Βαρειὰ παθολογία
Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης
Τετάρτη Α΄ἑβδομάδος Ἐπιστολῶν, Ῥω 1,18-27
Στὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος διαλευκαίνει ἕνα θέμα ἀνέκαθεν πολὺ σοβαρό, πολυσυζητούμενο σήμερα μὲ αὐξανόμενη ἐπιπολαιότητα ἀπὸ τὶς ὀθόνες, ἀποσιωπώμενο δὲ ἐπιμελῶς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Χριστιανῶν, λόγῳ πολλῆς σεμνοτυφίας, παρ᾿ ὅλο ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐ τὸ εἶναι σαφής. Πρόκειται γιὰ τὸ θέμα τοῦ κιναιδισμοῦ καὶ τῆς ἀρσενοκοιτίας. Ὁ πνευματοκίνητος ἀπόστολος, ποὺ λόγῳ τῆς λαμπερῆς καθαρότητός του δὲν ἔχει ἀναστολές, τὸ ἀναλύει διεξοδικά, διότι ἔχει χρέος νὰ προφυλάξῃ τὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ μολυσματικὴ αὐτὴ κοινωνικὴ πληγή.
Ἔχοντας φωτεινὸ ὁδηγὸ σ᾿ ὅλη τὴν ἔκτασι τοῦ ἀναγνώσματος τὸν ἀμίμητο ἑρμηνευτὴ τοῦ Παύλου Ἰωάννη χρυσόστομο [1], χωρὶς φόβο καὶ πάθος θὰ παρουσιάσουμε τὶς παύλειες ἀπόψεις, ποὺ περιέχονται σ᾿ αὐτό, γιατὶ θὰ ἦταν ἔνοχο καὶ πονηρὸ στὶςἡμέρες μας ὁ κόσμος νὰ τὸ ἔχῃ τούμπανο, καὶ ἡ ταμειοῦχος τῆς θεοπνεύστου ἀληθείας νὰ σιωπᾷ. Οἱ σημειώσεις ἀπὸ μένα.
Ἂς τὸν ἀκούσουμε. Λέει᾿
Διότι ἀποκαλύπτεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐναντίον κάθε ἀσέβειας καὶ κακίας ἀνθρώπων, ποὺ μὲ αὐτὴν καταπνίγουν τὴν ἀλήθεια, διότι ὅ,τι εἶναι δυνατὸ νὰ γίνῃ γνωστὸ γιὰ τὸ Θεό, τοὺς εἶναι φανερό, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τοὺς τὸ φανέρωσε. Ἀπὸ τότε ποὺ κτίσθηκε ὁ κόσμος οἱ ἀόρατες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, τόσο ἡ αἰώνια δύναμί του ὅσο καὶ ἡ θεότητά του, καθὼς νοοῦνται μέσῳ τῶν δημιουργημάτων, διακρίνονται καθαρά, γιὰ νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι (οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὸν πιστεύουν) (18-20).
Ὁ Θεός, λέει ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος, δὲν εἶναι μόνο ἀγάπη, ζωή, ἀλήθεια, φῶς, δικαιοσύνη, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ σέβονται τὰ λόγια του῾ εἶναι καὶ ὀργή, διότι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἕλκονται πρὸς τὴν ἀρετὴ μὲ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας. Γι᾿ αὐτὸ ὑποσχέθηκε, ὄχι μόνο βασιλεία, ἀλλ᾿ ἀπείλησε καὶ μὲ κόλασι. «Ἂν μὲ ἀκούσετε θὰ φάτε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, ἂν ὄχι, θὰ σᾶς φάῃ τὸ μαχαίρι», λέει μὲ τὸν Ἠσαΐα (1,19-20). Ἂν περιφρονήσετε τὶς δωρεές, τότε νὰ περιμένετε τὰ λυπηρά.
