Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι στη Φλώρινα (2ο μέρος)
Οι μάγκες της κατοχής και του εμφυλίου
Κατά την γερμανική Κατοχή, με την «μαύρη αγορά» έφτασαν στην πόλη μας πολλές πλάκες γραμμοφώνου ρεμπέτικων τραγουδιών. Έτσι μερικοί Ταβερνιάρηδες, αγοράζοντας αυτές τις πλάκες εμπλούτισαν την δισκοθήκη τους με μια μεγάλη ποικιλία γνωστών, άγνωστων και απαγορευμένων τραγουδιών. Αρκετές πλάκες γραμμοφώνου κατέληξαν στο Ουζερί του «Αρίστου», που τότε ήταν στην γειτονιά Καραγκιόζη, και οι περισσότερες στην Ταβέρνα του «Κωστάκη», απέναντι από το Οικοτροφείο, όπου οι μάγκες γλεντούσαν με ρεμπέτικα τραγούδια σε όλη την διάρκεια της Κατοχής. Το Ουζερί του «Αρίστου» ήταν παλιό και η πελατεία του αρκετά σοβαρή, επειδή σύχναζαν σε αυτό μεσήλικες, οι οποίοι όμως άκουγαν ρεμπέτικα τραγούδια και απολάμβαναν το ούζο και τον μεζέ τους. Αντίθετα στην Ταβέρνα «Ο Κωστάκης» του Κώστα Τορώνη, που άνοιξε το 1941 συγκεντρωνόταν οι νεαροί, οι οποίοι πήγαιναν εκεί για να μάθουν να χορεύουν. Ο ίδιος ο Τορώνης ήταν και χοροδιδάσκαλος και ταβερνιάρης και σερβιτόρος, και μάλιστα είχε την καλύτερη δισκοθήκη ρεμπέτικων τραγουδιών. Γλέντι και χορό στην Ταβέρνα του Τορώνη μέχρι τις οκτώ το βράδυ, επειδή αυτήν την ώρα έκλειναν όλα τα μαγαζιά και κανείς δεν κυκλοφορούσε στον δρόμο, κατόπιν διαταγής των γερμανικών αρχών Κατοχής. Και ενώ τα γλέντια με ζεϊμπέκικο και χασάπικο συνεχιζόταν στην Ταβέρνα – Χοροδιδασκαλείο του Τορώνη, επενέβη η Χωροφυλακή που διατηρούσε την μεταξική νοοτροπία και διέλυσε το στέκι των ρεμπέτηδων.
Στον εμφύλιο πόλεμο τα Ταβερνάκια για μάγκες γίνανε περισσότερα, επειδή στην πόλη μας υπήρχε μεγάλος αριθμός στρατιωτών, οι οποίοι ελεύθερα διασκέδαζαν στην Ταβέρνα «ο Κωστάκης» του Κώστα Τορώνη, στην Ταβέρνα του «Κουτσογιώργου» στα Καυκάσικα και στην Ταβέρνα «Τα μεθυσμένα αηδόνια» του Μιχαήλ Σουλτανίδη. Πολλοί στρατιώτες ήταν μάγκες και λάτρες του ρεμπέτικου τραγουδιού και σε αυτά τα Ταβερνάκια «ξέδιναν» κάθε φορά που επέστρεφαν από τις επιχειρήσεις στα βουνά. Οι μάγκες στρατιώτες δεν υπολόγιζαν την Χωροφυλακή, ούτε και την ΕΣΑ, αλλά και αυτοί, λόγω της καταστάσεως, δεν τους ενοχλούσαν όταν διασκέδαζαν. Έτσι κάθε βράδυ στηνόταν το ίδιο σκηνικό σε αυτά τα Ταβερνάκια, όπου οι μεθυσμένοι στρατιώτες με ξεκούμπωτα τα υποκάμισα άδειαζαν τα ποτήρια τους και χόρευαν ζεϊμπέκικο ακούγοντας ρεμπέτικα τραγούδια από το γραμμόφωνο.
Στο Κάτω Τσιφλίκι υπήρχε ένα Καφενείο, το Καφενείο του «Ρώσου», που σε όλη την περίοδο του εμφυλίου πολέμου συγκέντρωνε πολλούς στρατιώτες και κάτοικους του Τσιφλικίου και πολύ φθηνά σέρβιρε ούζο και μεζέ, που ήταν μια μπουκιά ψωμί, μια ελιά και δυο τρία φασόλια. Στο Καφενείο του «Ρώσου» υπήρχε γραμμόφωνο με πολλά ρεμπέτικα τραγούδια και εκεί γλεντούσαν φθηνά οι μάγκες στρατιώτες.
