Ρυτίδες του χρόνου
Σαν σύννεφο πέρασε η σκέψη
πάνω από την καρδιά μου
και με σκίασε
πως είμασταν όπως πρώτα
αγκαλιά με τα όνειρα μας.
Παίζαμε λέει στην ακροθαλασσιά
φτιάχνοντας πύργους από άμμο
και πετούσαμε ο ένας στον άλλο λάσπη
σαν χιονόμπαλες, καλυμμένοι
πίσω από τα βουνάρια μας
κι ύστερα κάναμε μακροβούτια
κολυμπώντας μέχρι την σχεδία
της Χρυσής Ακτής, τόσο χρυσής
που έλαμπαν τα πρόσωπα μας
σαν φωτοστέφανα αγίων.
Ποιός μας το παραλάλε πως ο χρόνος
θα σταματούσε εκεί και γύρω γύρω
εικόνες φίλων, γειτόνων, συμπολιτών μας
θα περιφέρονταν στην πόλη σαν επιτάφιοι
βουβοί και ανήμποροι να αντιδράσουμε
περιμένοντας το θαύμα μιας ανάστασης
με την πίκρα της προσμονής για επιστροφή
ξεπλημένη σε συνεστιάσεις συμμαθητών μας
έστω για λίγο να δροσιστούμε.