Πῶς καὶ πότε ἀποκαλύπτεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανό;
Καὶ τώρα καὶ τότε. Καὶ τώρα μὲν μὲ πεῖνα ἀρρώστιες πολέμους γιὰ διόρθωσι, τότε δὲ γιὰ τιμωρία. Τώρα γιὰ παιδαγωγία, τότε γιὰ κόλασι αἰώνια. Ἀποκαλύπτεται γιὰ κάθε ἀσέβεια. Καὶ εἶναι πολλὰ τὰ εἴδη της ἀπέναντι στὸ Θεό. Ἡ ἀλήθεια μόνο εἶναι μία. Ἀποκαλύπτεται καὶ γιὰ κάθε ἀδικία ἀνθρώπων ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους, σχετικὰ μὲ τὰ χρήματα, τὰ κτήματα, τὴν οἰκογενειακὴ τιμή, τὴ φήμη, τὸ ὄνομα, τὴ ζωή. Ἀποκαλύπτεται καὶ διότι «κατέχουν (καταπνίγουν) τὴν ἀλήθεια μὲ ἀδικίες».
Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «κατέχουν»;
Παράδειγμα. Ὁ διαχειριστὴς τῶν οἰκονομικῶν τοῦ βασιλιᾶ σπαταλᾷ τὸ βασιλικὸ πλοῦτο γιὰ ἄλλους, ἀδικώντας τον κατάφωρα. Κάποτε πιάνεται καὶ τιμωρεῖται. Κι αὐτοὶ ποὺ κατέχουν καὶ καταπνίγουν τὴν ἀλήθεια μὲ ἀδικίες, τὸ ἴδιο κάνουν. Παίρνουν τὸν πλοῦτο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐπενδύουν στὰ εἴδωλα, τὰ ξύλινα καὶ τὰ λίθινα. Ξέρουν σὲ ποιόν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ ἀναγνώρισι, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἐπίτηδες τὴν κουκουλώνουν, τὴν ἀποσιωποῦν, τὴν καταπνίγουν, τὴν κατακρατοῦν, τὴν αἰχμζλωτίζουν, ἀποδίδοντάς την σ᾿ αὐτά.
Πῶς ξέρουν ὅτι ἡ δόξα ἀνήκει στὸ Θεό;
Διὰ μέσου τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Βλέποντας τὴ γῆ τὰ ἄστρα ὅλη τὴν κτίσι, δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι σοφοὶ γιὰ νὰ καταλάβουν. Καὶ ὁ ἰδιώτης καὶ ὁ βάρβαρος καὶ οἱ πάντες καταλαβαίνουν ὅτι εἶναι δημιουργήματα τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Γιατί καταλαβαίνουν; Διότι «οἱ ἀόρατες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ νοοῦνται διὰ τῶν δημιουργημάτων». Δὲν βλέπουν τοὺς οὐρανοὺς «ποὺ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ»; Τί θὰ ποῦν στὸ Θεό; Δὲν εἴδαμε τὸ χειμῶνα, τὴν ἄνοιξι, τὶς ἐποχές, τὴ θάλασσα, τὰ κύματα, τὸ κάλλος, τὰ μεγέθη, τὴν ἀπεραντοσύνη, τὶς δυνάμεις, τὴν τάξι, τὴν ἀκρίβεια, τὴ σκοπιμότητα; Μποροῦν νὰ μὴν τὰ δοῦν; Θὰ εἶναι λοιπὸν ἀναπολόγητοι. Ὁ Θεὸς βέβαια δὲν τὰ ἔκανε γιὰ νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι, ἔστω κι ἂν τελικὰ αὐτὸ συνέβη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ τοῦ ἀποδώσουν τὴν τιμὴ καὶ τὴ δόξα. Ἂν ὅμως δὲν θέλουν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ἀπὸ ἀχαριστία, οἱ ἴδιοι στέρησαν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους τὴν ἀπολογία.
Γιατί;
Διότι, ἐνῷ γνώρισαν τὸ Θεό, δὲν τὸν δόξασαν ὡς Θεό, οὔτε τὸν εὐχαρίστησαν, ἀλλὰ μὲ τὶς σκέψεις τους ζοῦν στὴ ματαιότητα, καὶ σκοτίστηκε ἡ ἀνόητη διάνοιά τους῾ ἐνῷ λένε ὅτι εἶναι σοφοί, ἀποδεικνύονται μωροί, καὶ ἀντάλλαξαν τὴ δόξα τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ μὲ ἀγάλματα ποὺ ἀπεικονίζουν φθαρτοὺς ἀνθρώπους καὶ πτηνὰ καὶ τετράποδα ζῷα καὶ ἑρπετά (21-23).