Μετά τον πόλεμο η λογοκρισία απαγόρευσε τα περισσότερα ρεμπέτικα τραγούδια και όσα επιτράπηκαν εντάχτηκαν στα λαϊκά ελληνικά τραγούδια. Για ένα διάστημα στην δεκαετία του 1950 κυκλοφόρησαν και τα «αρχοντορεμπέτικα», όπως ονομάστηκαν μετά, τα οποία ήταν μεταξύ του λαϊκού τραγουδιού και του παλιού ελαφρού αστικού τραγουδιού ή με μελωδία δημοτικού συρτού χορού. Το λαϊκό όμως τραγούδι κέρδιζε συνεχώς έδαφος, παρόλο που στις Ταβέρνες της Φλώρινας επικρατούσαν οι καντάδες και τα παλιά αστικά τραγούδια.
Το λαϊκό τραγούδι μετά τον πόλεμο
Τα καλοκαίρια του 1953 και 1954 η Ταβέρνα του Στούκα, απέναντι από την σημερινή Τράπεζα της Ελλάδος, που είχε αυλή στο πίσω μέρος έφερε λαϊκές ορχήστρες και τραγουδίστριες. Οι συντηρητικοί καταστηματάρχες με την ευρωπαϊκή μουσική παιδεία άρχισαν σιγά σιγά να προσαρμόζονται στο λαϊκό τραγούδι. Αργότερα και άλλες λαϊκές ορχήστρες που περιόδευαν στην επαρχία έπαιξαν και τραγούδησαν σε καλές Ταβέρνες της Φλώρινας. Οι ορχήστρες αυτές όμως ερχόταν μόνο τα καλοκαίρια, και επειδή δεν υπήρχε μόνιμη λαϊκή ορχήστρα στην πόλη μας, το νυχτερινό κέντρο «Πανόραμα» έγινε μπουζουξίδικο το 1959. Λίγο αργότερα και το νυχτερινό κέντρο «Μηλιές» έφερε και αυτό λαϊκή ορχήστρα. Ο πρώτοι μπουζουξήδες ήταν κάποιος Γρηγόρης, ένας άλλος που ονομαζόταν ο Βασιλάκης και ο Νίκος Βαλαβάνης. Το πρόγραμμα των νυχτερινών κέντρων είχε ευρωπαϊκούς χορούς πριν τα μεσάνυκτα και μετά άρχιζε το λαϊκό πρόγραμμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 χόρευαν το ζεϊμπέκικο, που τον θεωρούσαν πολύ μάγκικο χορό, το χασάπικο, που ήθελε λεπτές και ωραίες κινήσεις και χασαποσέρβικο, που ήταν χορός για όλη την παρέα. Το τσιφτετέλι δεν το χόρευαν, επειδή το θεωρούσαν θηλυπρεπή χορό. Εξάλλου το τσιφτετέλι το έφεραν στην Φλώρινα οι Ντιζέζ και μόνο αυτές το χόρευαν όταν τραγουδούσαν για να είναι πιο ελκυστικές. Στα δυο αυτά νυχτερινά κέντρα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έκανε την εμφάνισή του το «σπάσιμο» δηλαδή να σπάνουν πιάτα και ποτήρια και να αδειάζουν τα τραπέζια στην πίστα. Πάρα τις απαγορεύσεις τίποτε δεν σταματούσε τους γλεντζέδες με τα πολλά λεφτά να σπάνουν πιάτα στην πίστα, μέχρι τα χρόνια της Χούντας, που κυκλοφόρησαν τα γύψινα πιάτα. Αυτά όταν έσπαζαν δεν πετούσαν θραύσματα όπως τα άλλα με κίνδυνο να τραυματίσουν τους μουσικούς και αυτούς που χόρευαν. Τα επόμενα χρόνια το σπάσιμο πιάτων αντικαταστάθηκε από τα γαρύφαλλα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 το λαϊκό τραγούδι άρχισε να μεταδίδεται γρήγορα και στην πόλη και στα χωριά. Βασικός παράγοντας ήταν η μεγάλη μετανάστευση στην Αμερική την Αυστραλία, το Βέλγιο και την Γερμανία. Πολλές οικογένειες έστειλαν τα παιδιά τους για δουλεία στο εξωτερικό και ο πόνος της ξενιτιάς απαλυνόταν με το λαϊκό τραγούδι. Ο Στέλιος Καζαντζίδης ο πιο γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής, καθώς και άλλοι τραγουδούσαν για την ξενιτιά και τους καημούς της, και μαζί τους τραγουδούσαν όλοι στα Καφενεία των χωριών και της πόλης, όπου έπαιζαν οι δίσκοι των 45 στροφών στα πρώτα πικάπ. Τότε το λαϊκό τραγούδι δεν μεταδίδονταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός που μετέδιδε λαϊκά τραγούδια ήταν ο σταθμός του Πύργου της Αμαλιάδας. Στη Φλώρινα μόλις ακουγόταν το βράδυ, και όμως η ακροαματικότητά του ήταν μεγάλη.
