Μια φυγή, αναγκαστική!…
Η ομίχλη ήταν έξω από το παράθυρο και το κάλυπτε μέχρι τη μέση.
Μια θαμπή κυκλική δίνη οδηγούσε το βλέμμα στα χαμηλά χορτάρια που το πρωινό του φθινοπώρου τα έβρισκε κιτρινισμένα και μαραμένα. Η ορατότητα ήταν χαμηλή και δεν τολμούσε να κοιτάξει ψηλά καθώς έχανε ό,τι πολυτιμότερο σκηνοθετούσε η φύση στο ύπαιθρο.
Φύλλα χρυσαφένια έπεφταν από τα κλαριά και ακουμπούσαν απαλά στις ρίζες των δέντρων. Ήσαν μεγάλα και ξερά αλλά ελαφριά σαν πούπουλο. Έτσι αρκέστηκαν να πέφτουν αθόρυβα σχεδόν κάνοντας μόνο ένα ανεπαίσθητο ”κράκ”. Δίπλα από την εξώπορτα της αυλής ήταν δυο σφένδαμνοι έφηβοι πλέον και φορτωμένοι με οκτωβριανά ξερά φύλλα. Κατακόκκινα και βρεγμένα από την υγρασία είχαν στολίσει την σκαλιστή σιδερένια πόρτα και τα κάγκελα που υποκλίνονταν στη μαγεία αυτή. Τα δυο αυτά δέντρα είχαν φυτευτεί για να γοητεύουν τόσο τον επισκέπτη όσο και τους περαστικούς.
Το ξημέρωμα αυτό μόνο αφυπνιστικό δεν ήταν. Η υπνηλία που προκαλούσε συναγωνιζόταν με την νωχελικότητα και αναζητούσαν θύματα να τα μαγέψουν.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και κοντοστάθηκε για να χαζέψει αυτό που θωρούσαν τα μάτια και να γίνει μέρος του έργου αυτού. Η μυρωδιά του βρεγμένου εδάφους νότιζε τα ρουθούνια και διαπερνούσε κάθε αντίσταση για ματαίωση. Άναψε τσιγάρο και ένιωσε για δευτερόλεπτα τη φλόγα του σπίρτου να ζεσταίνει το πρόσωπο. Ρουφούσε τον καπνό όπως τον ήλιο η ομίχλη.
Δεν ήθελε να φύγει.
Δεν ήθελε να κάνει αυτό το ταξίδι.
Ήθελε να μείνει εκεί μέχρι η νύχτα να πέσει και να διαγράψει κάθε εικόνα της ημέρας. Σαν τιμωρία για μια ευγνωμοσύνη που δεν δόθηκε. Ήθελε να ανάψει μια φωτιά στο ανάχωμα και να ακούει τον ήχο των ξύλων που τσιτσιρίζουν καθώς καίγονται. Να χαθεί στην υπόκωφη ομίχλη και να έρθει σε επαφή με τον ανώτερο εαυτό. Μια μυσταγωγική τελετή που σε αφήνει καθάριο μετά. Να χαθεί σαν τον Μωυσή, στην αυλή του σπιτιού και να επιστρέψει ήρεμος χωρίς κάτι να βασανίζει το πρόσωπο του. Χωρίς κάτι να βαθαίνει τις ήδη χαραγμένες ρυτίδες.
Πάτησε τη γόπα με την σόλα του παπουτσιού μέχρι που η καύτρα έγινε στάχτη μαύρη και κούμπωσε το λαιμό του παλτού. Άφησε σημάδια στο χορτάρι και ίχνη που μαρτυρούσαν την έξοδο προς τον σταθμό. Κλείδωσε την σιδερένια πόρτα και χωρίς να κοιτάξει πίσω δρασκέλισε τον δρόμο με τα κόκκινα φύλλα. Έφτιαξε το καπέλο και βυθίστηκε στο κορμί του καθώς έφευγε με την τσάντα στον ώμο…