Δύο ἐγκλήματα ἔκαναν῾ πρῶτον, γνώρισαν τὸ Θεὸ καὶ δὲν τὸν δόξασαν ὡς μοναδικὸ Θεό, καὶ δεύτερον, κατασκεύασαν εἴδωλα καὶ τὰ προσκύνησαν ὡς θεούς. Μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ Ἰερεμίου, πρῶτον, ἐγκατέλειψαν τὴν πηγὴ τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ (τὸ Θεό), καὶ δεύτερον, ἄνοιξαν πηγάδια ξηρὰ καὶ ἄνυδρα (τὰ εἴδωλα) (2,13). Αἰτία; Ἡ ἀνόητη διάνοιά τους. Αὐτὴ τοὺς ἔκανε νὰ ζοῦν στὸ ψέμα καὶ στὸ ἠθικὸ σκοτάδι. Παράδειγμα.
Κάποιος ἐπιχειρεῖ νὰ βαδίσῃ σὲ ἀσέληνη νύχτα καὶ ἄγνωστο δρόμο. Ὄχι μόνο δὲν θὰ φτάσῃ στὸ τέρμα, ἀλλὰ καὶ γρήγορα θὰ χαθῇ. Ἔτσι καὶ αὐτοί. Ἐνῷ ἐπιχειροῦν νὰ βαδίσουν τὸ δρόμο πρὸς τὸν οὐρανό, σβήνουν μόνοι τους τὸ φῶς τῆς λογικῆς τους καὶ ἀφήνουν τὸν ἑαυτό τους στὸ σκοτάδι τοῦ παραλογισμοῦ καὶ πέφτουν στὸ γκρεμό, καθὼς ψάχνουν τὸν ἀσώματο σὲ ὑλικὸ σῶμα, τὸν ἐκτὸς σχήματος σὲ σχῆμα.
Καὶ τὸ τραγικό! Πιστεύουν ὅτι εἶναι σοφοί, ἀλλ᾿ αὐτοὶ δὲν ἔχουν οὔτε μυαλὸ μωροῦ παιδιοῦ. Ὅπως τὸ μωρὸ δίνει τὸ χρυσὸ παιχνίδι του γιὰ νὰ πάρῃ χάρτινο φανταχτερό ἀπὸ τὸν πονηρὸ ἐπισκέπτη, ἔτσι κι αὐτοί᾿ ἀνταλλάσσουν τὴ δόξα τοῦ ἀφθάρτου καὶ αἰωνίου Θεοῦ μὲ ἄψυχα εἰδώλια ποὺ παριστάνουν ἀνθρώπους, πτηνά, ἑρπετά, καὶ τετράποδα ζῷα [2]. Τί σοφία εἶναι αὐτή; Μᾶλλον εἶναι μωρία καὶ ἐπίδειξι ἀλαζονείας.
Μιὰ σκέψι ἀκόμη στὸ «ἀντάλλαξαν».
«Ἀνταλλάσσω» σημαίνει ἔχω κάτι καὶ τὸ ἀνταλλάσσω μὲ ἄλλο. Εἶχαν τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀντάλλαξαν μὲ εἴδωλα. Αὐτὰ ἔπαθαν οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ ἄλλοι εἰδωλολάτρες, ὅσο μεγάλο ὄνομα κι ἂν ἔχουν. Καὶ ἔγιναν καταγέλαστοι, καὶ βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ κάθε ἀπολογία. Ἀντάλλαξαν αὐτὸν ποὺ ἔκανε ἀπὸ τὸ μηδὲν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ προνοεῖ, ποὺ φροντίζει, μὲ ὁμοιώματα ἀνθρώπων, ζῴων, ἑρπετῶν. Ὢ σοφία ἄσοφη, ὢ τρέλλα λαμπρή! Ὕστερα ἀπὸ τὴ μωρία αὐτή, ποιό τὸ ἀποτέλεσμα;
Ἡ θεία σοφία τοῦ Παύλου ἀπαντᾷ῾
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς παρέδωσε ὁ Θεὸς στὴν ἀκαθαρσία, γιὰ ν᾿ ἀτιμάζουν τὰ σώματά τους μεταξύ τους, (παρέδωσε) αὐτοὺς ποὺ ἀντάλλαξαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ψέμα καὶ σεβάστηκαν καὶ λάτρευσαν τὴν κτίσι κι ὄχι τὸ δημιουργό της, ποὺ εἶναι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες . Ἀμήν (25-25).