Στην δεκαετία του 1960 πολλά λαϊκά τραγούδια έγιναν γνωστά από τις ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες. Ο ελληνικός κινηματογράφος προώθησε το λαϊκό τραγούδι και πολλές ορχήστρες αλλά και τραγουδιστές έγιναν γνωστοί στην επαρχία από τον κινηματογράφο. Εξάλλου όλοι οι επαρχιώτες πρώτα είδαν πως γλεντούν στα «μπουζούκια» στις ελληνικές ταινίες και μετά γλέντησαν και οι ίδιοι σε κάποιο κέντρο με μπουζούκια.
Μερικές Ταβέρνες είχαν γραμμόφωνα και μετά πικάπ με λαϊκά τραγούδια. Μια από αυτές ήταν η Ταβέρνα «Ευκλείδης» του Ευκλείδη Βελλιάνη που άνοιξε το 1957. Η Ταβέρνα αυτή αργότερα απέκτησε και τζουκ-μπόξ με λαϊκά τραγούδια, και είχε γίνει πόλος έλξης για τους μαθητές και τους εργαζόμενους νεαρούς. Οι μαθητές πήγαιναν κρυφά και με τον φόβο της αποβολής από το σχολείο, τα Σαββατόβραδα. Στις γιορτές όμως και στις διακοπές μπορούσαν να κινηθούν με μεγαλύτερη ελευθερία. Στο τέλος της δεκαετία του 1960 ήταν μεγάλο κατόρθωμα για τους μαθητές να πάνε και να γλεντήσουν στον Ευκλείδη. Όποιος μαθητής δεν είχε φάει τας-κεμπάπ, δεν είχε πιει ρετσίνα και δεν είχε σπάσει το ποτήρι του στο πάτωμα ή δεν άκουσε λαϊκά τραγούδια από το τζουκ μποξ του Ευκλείδη και δεν χόρεψε χασάπικο ή ζεϊμπέκικο ή δεν κάπνισε τσιγάρο που το έκρυβε κάτω από το τραπέζι, ήταν εκτός του συρμού της εποχής. Έτσι οι μαθητές με το πενιχρό τους χαρτζιλίκι, μάζευαν λίγα χρήματα για να πάνε έστω μια φορά.
Μετά την Μεταπολίτευση όμως το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε να ακούγεται πάλι σε Ταβέρνες όπου συγκεντρωνόταν οι νέοι. Το 1984 λειτούργησε το «Καφωδείο» στην Λεωφόρο Νίκης και γρήγορα έγινε το στέκι των Σπουδαστών και Φοιτητών. Στo «Καφωδείο» μπορούσε κανείς να γευτεί κρύους εκλεκτούς μεζέδες, κόκκινο κρασί και να απολαύσει την ρεμπέτικη κομπανία που έπαιζαν ασταμάτητα πάνω στο πάλκο γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια. Έκλεισε όμως την ίδια χρονιά. Το «Καφωδείο» ήταν το καλύτερο ρεμπέτικο μαγαζί, που η ποιότητά του άφησε αναμνήσεις, παρόλο που η διάρκεια ύπαρξής του ήταν ελάχιστη.
Δημήτρης Μεκάσης
Συνεχίζεται
Τι μας θυμίζεις κάθε φορά ρε Μεκάση. Τι ταξίδι στο χρόνο μάς πηγαίνεις; Εύγε.