“Τα χρώματα της βίας στη Δυτική Μακεδονία 1941-1944”: το νέο βιβλίο της Σοφίας Ηλιάδου – Τάχου
Σκοπός της έρευνας είναι η αποτύπωση και η ερμηνεία της βίας της κατοχικής περιόδου στη Δυτική Μακεδονία. Είναι εύλογο πως στην παρούσα μελέτη η διερεύνηση της κατοχικής βίας προϋποθέτει την θεώρησή της ως κοινωνικού/ιστορικού φαινομένου. Επομένως η πρώτη βασική αρχή της έρευνάς μας είναι ότι για να μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα χρώματα ή τις αποχρώσεις της βίας είναι αναγκαία η ένταξή της στο συγκείμενο και η καταγραφή των χαρακτηριστικών των χρονικών περιόδων άσκησής της. Καθίσταται έτσι δυνατή η συσχέτιση της βίας με τη δυναμική της «συγκυρίας» μέσα στην οποία εντάσσεται για να την ερμηνευσουμε η κατοχική βία στη Δυτική Μακεδονία την περίοδο 1941-1945. Επομένως το πρώτο ζητούμενό μας είναι να δούμε τί έγινε στην Δυτική Μακεδονία την περίοδο της κατοχής, δηλαδή ποιος και γιατί άσκησε βία και κάτω από ποιες συνθήκες.
Η δεύτερη αρχή στην έρευνά μας σχετίζεται με το περιεχόμενο της έννοιας «βία». Γιατί ως «βία» η μελέτη μας δεν αντιλαμβάνεται αποκλειστικά τις δολοφονίες, αλλά όλες τις εκφάνσεις του φαινομένου: δηλαδή τις φυλακίσεις, τις σωματικές ποινές, τις εκτελέσεις, τους τραυματισμούς, τις μαζικές εξοντώσεις, τα ολοκαυτώματα, τα αντίποινα, τις εθνοκαθάρσεις, τις εθνοτικές-εξοντώσεις, τα χρηματικά πρόστιμα/ποινές, τις δικαστικές διώξεις, τους εκτοπισμούς, την οικονομική εξόντωση, την καταστροφή του παραγωγικού ιστού, τις πυρπολήσεις, τις ομηρίες, την παρακολούθηση των εκτελέσεων, τον στρεβλό επισιτισμό, τις λαθροχειρίες, τις επιτάξεις ζώων, αυτοκινήτων, σπιτιών, περιουσιακών στοιχείων, γεννημάτων, την ηθική βία, τους βιασμούς όλων των μορφών, την τρομοκρατία, τη διασπορά φόβου, και όλα τα ανάλογα. Επομένως σε αυτή τη μελέτη επιλέξαμε να αναφερθούμε σε όλες τις μορφές αυτής της βίας, είτε ασκούνται από τα κράτη και τα κρατικά ή διοικητικά μορφώματα που έχουν το μονοπώλιο της έννομης βίας, είτε από εκείνους που την αμφισβητούν, δίνοντας έμφαση στα υποκείμενα της βίας και στις χρωματικές συνυποδηλώσεις που την συνοδεύουν.
H μικροϊστορική εστίαση στη Δυτική Μακεδονία μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα για τον προσδιορισμό των χρωμάτων ή των αποχρώσεων της κατοχικής βίας. Για την επίτευξη των στόχων που προαναφέρθηκαν χρησιμοποιήθηκαν α) η ιστορική-ερμηνευτική μέθοδος που βασίζεται στη μελέτη πρωτογενούς αρχειακού υλικού και β) η ημιδομημένη συνέντευξη των πρωταγωνιστών ή των συγγενικών τους προσώπων. Με βάση το σχήμα και τις αξιωματικές αρχές που περιγράφηκαν πρέπει να διευκρινήσουμε ότι ως υποκείμενα της βίας θεωρήθηκαν α) η ελληνική κατοχική διοίκηση β) η γερμανική κατοχική διοίκηση (γερμανικό φρουραρχείο) γ) η βουλγαρική κατοχική διοίκηση (Βούλγαροι αξιωματικοί-σύνδεσμοι στο γερμανικό φρουραρχείο) δ) η ιταλική κατοχική διοίκηση ε) το ΕΑΜ/ΚΚΕ ως φορέας κατεστημένων θεσμών/εξουσιών στ) η Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή και κυρίως ο αγγλικός παράγοντας με έμφαση στη δράση του Βρετανού πράκτορα Έβανς. Γύρω από τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν κινούνταν οι μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις που δρούσαν στη Δυτικής Μακεδονία, οι οποίες ασκούσαν περιστασιακά τη δική τους βία στον χώρο, δεν διέθεταν όμως τη δυνατότητα να καθορίζουν τις εξελίξεις. Τέτοιες οργανώσεις είναι η ΥΒΕ/ΠΑΟ ως αστική εθνικιστική οργάνωση, η ΕΚΑ η οποία δρούσε στην Κοζάνη, ο ΕΕΣ στην Κοζάνη και οι οπλισμένοι πρόσφυγες , ο ΕΔΕΣ που δρούσε κυρίως στην Ήπειρο. Η νομιμοποίηση ή η καταδίκη της βίας που ασκήθηκε την περίοδο της κατοχής από τη μια ή από την άλλη πλευρά προϋποθέτει πρώτιστα την απάντηση στο ερώτημα ποιανού το συμφέρον υπηρετούσε το κατοχικό κράτος.
Και κατά τη γνώμη μας η δυναμική της κατοχικής περιόδου σε ότι αφορά στη Δυτική Μακεδονία επιτάσσει την εκ προοιμίου καταγγελία όλων των πολιτικών προθέσεων που μπορεί να ελλοχεύουν πίσω από την έρευνα.