Ποιούς παρέδωσε;
Αὐτοὺς ποὺ δὲν θέλησαν νὰ δεχτοῦν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν κόσμο διδασκαλεῖο, ἔδωσε λογικὴ γιὰ νὰ καταλαβαίνουν τὰ πρέποντα, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ χρησιμοποίησαν᾿ ἀντιθέτως τὰ διέστρεψαν. Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Ἕνα εἶχε ἀπομείνει᾿ νὰ τοὺς ἀφήσῃ, γιὰ νὰ μάθουν ἀπὸ τὰ παθήματα, ὥστε ν᾿ ἀποφύγουν τὴ ντροπή. Δὲν τοὺς ἔσπρωξε, ἀλλ᾿ ἀπέσυρε τὴ βοήθειά του. Ὅταν ὁ γιὸς τοῦ βασιλιᾶ, ἀφοῦ ἀτιμάσει τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, προτιμᾷ νὰ συναναστρέφεται μὲ φονιάδες καὶ κακούργους, ὁ πατέρας τὸν ἀφήνει, ὥστε ἀπὸ τὴν κακὴ πεῖρα νὰ καταλάβῃ τὴν τρέλλα του.
Ποῦ τοὺς παρέδωσε;
«Στὴν ἀκαθαρσία, γιὰ ν᾿ ἀτιμάζουν τὰ σώματα μεταξύ τους». Τὴ ζημιὰ ποὺ θὰ τοὺς ἔκανε ὁ ἐχθρός, τὴν ἔκαναν οἱ ἴδιοι στὸν ἑαυτό τους μὲ τὰ πάθη. Καὶ ἦταν ἑπόμενο, ἀφοῦ προηγουμένως «ἀντάλλαξαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ψέμα, καὶ λάτρευσαν τὴν κτίσι κι ὄχι τὸ δημιουργό, τὸν εὐλογητὸ στοὺς αἰῶνες». Δὲν λέει ἁπλῶς «λάτρευσαν τὴν κτίσι», ἀλλὰ «παρὰ τὸν κτίσαντα», ἀντὶ τοῦ δημιουργοῦ, πικάροντάς τον. Ἔπρεπε νὰ λατρεύσουν τὸ Θεὸ κι ἐκεῖνοι λάτρευσαν τὰ ἔργα του. Ὅποιος φεύγει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, φεύγει καὶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πρᾶξι. Τὸ ἕνα φέρνει τὸ ἄλλο. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἔχασε ἀπὸ τὴ δόξα του, διότι παρέμεινε ὁ ἴδιος «εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας», ἄξιος νὰ δοξάζεται αἰωνίως. Ὁ ἥλιος δὲν λερώνεται ἀπὸ τὸ φτύσιμο τοῦ ἀνοήτου . Τὸ φτύμα πέφτει στὸ πρόσωπό του.
Τί ἐννοεῖ ὡς «ἀκαθαρσία ; Τὰ ἄνομα καὶ ἔκτροπα καὶ ἔκφυλα σαρκικὰ πάθη. Καὶ ἐξηγεῖ περαιτέρω.
Γι᾿ αὐτὸ τοὺς παρέδωσε ὁ Θεὸς σὲ ἄτιμα πάθη, διότι καὶ οἱ γυναῖκες ἀντάλλαξαν τὴ φυσικὴ χρῆσι μὲ τὴν ἀφύσικη, ὁμοίως καὶ οἱ ἄνδρες, ἀφοῦ ἄφησαν τὴ φυσικὴ χρῆσι τῆς θηλυκῆς, ἄναψαν ἀπὸ ὀρέξεις μεταξύ τους, ὥστε ν᾿ ἀσελγοῦν ἄνδρες μὲ ἄνδρες, ἀπολαμβάνοντας ἔτσι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο τὴν ἀνταμοιβὴ τῆς πλάνης των ποὺ τοὺς ἄξιζε (26-27).
