Ο Προφήτης Ηλίας (ο παρεξηγημένος)
Παρ᾿ ὅλο ὅτι ὁ προφήτης Ἠίας (960-930) εἶναι ἰδιαίτερα σεβαστὸς στὸν ἁπλὸ λαό, ἐν τούτοις ἀπὸ τὰ χρόνια του μέχρι καὶ σήμερα ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ ὄχι μόνο τὸν μισοῦν ἀλλὰ καὶ τὸν συκοφαντοῦν ἀδυσώπητα, εἰ δυνατὸν νὰ διαστρέψουν ἢ καὶ νὰ σβήσουν παντελῶς τὴ μνήμη του ἀπὸ τὴν ἱστορία. Τὸν μισοῦν καὶ τὸν συκοφαντοῦν ὅτι εἶναι δολοφόνος, διότι φόνευσε 850 κιναίδους ἰερεῖς τῆς αἰσχύνης, ποὺ ἀπεμπόλησαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ παραδόθηκαν στὰ αἴσχη τοῦ θεοῦ τῶν εἰδώλων καὶ τῆς ντροπῆς Βάαλ ἢ Μολόχ.
Ἀλλ᾿ ἂς δοῦμε πῶς ἔχει τὸ πρᾶγμα. Ὁ Ἠλίας ἦταν στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του, παλληκάρι οὔτε 30 ἐτῶν, ψηλός, λεπτός, εὐκίνητος καὶ ταχύτατος στὸ τρέξιμο δρομέας. Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ὅταν βασιλεὺς Ἀχαὰβ ἔτρεχε μὲ τὸ ἅρμα του, ποὺ τὸ ἔσυραν ταχύτατα ἄλογα, γιὰ νὰ φτάσῃ στὸ παλάτι πρὶν ξεσπάσῃ ἡ καταιγίδα, ὁ Ἠλίας τρέχοντας προσπέρασε τὸ ἅρμα, διότι ἔτρεχε πιὸ γρήγορα ἀπὸ ἐκεῖνα. Δὲν ἦταν, ὅπως τὸν παριστάνουν οἱ λεγόμενοι ἁγιογράφοι, ἕνας πολιὸς γέροντας, καθισμένος σὲ πέτρα στὴν κορυφὴ κάποιου βουνοῦ, κρατώντας ἕνα ἐνεπίγραφο εἰλητάριο στὸ χέρι καὶ ἔχοντας στραμμένη τὴν κεφαλή του πρὸς τὰ ἄνω.
Ὁ Ἠλίας ἦταν ἀσυμβίβαστος στὴν πίστι του στὸ Θεό, παρθένος, ὁ πρῶτος ἄγαμος στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ. Βλέποντας ὅτι οἱ συμπολῖτες του εἶχαν κατρακυλίσει στὴν ἀπιστία καὶ διαφθορά, πορνεύοντας μὲ ἐπαγγελματίες πόρνες ἱέρειες τῶν εἰδώλων καὶ ἀκολασταίνοντας παρὰ φύσιν τελεστικὰ μὲ κιναίνους ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης, ἔκαιγαν δὲ καὶ τὰ παιδιά τους ἀπὸ 12 ἐτῶν καὶ κάτω στὸ βωμὸ τοῦ ἀνύπαρκτου βδελυροῦ Βάαλ, παρασυρμένοι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ὡς κίναιδοι μισοῦσαν θανάσιμα τὰ παιδιά, ἦταν κατἀπικρος γιὰ τὸ κατάντημα. Τὰ παιδιὰ σπάραζαν καὶ αὐτοὶ χαίρονταν. Ἂς μὴν παραλείψουμε ὅτι στὴν ἀρχαιότητα οἱ ἀνθρωποθυσίες καὶ οἱ καννιβαλισμοὶ ἦταν εὑρήματα καὶ πρακτικὲς τῶν τέτοιων (Εὐριπ. Βάκχες).
Αὐτὴ ἡ κατάστασι τῆς γενικῆς ἀποστασίας τοῦ Ἰσραὴλ ἔθλιβε κατάφωρα τὸν προφήτη τοῦ Θεοῦ. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ παίξῃ κορώνα-γράμμα τὴ ζωή του στὴν ἠλικία τῆς νιότης του. Κάλεσε τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης, τοὺς δολοφόνους χιλιάδων ἀθώων παιδιῶν, σὲ στοίχημα μπροστὰ στὸ λαὸ καὶ στὸ βασιλιᾶ, ποὺ ἦταν μὲ τὸ μέρος τῶν δολοφόνων, γιὰ νὰ φανῇ ποιός θεὸς εἶναι ἀληθινός, ὁ Βάαλ ἢ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ. Ὅποιου ὁ θεὸς θὰ ἔρριχνε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸ θυσιαστήριο, αὐτὸς θὰ ἦταν ὁ νικητής, ποὺ θὰ ἀποκεφάλιζε τοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀπέναντι πλευρᾶς.
Καὶ ἔρριξε ὁ Θεὸς φωτιὰ στὸ θυσιαστήριο τοῦ Ἠλία, παρὰ τὸ ὅτι ἐκεῖνος εἶχε καταβρέξει τὰ σφάγια καὶ τὰ προσανάμματα τρεῖς φορὲς μὲ νερό, καὶ ἔγιναν ὅλα στάχτη. Ὁ ψευτοθεὸς Βάαλ δὲν ἀπάντησε στὶς ἐκκλήσεις τῶν κιναίδων, παρ᾿ ὅλο ὅτι χαράκωναν τὰ σώματά τους μὲ μαχαίρια, γιὰ νὰ καμφθῇ καὶ ἀκούσῃ τὸ αἴτημά τους. Κι ὁ Ἠλίας τοὺς εἰρωνεύθηκε προτρέποντάς τους νὰ ἐπιμείνουν, μήπως ὁ Βάαλ κοιμᾶται, ἢ μήπως κάνῃ τὸ κιναιδικό του ὄργιο (ἀδολεσχία), ἢ μήπως πῆγε ν᾿ ἀφοδεύσῃ (χρηματίζει).
Ἔτσι ὁ Ἠλίας κέρδισε τὸ στοίχημα καὶ κατὰ τὴ σωμφωνία ἀποκεφάλισε τοὺς ἀνόμους ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης. Ἡ νίκη ἦταν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραἠλ, ποὺ ἔστειλε τὴ φωτιά, ὄχι τοῦ πιστοῦ δούλου του Ἠλία. Ποιός μπορεῖ νὰ κατηγορήσῃ τὸ Θεὸ γιὰ ἀδικία; Ἡ ὁμάδα τῶν συγχρόνων τάχα βιβλικῶν ποὺ συκοφαντοῦν τὸν Ἠλία ὡς δολοφόνο, ἀγνοοῦν ἐσκεμμένα τὸ στοίχημα καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ κάψιμο τῶν χιλιάδων παιδιῶν ποὺ ἔκαιγαν στὴ φωτιὰ οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Θεοῦ. Λίγη ὑπευθυνότητα θὰ ἔκανε καλό. Δὲν φαίνεται μέχρι τώρα νὰ ἔχουν ἀναθεωρήσει τὶς συκοφαντίες καὶ τὸ μῖσος τους. Προτιμοῦν φεύγοντας νὰ λογοδοτήσουν κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ Θεό. Ἐπιλογή τους.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης