Κήρυγμα Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας για την Δ’ Κυριακής Νηστειών του Οσίου Ιωάννου της Κλίμακος
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ κείμενο μᾶς μίλησε γιὰ μιὰ μάχη καὶ μιὰ νίκη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Τὸ θαῦμα συνέβη μετὰ τὴ μεταμόρφωση, στὸ ὄρος Θαβώρ, ὅταν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ τρεῖς μαθητὲς κατέβηκαν ἀπὸ τὸ βουνό. Στὸ Θαβὼρ οἱ τρεῖς μαθητὲς εἶδαν τὴ θεία μεγαλειότητα, κάτω θὰ συναντήσουν τὴν ἀνθρώπινη ἀθλιότητα: ἕνας νέος νὰ διακατέχεται ἀπὸ δαιμονικὸ πνεῦμα, ἕνας πατέρας ποὺ πιστεύει καὶ δὲν πιστεύει, οἱ μαθητὲς ποὺ βρέθηκαν σὲ στιγμὴ ἀδυναμίας καὶ ὀλιγοπιστίας καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὸ παιδὶ τὸ δαιμόνιο, οἱ Γραμματεῖς τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ ἐπιδεινώνουν τὴ θέση τῶν μαθητῶν γιὰ νὰ τοὺς μειώσουν καὶ ὁ εὐμετάβολος καὶ ἄστατος ὄχλος, ὁ ὁποῖος παρακολουθεῖ τὴ συζήτηση, τάσσεται ἄλλοτε ὑπὲρ κι ἄλλοτε κατὰ τῶν μαθητῶν καὶ μόλις βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ ἔρχεται, τρέχει καὶ τὸν ἀσπάζεται. Αὐτὴ εἶναι μιὰ εἰκόνα ἀθλιότητος, τὴν ὁποία ἐμφανίζει πάντοτε ὁ κόσμος καὶ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀντιμετωπίζει μὲ πικρία καὶ παράπονο: «ὦ γενιὰ ἄπιστη, μέχρι πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;» Δὲν συνηθίζει νὰ παραπονεῖται ὁ Χριστὸς ἐπειδὴ δὲν παραπονοῦνται οἱ δυνατοί, ἀλλὰ ἐκφράζει παράπονο ἐξαιτίας τῆς ἀνίατης ἀπιστίας τῶν ἀνθρώπων. Πόσο ἀκόμα θὰ πονέσουν οἱ ἄνθρωποι; Πότε ἐπὶ τέλους θὰ καταλάβουν; πότε θὰ πιστέψουν; Τί πρέπει ἀκόμη νὰ κάνει ὁ Θεός; Πῶς πρέπει νὰ ἐργασθεῖ ἡ Ἐκκλησία; Πόσο θὰ αὐτοτραυματίζεται ἡ ἀνθρωπότητα ἀκόμα;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐξηγεῖ ὅτι ἡ ἀσθένεια τοῦ παιδιοῦ ἐκείνου προέρχονταν ἀπὸ δαιμονοπληξία: «δὲν ἦταν σωματικὴ ἀρρώστεια ἀλλὰ χτύπημα τοῦ δαίμονος, ποὺ τοῦ ἔδεσε τὴ γλῶσσα καὶ τοῦ αἰχμαλώτισε τὴν ψυχή», λέει. Ὁ ἴδιος ὁ πατέρας περιγράφει λεπτομερῶς τὴν κατάσταση τοῦ υἱοῦ του: δὲν πάσχει ἀπὸ σωματικὴ ἀσθένεια ἀλλὰ ἀπὸ πνευματική, ὄχι ἁπλῶς ψυχοπάθεια ἢ διανοητικὴ ἀνωμαλία, ἀλλὰ «πνεῦμα ἄλαλον», λέει, ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος.