Τὰ πάθη εἶναι πάντα ἄτιμα, ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνδρῶν πρὸς ἄνδρες εἶναι ὅ,τι τὸ χειρότερο. Μᾶλλον εἶναι ψαχασθένεια, παρὰ σωματικὴ ἀδυναμία. Ἄξιο προσοχῆς τὸ πῶς τοὺς στερεῖ τὴ συγγνώμη. Δὲν μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ἐμποδίστηκαν ἀπὸ τὴ νόμιμη συνεύρεσι, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἦρθαν στὴν ἄνομη, οὔτε ὅτι δὲν εἶχαν νὰ ἱκανοποιήσουν τὴ φυσικὴ ἐπιθυμία τους, γι᾿ αὐτὸ ἐξώκειλαν στὴν ἀλλόκοτη λύσσα. Διότι τὸ ῥῆμα «ἀντάλλαξαν» ταιριάζει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν. Ἔχουν τὸ φυσικὸ καὶ τὸ ἀνταλλάσσουν μὲ τὸ ἀφύσικο. Ἔχουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀνταλλάσσουν μὲ τὸ ψέμα. Καὶ γιὰ τοὺς ἄνδρες τὸ ἴδιο εἶπε. «Ἄφησαν τὴ φυσικὴ χρῆσι τῆς θηλυκῆς». Καὶ τοὺς ἀποκλείει ἀπὸ τὴν ἀπολογία. Διότι εἶχαν φυσικὴ ἀπόλαυσι, ἀλλὰ τὴν ἄφησαν καὶ πῆγαν στὴν παρὰ φύσιν. Καὶ εἶναι δυσκολώτερα καὶ ἀηδέστερα τὰ παρὰ φύσιν. Μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι δὲν ἔχουν κἂν ἡδονή. Ἡ γνησία ἡ ἡδονὴ εἶναι ἡ κατὰ φύσιν.
Δὲν ἦταν μόνο τὸ πιστεύω τους σατανικὸ (εἰδωλολατρικό), ἀλλὰ καὶ ἡ ζωή τους διαβολική. Μὲ τὴ λογικὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μποροῦσαν νὰ χειραγωγηθοῦν στὸ δημιουργό, ἀλλ᾿ αὐτοὶ δὲν θέλησαν, καὶ παρέμειναν ἀσυγχώρητοι. Καὶ στὸ θέμα τῆς ἡδονῆς μποροῦσαν ν᾿ ἀπολαύσουν χωρὶς φόβο περισσότερη καὶ πιὸ εὐφόσυνη ἡδονή, καὶ νὰ μὴν εἶναι ἀναπολόγητοι. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ δὲν θέλησαν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ συγγνώμη δὲν ἔχουν καὶ τὴ φύσι ἀτίμασαν.
Πιὸ ἄτιμο εἶναι οἱ γυναῖκες νὰ ἐπιζητοῦν αὐτὲς τὶς παράνομες μίξεις, ποὺ ἀπὸ τὴ φύσι τους εἶναι πιὸ ντροπαλές. Καὶ ὁ ἄνδρας, ὁ δάσκαλος τῆς γυναίκας, καὶ ἡ γυναίκα, ἡ βοηθὸς τοῦ ἀνδρός, ἀντενεργοῦν σὰν ἐχθροὶ ὁ ἔνας κατὰ τοῦ ἄλλου.
