου όσο και στην ρευστοποίηση τριών χρωμάτων. Το βάθος κρύβεται στην επιφάνεια σχηματοποιώντας τις παραμέτρους που έλκουν το απεικονιζόμενο σώμα με την βαρύτητα του καθρεπτισμένου βάθους. Το βάθος του Α.Μεργέ άπτεται της θολότητας που αποτελεί και τον τρόπο για ασαφείς αναγνωρίσεις σκηνών όπου σώματα γίνονται σώμα κάτω από το ριζόχαρτο. Μια αβαθή βαρύτητα απλώνει τα σώματα στην διάφανη απεικόνιση.
Αγγίζοντας τη σημασία βλέπουμε την πολυσημία
Η σχηματοποίηση και η εκτινασσόμενη γεωμετρία αδιόρατων ορίων παφλάζει την εικόνα καθώς το πινέλο πηγαινοέρχεται στον καμβά κάνοντας το σώμα να μην ξεχωρίζει και εκεί που ξεχωρίζει, να παραπέμπει σε μια περιγραφή ευρύτερη από αυτό που άμεσα και φανερά εννοεί. Η σωματικότητα του μοντέλου ξεγλιστρά μέσα στο χώρο και αναδύεται ως γυναικεία σωματικότητα μόνο από τις ατελείς πτυχώσεις των μηρών του σώματος. Αληθινή και καθαυτή εικόνα είναι εκείνη που είναι έτοιμη να αποκαθηλωθεί και η εκτυφλωτικότητα των σημασιών της εστιάζουν στην καθήμενη στάση ενός σώματος, ένα και το αυτό στο χώρο φιλοξενίας του. Αν ο Π.Ασημακόπουλος δεν το έκανε αυτό, η μορφή που ζωγράφισε θα ήταν μια φιγούρα.
Η ανθρωποκοσμική της εμπειρία οφείλεται στην πολυσημιακή ανάπτυξη μέσα από την εσκεμμένη γεωμετρία των τεσσάρων χρωμάτων που αχόρταγα υπονομεύουν την χωρικότητα της. Αυτός είναι ο τρόπος που συνδέονται διαφορετικές όψεις της ύπαρξης χωρίς να συγχέονται. Συχνά επιχειρεί μια ορθολογική σαφήνεια αλλά το πιο καίριο στοιχείο είναι η οπτική σύγχυση μεταξύ οργανικών και στερεών όψεων. Αυτό είναι σαν το βέλασμα ενός νεογέννητου αρνιού. Φωνή φόβου και έκλυση χαράς ταυτόχρονα. Απλώνετε το χρώμα με ματιέρες και πολύπλοκες ακανθώδεις υλικότητες για να στεριώσουν τα σχήματα που βυθίζονται στο έρεβος της ομοεπίπεδης επιφάνεια του καμβά. Τα κενά του χώρου δεν καλύπτονται. Παραμένουν επιφάνειες που διψούν για επιχρωμάτισμα και παραμένουν δίοδοι για την εξερεύνηση της πίσω όψης του σώματος. Η δισημαντότητα αυτή ως έννοια περάσματος και ανέστιου χώρου εξιδανικεύει την τυφλότητα και την ταυτόχρονη ανάγκη για ευκρίνεια. Το σώμα μέσα στα κενά και τα γεμάτα είναι εύπλαστο και ζωτικό. Αξίζει να σημειωθεί ακριβώς ότι έτσι ο Ασημακόπουλος διαρθρώνει σε λογικό εικονογραφικό επίπεδο τα αόρατα και σε φανταστικό-εικονοπλαστικό τα ορατά. Η ζωγραφική ανάπτυξη των απεικονισμένων αφομοιώνει παρά συλλαμβάνει λογικά την πραγματικότητα. Η αφομοιωτική λειτουργία είναι μια διαδικασία αλληλοσυμπλήρωσης γνωρισμάτων της πραγματικότητας με την ισχυρή επινόηση νοητικών και αισθητηριακών επεξεργασιών. Η ικανότητα να μην μπορούμε να περιγράψουμε με ακρίβεια και σαφήνεια εμπειρίες και αντιλήψεις οδηγεί το ζωγραφικό ένστικτο στην ανακατασκευή και επανόρθωση εικόνων και εκείνων των λεπτομερειών που συνυφαίνουν