Βασίλης Λογοθετίδης – Ο μέγιστος των κωμικών
20 Φεβρουαρίου 1960 – 20 Φεβρουαρίου 2022
μισός (και πλέον) αιώνας απουσίας
«Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εδώ …»
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ – « Επί σκηνής – Ζ’»
( … ) Από τα επικήδεια που διάβασα, περισσότερο μου εντυπώθηκαν τούτα τα λόγια του Μάριου Πλωρίτη: “Όσο οδυνηρή ήταν χτες το βράδυ η είδηση, άλλο τόσο έμοιαζε απίστευτη. Πώς να φανταστείς τον Βασίλη Λογοθετίδη ασάλευτο, σιωπηλό, ανέκφραστο; Αυτόν, που ήταν όλος ένας παλμός ζωής, ένας χείμαρρος κεφιού, μια έκφραση χαράς; Αυτόν που και μόνο η είσοδός του στη σκηνή γαλβάνιζε το κοινό, που με μια κίνηση γκρέμιζε όλα τα τείχη της σοβαροφάνειας, που με μια του μούτα ανέσυρε από μέσα του ατέλειωτα αποθέματα ιλαρότητας;
ΜΑΚΗΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ «Βασίλης Λογοθετίδης – Ο μέγιστος των κωμικών»
Εκείνο το Σάββατο στις 20 Φλεβάρη του 1960 η Αθήνα ξύπνησε με έναν μουντό αττικό ουρανό. Τα πρώτα φύλα των εφημερίδων είχαν ήδη αναρτηθεί στα περίπτερα του Συντάγματος και της Ομόνοιας. Έγραφαν για το Κρατικό Προϋπολογισμό του 1960 και «τις ανακοινώσεις προς την Βουλήν του υπουργού των Οικονομικών κ. Κ. Παπακωνσταντίνου», για την θλιμένη Σοράγια που «που αναγκάσθηκε να υποταχθή και να αλλάξη ζωήν. Η μόνη ελπίς της πριγκιπίσσης τώρα μόνον ο Χάρουλ Κρούπ.», καθώς και για την «νέα μεγάλη μεταγραφήν του Ολυμπιακού έναν θρυλικόν ποδοσφαιριστήν της γείτονος Ιταλίας». Ο γιατρός Κ. Γαλανός «ειδικός σε στομαχικά και εντερικά νοσήματα» τυλιγμένος στο γκρι παλτό του ετοιμάζονταν να πάρει το τρόλεϋ 22, για να πάει στο ιατρείο του στην Χαριλάου Τρικούπη 11, μαζί με τον Διονύση Πρωτόγερο, που ήδη είχε αργήσει για τη δουλειά του στο Γραφείο Ταξιδίων και Μεταναστεύσεως «Ελληνικαί Μεσογειακαί Γραμμαί – ΕΛΜΕΣ Α.Ε .» στη Σταδίου. Ο δικηγόρος Αθηνών κ. Μάτσος κατευθύνονταν πεζός και περιχαρής προς στο Υπουργείο των Εσωτερικών για να παραλάβει τον επίσημο διορισμό του «ως Νομάρχου Φλωρίνης». Στη βιτρίνα των αδερφών Τρακτέλλα στη Συγγρού φιγουράριζε αστραφτερό το νέο αυτοκίνητο Simca Etolie «το καταπληκτικό αμάξι με την σωρείαν πλεονεκτημάτων στην απίστευτη τιμή των 67.000 δρχ, που εκτίθεται από σήμερα για να το εκτιμήση και ο Έλληνας αυτοκινητιστής». Στο κεντρικό κτίριο του Ο.Τ.Ε. στην Πατησίων είχαν ήδη αναρτηθεί δακτυλογραφημένες οι πρώτες ανακοινώσεις «προς έγκρισην τηλεφώνου » για τους λίγους τυχερούς «Αλ. Μπούσδρα, Β. Μαλεβίτη, Γρ. Μαρκούλη, Στ. Πατσέα, Χρ. Γιαννόπουλο , Ν. Πυργιώτη … ». Η ΙΖΟΛΑ ξεκινούσε διαγωνισμό σταυρόλεξου «δια να εορτάση την παραγωγήν της 100.000ης ηλεκτρικής συσκευής». Στους κινηματογράφους το βράδυ θα προβάλλονταν οι τελευταίες υπερπαραγωγές του Χόλυγουντ : στο Πάνθεον « Η Ναυμαχία των Κοραλλίων Νήσων », στο Τιτάνια το «Δυο μάτια είδαν το έγκλημα», στο Κοτοπούλη «Η μυστική στρατιά του Γ’ Ράιχ». Σ’ όλη την πόλη προετοιμάζονταν οι συνήθεις Αποκριάτικοι χοροί : στην Πλάκα οι ταβέρνες γέμιζαν τα βαρέλια με γιοματάρι, στο «Άκροπολ Παλάς», ο χορός των Λακώνων με την παρουσία της νέας χορεύτριας Αμαλίας Φλωράκη, στο « Ολυμπίκ Ρουαγιάλ», ο χορός του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών, στην αίθουσα King George ο χορός της Παγκρήτιου Ένωσης…