Ἄξια προσοχῆς ἡ χρῆσι τῶν λέξεων. Δὲν λέει «ἐρωτεύθηκαν» ἢ «ἐπεθύμησαν» ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἀλλὰ «ἐξεκαύθησαν»[3]. Ἡ ὑπερβολὴ ἡ ἀπληστία ἡ ἀχορτασιὰ ἡ ἀκατάσχετη κάψα γιὰ ἡδονὲς φουντώνει σὰ φωτιὰ καὶ τοὺς καίει. Ὅπως ἀπὸ ἀφύσικη δίψα κάποιοι τρέχουν στὰ βρομόνερα, καὶ ἀπὸ ἀνώμαλη πεῖνα τρῶνε χῶμα, οἱ χωματοφάγοι [4], ἢ κόπρανα οἱ κοπροφάγοι [5]), ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἐκβράζονται στὴν ἀνώμαλη ἡδονή. Αὐτὴ ἡ νοσητὴ ἐπίτασι τῆς ἐπιθυμίας ἔχει αἰτία τὴν ἐγκατάλειψι τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ἐγκατάλειψι τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἀνομία τους.
Αἰτία εἶναι καὶ ἡ ῥαθυμία τους. Δὲν λέει «παρασύρθηκαν», ἀλλὰ «κατεργαζόμενοι», διότι ἔκαναν τὴν ἁμαρτία ἔργο τους. Δὲν λέει «ἐπιθυμία», ἀλλὰ «ἀσχημοσύνη», δηλαδὴ καὶ τὴ φύσι ντρόπιασαν καὶ τοὺς νόμους πάτησαν. Καὶ κυττάξτε τὴν παράκρουσι. Ἔπρεπε οἱ δύο, ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα, νὰ εἶναι ἕνα. («Ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»). Αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία καταργεῖ ὁ διάβολος καὶ τὰ φῦλα ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς τὰ ἀποσχίζει. Ὁ διάβολος τὴ μία σάρκα (ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς στὴ μίξι) τὴν κάνει δύο (ἄνδρας-ἄνδρας, γυναίκα -γυναίκα), ἀντίθετα στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Διότι οἱ γυναῖκες ἀτίμαζαν γυναῖκες πάλι, ὄχι μόνο ἄνδρες, καὶ οἱ ἄνδρες στέκονταν ἐναντίον τῆς φύσεώς των καὶ κατὰ τοῦ γυναικείου φύλου [6].
Μαζὶ μ᾿ αὐτὰ παρανόμησαν καὶ στὴ φύσι. Ἐπειδὴ ὁ διάβολος ξέρει ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία φέρνει συνοχὴ στὰ φῦλα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, ἔσπευσε νὰ σπάσῃ τὸ δεσμό, ὄχι μόνο ἐπειδή, μὴ σπέρνοντας διαλύουν τὸ γένος, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ὠθεῖ σὲ πόλεμο καὶ στασιασμὸ τὸν ἕναν ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Καὶ πολλὲς νομοθεσίες καὶ πολλὰ βιβλία καὶ θρησκεῖες μιλοῦν ὑπὲρ τῆς ἀνωμάλου ἡδονῆς [7], ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν νομιμοποιεῖ τὴν ἀνωμαλία. Οἱ θηλυπρεπεῖς, αὐτὰ ποὺ πάσχουν οἱ πόρνες γυναῖκες, αὐτὰ πάσχουν καὶ αὐτοί. Καὶ χειρότερα. Διότι οἱ πόρνες, ἂν καὶ παράνομες, πορνεύουν κατὰ φύσιν. Ἐνῷ αὐτὴ ἡ πρᾶξι τῶν ἀνδρῶν καὶ παράνομη εἶναι καὶ παρὰ φύσιν.
Φονιάδες τοὺς λέω ἐγώ. Ὁ φονιᾶς χωρίζει τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχή, ἐνῷ αὐτὸς καταστρέφει τὴν ψυχὴ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Οὔτε αὐτὸ τὸ λέω μόνο, ὅτι ἔγινες γυναίκα, ἀλλ᾿ ὅτι ἔχασες καὶ τὸ νὰ εἶσαι ἄντρας. Καὶ οὔτε μεταπήδησες στὴ γυναικεῖα φύσι, οὔτε αὐτὴν ποὺ εἶχες διατήρησες [8], ἀλλὰ ἔγινες κοινὸς προδότης καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη φύσι, καὶ εἶσαι ἄξιος νὰ διώκεσαι καὶ ἀπὸ ἄνδρες καὶ ἀπὸ γυναῖκες, ἐπειδὴ ἀδίκησες τὸ φῦλο τους.