απροσδόκητα την ικανότητα για αφαίρεση που οδηγεί στην οπτική πληρότητα. Ο Μεργές ζωγραφίζει την διαφάνεια της ηλεκτρονικής εκπέμπουσας επανορθώνοντας την φωτεινότητα της εικόνας με απλουστευτικές φόρμες για να φανεί η διαδικασία ανάκτηση της εικόνας και αρχίζει από την μορφικότητα των πλασμών της. Το χωρικό σύστημα που εφαρμόζει ο Ασημακόπουλος βασίζετε στην οργάνωση σχημάτων ιστού που κάποια από αυτά εξασφαλίζουν και οργανώνουν ιδιότητες του χώρου ισοτοπικά. Πρώτον, η προοπτικότητα ισορροπείται με την πλαγιότητα. Η οριζοντιότητα με την κατακορυφότητα . Οι ισοτοπικές αξίες αναγκάζουν την απεικόνιση να αποκτήσει ένα πλαίσιο διαστάσεων, μια διαστασιότητα. Ενεργοποιημένες οι διαστάσεις παύουν το αδόμητο των ισοτόπων διαστέλλοντας ένα ζωγραφικό χώρο προς την ιεραρχικά δομημένη σύνθεση. Η διασταλτικότητα του χώρου που παράγετε δεν είναι ένα οπτικό εφέ αλλά μια οπτική επεξεργασία παραθέσεων, αρθρώσεων και αντιθέσεων. Οι ισοτοπίες που παρατηρούνται μέσα στο ζωγραφικό του έργο, πάντα σε δυαδικότητα, είναι τα κατασκευαστικά ευρήματα έτσι ώστε τα πλέγματα που εμφανίζονται να προτείνονται με μια πολυπλοκότητα και μια σημασιολογική δομή που στην συγκεκριμένη περίπτωση ανάγεται στην υλικότητα της εικόνας με άξονα όχι τη σημασία, το «τι λέει» αλλά το «πώς το λέει». Το ανθρώπινο σώμα αποτελεί κοινωνική-σημασιολογική κατασκευή για όσα αναπαραστατικά μέσα επινόησε ο άνθρωπος και αποτελεί διελκυστίνδα της ανθρώπινης σκέψης. Στη ζωγραφική των Π.Ασημακόπουλου – Α.Μεργέ υπάρχει το ανθρώπινο σώμα εφευρεμένο από την ύλη που δεν το κατέχει αλλά το περιέχει που δεν είναι άλλο από την χρωματική ύλη. Τρία χρώματα και δυο πυκνώσεις του άσπρου μαύρου εξαναγκάζουν το απεικονιζόμενο να φανερωθεί στον Π.Ασημακόπουλο. Στον Α.Μεργέ η παλέτα αποτελεί εξασθενημένη ηχητική λειτουργία του απολεσθέντος φωτός, πράγμα που σημαίνει ότι το απεικονιζόμενο άυλο και ρευστό περιμένει την φανέρωση.
«Βλέπω σημαίνει βλέπομαι»
Βλέμμα είναι η απόσταση που μας χωρίζει από το αντικείμενο παρατήρησης. Η θεληματική διάνυση αυτής της απόστασης απαιτεί το αντιγύρισμα αυτού του βλέμματος από το παρατηρούμενο αντικείμενο. «Βλέπω σημαίνει βλέπομαι». Η ικανότητα να δω κάτι οφείλετε στο ότι το κάτι με κοιτά εξίσου με απεύθυνση. Κοιτώ ένα βουνό όταν και αυτό με κοιτά. Βλέπω το μοντέλο σημαίνει ότι με βλέπει. Ο Π.Ασημακόπουλος κτίζει αυτή την αλληλεπιδραστική απόσταση με ύλη το φως και χρωματική αντανάκλαση. Επιχειρεί την ζεύξη των βλεμμάτων με γέφυρες ώθησης το ανυποψίαστο φως που θα καταγραφεί με χρωματικό όγκο. Στον Α.Μεργέ το φως είναι υγροποιημένο. Το χρώμα ανεπιτήδευτο και συγκεχυμένο. Η εικόνα άκτιστη σε αναμονή απεικόνισης. Σημειωμένη σαν χρωματικό σκάμα, λίγο πριν αρχίσει η ανέγερση.
«Χώρος είναι η διάταξη του συνυπάρχειν».
