Κυπριακή ελληνική διάλεκτος
Μασσός – ψευδός , συνήθως στο ρ
Μασσά- στιφά, για αυτό κολλά η γλώσσα, ψευδά
Εν του γελασμάτου – είναι για γέλια
Μακκώνω – τσαλακώνω
Κουτσουφλώ – σκοντάφτω
Επόφκαλες με – με ξέκανες
Γεμώνω – γεμίζω
Κούλλουμακα – ακατάστατα
Ποσσιεπάζω – κρυφοκοιτώ
Βρίξε – σκάσε
Δώκε αμάνταν – ησύχασε, ηρέμησε,
αμάντα, ίσως από το αμήν
Παρασσιωνώνω – ρίχνω στα πιάτα φαί, σερβίρω
Πελλετώ – κοιτάζω παρατηρώ, πελλέτα
να δούμε ποιός έρχεται
Κρούζω – καίω, έκρουσα – κάηκα, εξού κρούστα
Συντυχάνω, συντυσσιά – μιλώ, ομιλία
Ρηγίνος
Share :