Πράγματι, ξεκάθαρα λέγεται στὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦρθε «ἵνα… καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ΄ ἔστι τὸν διάβολον». Ὁ διάβολος εἶναι ἀπ΄ἀρχῆς ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, «ἀνθρωποκτόνος» καὶ «ψεύστης». Ἔβαλε ἀμφιβολία στὴ σκέψη τῶν πρωτοπλάστων γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς παρέσυρε στὴν παρακοὴ καὶ στὴν πτώση. Λέγεται «διάβολος», ἐπειδὴ διέβαλε, συκοφάντησε στοὺς ἀνθρώπους τὸ Θεό, λέγεται καὶ «ἀντίδικος» ἐπειδὴ ἀντιστρατεύεται στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ «σατανᾶς» δηλ. ὁ ἀντίπαλος καὶ ὁ «ἑωσφόρος» ὁ ἐκπεσὼν ἄγγελος, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Ἠσαΐας: «πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωῒ ἀνατέλλων;» καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς βεβαίωσε ὅτι «ἔβλεπα τὸν σατανᾶ νὰ πέφτει σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό». Ἡ αἰτία τῆς πτώσεώς του ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ «τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκὸς» ἀπευθύνθηκε τελικὰ στὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ τοῦ εἶπε: «τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἀπ΄αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Τὸ ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς θεραπείας ἀπέδειξε ὅτι ὁ Θεὸς μιλοῦσε «ἐν τῷ προσώπῳ Ἰησοῦ» καὶ ὅτι τὸ κακὸ πνεῦμα ἦταν προσωπικὰ μέσα στὸ παιδὶ ἐκεῖνο. Ὄχι ἡ ἔννοια τοῦ κακοῦ προσωποποιημένη μέσα στὴν ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁ διάβολος προσωπικὰ μέσα στὸν ἄνθρωπο, κατεῖχε ἐξ ὁλοκλήρου τὴ σκέψη του, τὰ αἰσθήματά του καὶ τὴν ψυχή του. Ὁ Ἰησοῦς μιλάει καὶ διαλέγεται, ὁ δὲ διάλογος γίνεται μόνο μεταξὺ προσώπων. Πρόσωπο μὲ πρόσωπο συζητάει ὁ Κύριος μὲ τὸν διάβολο καὶ ὁ τραγικὸς ἀποστάτης ἄγγελος ὑποτάσσεται στὸ θεῖο πρόσταγμα: «καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε…».
Κάποιος εἶπε ὅτι «πουθενὰ ὁ σατανᾶς δὲν βασιλεύει καλύτερα, ὅσο ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄνθρωποι γελοῦν μαζί του». Καὶ εἶχε δίκιο. Πολλοὶ ἐπιδιώκουν νὰ ἀστειευθοῦν μὲ τὸ διάβολο ἢ νὰ συνεργαστοῦν μαζί του. Ὅμως παιχνίδια μὲ τὸ διάβολο δὲν γίνονται. Κάποια παιχνίδια μὲ τὴ φριχτὴ μορφὴ τοῦ σατανᾶ ἐξοικειώνουν τὰ παιδιά μας μαζί του καὶ τὰ βασανίζουν ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλὴ κακὴ συνήθεια νὰ στέλνουμε στὸ διάβολο συνανθρώπους μας, μέχρι καὶ ἡ κάθε ἀποχρώσεως μαγεία, εἶναι ἀποδοχὴ τῆς καταστροφικῆς παρουσίας του στὴ ζωή μας.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν φοβᾶται τὸ διάβολο. Ὅμως δὲν τὸν περιφρονεῖ κιόλας. Ἔρχεται ὕπουλα στὴ ζωή μας ὁ διάβολος καὶ κρυώνει τὴ διάθεσή μας ἀπέναντι στὸ Θεό, χύνει τὸ δηλητήριο τῆς ἀμφιβολίας στὴ θεοπνευστία τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, κλωνίζει τὴ βεβαιότητα στὸ θεοΐδρυτο θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, βλασφημεῖ τὴν παρθενία τῆς Θεοτόκου, σπέρνει ὑποψίες γιὰ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στὴ λαβίδα καὶ στὸ ἅγιο δισκοπότηρο, ἀπορρίπτει τὴ μεγαλειώδη μετάνοια στὴ βιοτή τῶν Ἁγίων μας. Ὁ διάβολος φέρνει κόπωση στὸ σῶμα μας ὅταν χτυπάει ἡ καμπάνα τὸ πρωῒ τῆς Κυριακῆς, μᾶς χαμηλώνει τὰ βλέφαρα ὅταν γονατίζουμε νὰ προσευχηθοῦμε, μᾶς φουσκώνει τὸν ἐγωϊσμὸ ὅτι τάχα ἀνεβήκαμε κάποια σκαλιὰ στὴ σκάλα τῆς ἁγιότητος, μᾶς κάνει νὰ ντρεπόμαστε ὅταν πρέπει νὰ ἐξομολογηθοῦμε, μᾶς στερεῖ τὴ χαρὰ τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸ Χριστό, μᾶς ρίχνει στὴν ἀπογοήτευση ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας γιὰ μᾶς. Ὁ διάβολος πασχίζει νὰ πάρει τὸ μυαλό μας, τὴν καρδιά μας καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη μας ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ ἐπιδιώκει νὰ μᾶς φοβίσει μὲ τὸν ἀντίχριστο. Ὅμως, ἂς μὴ φοβόμαστε! Ὁ διάβολος ἂς ἐφαρμόζει τὴν δόλια τακτική του κι ἐμεῖς ἂς ἀγωνιζόμαστε διαρκῶς γιὰ νὰ κρατηθοῦμε κοντὰ στὸ Χριστό.
Ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸ βασανισμένο παιδί, αὐτὸ κάνει ὁ Χριστὸς στὸν καθένα μας, μᾶς κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, μᾶς σηκώνει ὅταν εἴμαστε πεσμένοι καὶ μᾶς ἀνασταίνει ὅταν πεθαίνουμε.