Η διάσπαση της ενότητας του χώρου, η πλάγια όψη της τρισδιάστατης γραμμικής προοπτικής,η προβολή του αισθητικού χρόνου στο χώρο, η αλληλοεισχώρηση και η σύμπτυξη των μορφών, η απελευθέρωση των χρωματικών περιορισμών διατάσει το χώρο σε συνύπαρξη. Ο Π.Ασημακόπουλος αναγεννά την διάταξη του «συνυπάρχειν» μέσα από αναπτύγματα συρφυμάτων και συνονθυλευμάτων. Μια διάταξη και διάστιξη ποιοτήτων που ενώ φαίνονται όμοια καταλήγουν να στέκονται αξονικά με πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις και εκτοπίσεις. Οι πυκνώσεις χρωματικών σχηματισμών της μπλε όμπρας ή της ώχρας και η ομοιοκαταληξία αντίστοιχων χρωμάτων που επαναλαμβάνονται για να ευρυχωρήσουν, να εμπλουτίσουν τις αφηγήσεις και να συστρέψουν το βλέμμα που βλέπετε. Ο Α.Μεργές ενδιαφέρετε για το πώς το υάλωμα του υπολογιστή συγκρατεί το διαχέον φως των πίξελ. Καταγράφει τη συγκράτηση του φωτός κάτω από το υαλώδες, κάτω από την δεσκεμέτεια μεμβράνη ενός ηλεκτρονικού οφθαλμού. Η μεμβρανοειδής χρωστικοφόρα ζωγραφική σε ανέστιες φόρμες αποπλατύνονται σε ακατέργαστες στοιβάδες εικόνας. Ο Α.Μεργές επιχειρεί να στοιβάξει το ακατέργαστο χρώμα που φέρει το φως στο βοθρίο της οπτικότητας των πραγμάτων. Με την κεντρική εστιακή όραση ο βλέπων εστιάζει σε συγκεκριμένο σημείο του χώρου παρακάμπτοντας το σύνολο των οπτικών ερεθισμάτων. Ο Α.Μεργές οργανώνει την οπτική λειτουργία κρατώντας ενεργό τον εστιασμό αφαιρώντας την δυνατότητα επαλήθευσης της εστιακότητας για το λόγο ότι ζωγραφίζει πάνω σε ριζόχαρτα και εξ ανάγκης άπτονται θολότητες σε όλη την επιφάνεια. «Βλέπω λιγότερο σημαίνει βλέπω περισσότερο». Ο Π.Ασημακόπουλος οργανώνει την εστιακότητα συχνά πάνω στο χρωματικό σοβάντισμα περιοχών που η ευκρίνειά τους τα συντάσσει με προτεραιότητα. Με την περιφεριακή όραση ο βλέπων αντιλαμβάνεται και συλλαμβάνει το σύνολο του χώρου, την ταυτότητά του και τον χαρακτήρα του παρακάμπτοντας και ενοποιώντας σε ολότητα το σύνολο των λεπτομερειών. Εδώ ιδιωματικά ο Π.Ασημακόπουλος αναπτύσσει περιπτώσεις τόπου και τοπίου-γραφικών βαψιμάτων που μεταμορφώνουν σύνολα και υποσύνολα φορμών σε λειτουργικά ανοιχτά ή κλειστά χωροταξικά αναπτύγματα. Η ανθρώπινη μορφή μέσα σε αυτά κρυσταλλοποιείται. Η αγαλματοποίηση αυτή εξυπηρετεί στο έπακρο το μακροχρόνιο στιγμιότυπο. Ο Α.Μεργές ζωγραφίζει τα σύνολα αποχαρακτηρίζοντας το χώρο μέσα από την διαφάνεια του ηλεκτρονικού μέσου. Ομογενοποιεί τις φόρμες και η διάθλαση αναγκάζει τον βλέποντα να εξασκεί την σκέψη καταλυτικά παρά αντιδραστικά. Η ανάδυση του αντικειμένου αναφοράς, το ανθρώπινο σώμα και ο χώρος στην επιφάνεια του μέσου και η κατάδυση του μέσου στο εννοιολογικό βάθος του αντικειμένου-χώρου που περιέχεται η κτιστή ανθρώπινη φιγούρα οδηγεί τους δυο ζωγράφους σε συνδηλώσεις για το σύνθετο πλέγμα που έχει πέσει η ανθρώπινη φιγούρα και ο χώρος που την περιβάλει. Ο Π.Ασημακόπουλος προτείνει την ρητότητα της ανθρώπινης μορφής ενώ ο Α.Μέργες την υπορρητότητα των ανθρώπινων μορφών σε καθημερινή cyber καταγραφή. Ο Π.Ασημακόπουλος παρατηρεί εκ του φυσικού, ο Α.Μεργές παρατηρεί εικόνες τηλεματικές με την φωτογένεια του εκπεμπόμενου φωτός των πίξελ της οθόνης του υπολογιστή. Οι δύο εικαστικοί ζωγράφοι λειτουργούν διαμεσολαβητικά στη διαδικασία πρόσληψης και επεξεργασίας της πραγματικότητας. Χρησιμοποιούν την επιφάνεια για να ζωγραφίσουν. Ο Π.Ασημακόπουλος την μεταποιεί , ο Α.Μεργές την εντάσσει. Θεματικά απεικονίζουν ένα ή περισσότερα αντικείμενα αναφοράς ως επί το πλείστον ανθρωποκεντρικά. Τα έργα δεν λειτουργούν παθητικά αλλά ενεργοποιούν τον θεατή για την διασαφήνιση των αναφορικών σχέσεων. Ο Π.Ασημακόπουλος εφοδιάζει με αγαλματοποιητική υπόσταση τον ανόργανο χώρο με τα ανόργανα έπιπλα ενός εργαστηρίου ζωγραφικής. Ο Α.Μέργες προσπαθεί να αναθεωρήσει τις διαφορές μεταξύ των πραγμάτων καθαυτών και του φαινομένου προς μια ομοούσια ολοκλήρωση. Φαινόμενο είναι τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος, η κίνηση, οι κινητήριες δυνάμεις, το ολόκληρο, το ημιτελές και οι ερειπιώνες. Ο Α.Μέργες αποδεικνύει ότι ο σωματικός κόσμος δεν αποκαλύπτεται στα μάτια μας παρά μόνο με την μορφή φαινομένου και ότι υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις όπου οι εκφάνσεις του φαινόμενου συμπίπτουν με εκείνες του αληθινού. Το ζητούμενο για την οπτικότητα της ζωγραφικής είναι να πηγαίνουμε από το φαινόμενο στο αληθινό και από το δυνατό στο πραγματικό. Ο Α.Μεργές συμπεραίνει το ζωγραφικό φαινόμενο με την βοήθεια του διαδικτύου ώστε το αληθινό να εκτιμάται από τις αληθοφάνειες . Ο Π.Ασημακόπουλος οργανώνει την αντικειμενικότητα ως εύτακτη σύνδεση των παραστάσεων, έτσι ώστε η οπτική, ως υλοποιητική λειτουργία των αισθητών παραστάσεων, βρίσκει το επαρκές θεμέλιό της στην γεωμετρία και την στερεομετρία . Τα φαινόμενα στον Π.Ασημακόπουλο συνυφαίνονται για να συνδεθούν ο χώρος και ο χρόνος ανάμεσα στην πλαγιότητα των αντικειμένων. Οι διατάξεις και των δυο ζωγράφων κάνουν την διάκριση μέσα από τις απεικονιστικές τους παραστάσεις ανάμεσα σε εκείνο που προέρχεται από την υπεραξία της εικόνας και στην εφήμερη ματιά προς αυτές. Η συγκεκριμένη αισθητή ύπαρξη επιλέγεται από τους ζωγράφους και αναδύεται μια έννοια. Η δύναμη του Π.Ασημακόπουλου βρίσκεται στο ότι αισθητικοποιεί την έννοια του αδιαπέρατου χώρου ενοιολογικοποιόντας την περιοπτικότητα του ανθρώπινου σώματος. Ο Α.Μεργέςαποαισθητικοποιεί την καταγραφικότητα της στιγμής και ενοιολογικοποιεί την ανεικονικότητα της απεικόνισης. «Αναπαριστώντας ένα αντικείμενο δεν αντιγράφουμε, αλλά κατορθώνουμε μια ερμηνεία του» NelsonGoodman, ο,π., σελ 28 «ένα αντικείμενο μοιάζει στον εαυτό του στον υπέρτατο βαθμό, αλλά σπάνια τον αναπαριστά ή τον καταδηλώνει» NelsonGoodman, ο,π., σελ 20 Η αναπαράσταση δεν έχει να κάνει με το όμοιο. Η ομοιότητα είναι ανακλαστική και συμμετρική και δεν λειτουργεί εξομοιωτικά. Η αναπαράσταση στην ιστορία των