Καὶ ἂν κάποιος ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ κάνῃ ἄνδρες νὰ γεννοῦν καὶ νὰ γίνωνται λεχῶνες, θὰ θυμώναμε πολύ. Διότι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ μεταβάλῃς τὴν ἀνδρικὴ φύσι σὲ γυναικεῖα, κι ἐνῷ παραμένεις ἄνδρας νὰ γίνῃς γυναίκα [9].
Ἂς δοῦμε τὰ Σόδομα. Ἔπεσε παράξενη ἡ πύρινη βροχή, ἐπειδὴ καὶ ἡ μίξι ἦταν παρὰ φύσιν. Ἡ βροχὴ ἐκείνη ἡ πύρινη δὲν διήγειρε τὴ γαστέρα τῆς γῆς γιὰ καρποφορία, ἀλλὰ κι ἂν εἶχε σπείρει κανείς, ἦταν ἄχρηστη σπορά. Τέτοια ἦταν ἡ μίξι τῶν Σοδομιτῶν, ποὺ κατέστησε τὸ σῶμα πιὸ ἄχρητο ἀπὸ τὴ γῆ. Κανένας δὲν γεννιέται μόνο ἀπὸ ἄνδρα ἢ μόνο ἀπὸ γυναίκα.
Τὰ ἄλογα ζῷα πρὸς τὴ φύσι τρέχουν, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε πιὸ ἀνόητος καὶ ἀπὸ τοὺς σκύλους. Δὲν ὑπάρχει τέτοια μίξι στὰ ζῷα [10], ἀλλὰ γνωρίζει ἡ φύσι τὰ ὅριά της.
Συμπέρασμα.
Ἀπὸ ποῦ προῆλθαν τὰ κακὰ αὐτά; Ἀπὸ τὴν τρυφὴ καὶ τὴν περιφρόνησι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κάποιοι ἀποβάλουν τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅλα τὰ καλὰ φεύγουν.
Σημειώσεις
- Ἑρμηνεία στὴν πρὸς Ῥωμαίους, ὁμ. 3 καὶ 4, PG 60,411- 422.
- Πικρὰ εἰρωνικὴ ἡ περιγραφὴ τῶν εἰδώλων ἀπὸ τὸν προφητάνακτα Δαυΐδ῾ «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, λέει, ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων῾ στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἀκούσονται, ῥῖνας ἔχουσι καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται, χεῖρας ἔχουσι καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδας ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν» (Ψα 113,12-15).
- Αὐτὴ τὴν κάψα ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς τοῦ ἀδέσποτου ἐπιταφίου θρήνου τὴ λέει «καῦμα», δηλαδὴ ἀκριβῶς κάψα.῾ Ἀνωνύμου ποιητοῦ, Εἰς νεκρὸν Ἄδωνιν, στίχ. 29, ἔκδ. A.S.F. Gow. Bucolici Graeci, SCBO. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀρχαῖοι ποιηταί, κυρίως ὅταν μιλοῦν γιὰ τοὺς χειρουργημένους κι αὐτοευνουχισμένους κιναίδους ἱερεῖς τῆς Κυβέλης, τὴ λένε «λύσσα». Εὐριπίδης, Βάκχ., 851-2. Ἐρυκίας, Ἀνθ. παλ. 6,234,6. Πρβλ Σοφοκλῆ, Ἀπόσπ. 941 (Radt) ἢ 855 (Nauck), στίχ. 4. Πλάτωνα, Νόμ., 8 (839a). Στράβωνα 4,4,6 (198). Σιαμάκη Κ., Οἱ ἔκφυλοι Α΄, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 27, παράγρ. 54.
- Οἱ ψυχασθενεῖς ποὺ τρῶνε χώματα᾿ Μανασσ., Χρον. 6655.
- Οἱ ψυχασθενεῖς ποὺ τρῶνε κόπρανα, ἀκαθαρσίες῾ Γαληνός, 12,249᾿ Εἶδος φρενοπαθείας (Δημητρᾶκος).
- Ἡ «ἐξελιγμένη» ἀντίληψι σήμερα λέει ὅτι τὰ φῦλα εἶναι τρία (ἄνδρας, γυναίκα, κίναιδος [= αὐτὸς ποὺ ξεκούνησε ἀπὸ πάνω του τὴν αἰδῶ, ὁ θηλυπρεπής]. Οἱ ἴδιοι ἀρέσκονται νὰ αὐτοονομάζωνται ὁμοφυλόφιλοι. Ἄλλα ὀνόματα γιὰ τοὺς κιναίδους στὴν Π. καὶ Κ. Διαθήκη, στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, καὶ στὴ νεοελληνική, βλ. Σιαμάκη Κ., Οἱ ἔκφυλοι Α΄, σελ. 5-6, παράγρ. 2). Τὰ φῦλα ὅμως γίνονται 6 (ἄνδρας, γυναίκα, κίναιδος, ἀρσενοκοίτης[= ἐνεργητικὸς κίναιδος], λεσβία ἀρσενοπρεπής, λεσβία παθητική).
- Βλ.στοῦ Σιαμάκη Κ., Ἔκφυλοι Β΄, Ἐπισημειώσεις, σελ. 102-114 ἑκατοντάδες μαρτυρίες γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό.
- Ὁ κίναιδος κυνηγάει σκιὲς σὰν τρελλός, διότι εἶναι καὶ ψυχασθενὴς γιὰ τὰ καλά. Καὶ τὸ φῦλο του ἔχασε, καὶ γυναίκα δὲν κατώρθωσε νὰ γίνῃ. Ἁπλῶς βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ φῦλο του, χωρὶς νὰ ἔχῃ μπῇ στὸ ἄλλο φῦλο ποὺ φθόνησε. Εἶναι ἁπλῶς ἔκφυλος᾿ Σιαμάκης Κ., Οἱ ἔκφυλοι Α΄, σελ. 26, παράγρ. 52.
- Πρὶν ἀπὸ 5-6 χρόνια κάποια ἐφημερίδα εἶχε παρουσιάσει σὲ εἴδησι καὶ ἀδιαφανῆ φωτογραφία ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω, ντυμένο μὲ λεπτὸ ῥοῦχο, ἕναν «ἄνδρα ἔγκυο»! Οἱ ἀναγνῶστες θύμωσαν καὶ μετὰ ἀπὸ πιεστικὴ διαμαρτυρία , ἡ ἐφημερίδα διέψευσε τὴν εἴδησι μὲ ψιλὰ γράμματα λέγοντας ὅτι ἦταν ἄνδρας. Προφανῶςἔγιναν περίγελοι καὶ κατάλαβαν ὅτι μὲ ψέματα δὲν γίνεται ὁ ἄνδρας γυναίκα. Πόσοι ὅμως διάβασαν τὴ διάψευσι; Καὶ νὰ ἦταν μόνο αὐτὸ τὸ ψέμα!
- Ὅσον ἀφορᾷ τὴν κτηνοβασία, ἡ ὁποία ἀναφέρεται ἀπὸ παλιά (Ἡρόδοτος 2,46,4), ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἀρχικὴ ἔκφυλη ὄρεξι καὶ τὴν πρωτοβουλία τῆς πράξεως καὶ τοῦ ἐθισμοῦ εἶναι πάντα ὁ ἄνθρωπος, κι αὐτὸς ἐθίζει κι ἐκγυμνάζει σ᾿ αὐτὴ τὴν πρᾶξι τὸ κτῆνος. Ἀσφαλῶς μετὰ τὸν ἐθισμό, τὸ ἀρσενικὸ κτῆνος ἀναπτύσσει καὶ τὴ διεστραμμένη σεξουαλικὴ ὄρεξι καὶ ὁρμάει στὴ γυναῖκα. Ὀ ἔκφυλος λοιπὸν οὐσιαστικὰ καὶ στὴν κτηνοβασία εἶναι μόνο ὁ ἄνθρωπος, εἴτε ἄνδρας εἴτε γυναίκα. Σιαμάκης Κ., Οἱ ἔκφυλοι Α΄, σελ. 13, παράγρ.24.