καταγραφικών λειτουργιών του ανθρώπινου πολιτισμού διερευνά την σχέση του πρωτότυπου και του αναπαριστώμενου. Η σχέση αυτή πρέπει να είναι αναφορική. Ο Ασημακόπουλος περιεργάζεται τον χώρο ανάρτησης (στάσης) μιας ανθρώπινης μορφής εκ του φυσικού. Αυτό του δίνει την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα μορφοπλαστικά, χωρικά, γεωμετρικά, δεδομένα με τρόπο στοίβαξης φορτίων. Κτίσιμο πρώτο: Η αρχιτεκτονική μορφή που παράγεται είναι μηχανική και σωρευτική. Κτίσιμο δεύτερο: Η ανθρώπινη μορφή εμπεριέχεται στο χώρο. Κτίσιμο τρίτο: Η κεντρική αναφορά των δομών προτείνεται ώστε να ενεργοποιηθούν δίαυλοι αποκεντρωμένων ροών επικοινωνίας. Συστήνει δυϊστικά ζεύγη θεματικής αποκέντρωσης στην οπτική διάδραση για να ενεργοποίηση, την συμμετοχή , την ικανοποίηση για τον πλούτο οπτικής απόδοσης και εκτέλεσης του έργου. Επιστρατεύει αξονομετρικές σχεδιάσεις οι οποίες γεμίζουν με υλικότητα το περιεργαζόμενο χώρο και η ανθρώπινη ύπαρξη υπάρχει, σταθεροποιείται και ρέει με τα υλικά. Ο Α.Μεργές περιεργάζεται την αφημένη εντύπωση γεγονότων ιστορικών ή σύγχρονων εκ του διαδικτύου. Αυτό του δίνει την δυνατότητα της ανακρίβειας και της συνεχής ροής συμβάντων και φαινομένων. Η απλή εμφάνιση ενός αντικειμένου που συσχετίζεται με άλλο αντικείμενο παραμορφωτικά, ταυτολογικά ή διαχυτικά εκδηλώνει μια σχέση ασυγχρόνιστης καταγραφής στο διαδικτυακό τόπο που η επανεμφάνισή του μπορεί να είναι δυνητική και λεξικογραφική. Το φαινόμενο διαθέτει αμέτρητες βαθμίδες. Τότε ένα αίσθημα παράστασης προκύπτει και αρχίζει η καταδήλωση που τροποποιεί την εικόνα κατά το Α.Μεργέ. Η ακουαρελίστικη απεικόνιση των εικόνων του Α.Μεργέ ερευνούν το αντικειμενικό φαινόμενο που προκύπτει από μια πραγματική μεταβολή μέσα στο αντικείμενο καθεαυτό μόλις προβληθεί. Μεταβαίνει στο υποκειμενικό φαινόμενο που προκύπτει από τις μεταβολές στην προληπτική ικανότητα για το αντικείμενο ως γεγονός . Η συνεχή μεταβατικότητα λειτουργεί υπερβατικά ως προς την εικόνα και την ιστορικότητα του γεγονότος που καταγράφει. Για να μπορεί να εφαρμοστεί οπουδήποτε πρέπει να είναι διαφανής και ερεβώδης ταυτόχρονα. Να έχει βάθος και ρηχότητα, να ανατέλλει και να δύει. Η πραγμάτωση πρέπει να έχει προβολικές ιδιότητες, δηλαδή να φανερώνεται η εικόνα εξ αντανακλάσεως. Για να το ολοκληρώσει ο Α.Μεργές χειρονομεί πάνω σε ριζόχαρτο και επιτείνει την αντανακλαστικότητα από το άσπρο χαρτί που παραθέτει στο φόντο.
Ο Π. Ασημακόπουλος κτίζει ομοούσια χώρο και ανθρώπινο σώμα. Ο Α.Μέργες ζωγραφίζει το άκτιστο εκπέμπον φως των ηλεκτρονικών και προβολικών εικόνων του ανθρώπινου πολιτισμού.
Χάρης Κοντοσφύρης εικαστικός αναπληρωτής καθηγητής Σ.Κ.Τ.Π.Δ.Μ -Σκοπιά Φλώρινας 22/5/2019
Εξ αφορμής της παρουσίασης της εικαστικής έκθεσης «Το κτισμένο σώμα» στην Στέγη Γραμμάτων και τεχνών του Αμυνταίου.
Αλληλεπίδραση: Χάρης Κοντοσφύρης
Συνέργεια: Πάρης Ασημακόπουλος- Άγγελος Μέργες
Υποστήριξη: Φλώροι εικαστικοί
Με τιμή
Το Δ.Σ.