Εσύ, Βασίλη, θα ξύπνησες μάλλον νωρίς, όπως το συνήθιζες. Η κυρία Μαρία θα σου είχε ετοιμάσει ήδη τον πρωινό καφέ μαζί με το κρουασάν σοκολάτας – ίδιο με εκείνο του αφεντικού σου, που το λιγουρευόσουν στην ταινία «Σάντα Τσικίτα». Στο κομοδίνο σου είχαν σκορπίσει τα χάπια σου, τα δισκία Sedocardon που σου είχε δώσει ο προσωπικός σου γιατρός, «για να ξεκούραζαν την αδύναμη καρδιά σου». Σηκώθηκες πολύ κουρασμένος, αν και είχες κοιμηθεί καλά το βράδυ. Σκεφτόσουν, μάλιστα, να αναβάλλεις το τακτικό σου μεσημεριανό γεύμα – συνήθως μόνος – στο γνωστό εστιατόριο στο Φλοίσβο. Και εκεί, λίγο πριν φτάσεις στο λουτρό για το πρωινό ξύρισμα, ένας ξαφνικός πόνος στην πλάτη, «σαν μαχαιριά», σώριασε το μικροκαμωμένο σου σώμα στο πάτωμα.
Όταν έφτασε ο γιατρός, εσύ ήδη ταξίδευες για αλλού. Πρώτος πληροφορήθηκε το νέο ο κολλητός σου, ο Βαγγέλης Πρωτόπαπας, που έφθασε με τη συντριβή του αληθινού φίλου αμέσως στο εργένικο διαμέρισμα σου. Σε λίγο θα το μάθαινε η Ίλυα, ο Λάμπρος, ο Τάκης, ο Μάριος, όλη η Αθήνα, όλη η Ελλάδα. Η καρδιά του Βασίλη Λογοθετίδη, του μέγιστου των κωμικών, είχε σταματήσει για πάντα.
Έτσι φαντάζομαι να έγιναν τα πράγματα. Ή, κάπως έτσι. Και κάθε φορά που πλησιάζει η 20η του Φλεβάρη και η κρατική τηλεόραση σε θυμάται με κάποια από τις ταινίες σου, προσπαθώ να ξαναφτιάξω το σκηνικό των τελευταίων σου στιγμών κατά το δυνατό ακέραιο και ακριβές.
Ο χρόνος μεγαλύνει την αληθινή αξία. Και το μέγεθος του Λογοθετίδη, καθώς τα χρόνια περνούν, μεγεθύνεται και παίρνει σιγά σιγά τις πραγματικές του διαστάσεις: αυτές του Μύθου. Κανείς άλλος ομότεχνος του δεν σφράγισε τόσο βαθιά την Τέχνη της Υποκριτικής όσο αυτός με την συνεχή παρουσία του στο θέατρο και στον κινηματογράφο για σαράντα χρόνια. Με την υποκριτική του κατάθεση αποτύπωσε ένα νέο σκηνικό ύφος και ήθος. Χρήσιμο όχι μόνο στην ιστορία της ελληνικής θεατρικής Τέχνης, όχι μόνο στη στενότερη ιστορία της κωμικής τέχνης, αλλά στην κοινωνιολογική προσέγγιση των αστικών μας ηθών και στην εκτίμηση του κώδικα των συμπεριφορών μας.
Η εικόνα που αποτύπωσε ο Λογοθετίδης στο πανί ή στο παλκοσένικο είναι ο τυπικός μέσος Έλληνας του εμφυλίου, της ανοικοδόμησης, του εκσυγχρονισμού, της κατανάλωσης, της προίκας και της αντιπαροχής, των θαλασσοδανείων και των αυθαιρέτων. Ο Λογοθετίδης ερμήνευσε έναν κυρίως κοινωνικό τύπο, τον Έλληνα μικροαστό. Με τον αυτοσχεδιαστικό οίστρο, με το απαράμιλλο μέτρο του, τη σημαίνουσα γλώσσα της αναγνωρίσιμης χειρονομίας, τις οικείες μάσκες που σχεδίαζε, το σταυρωτό του κοστουμάκι, τη ρεπούμπλικα, την περούκα με τη χωρίστρα στο πλάι, τα υγρά πονηρά ματάκια, τα φιλήδονα σφιγμένα χείλη, το πηδηχτό βάδισμα και το συνεχώς καχύποπτο πλάγιο βλέμμα, ο Λογοθετίδης περιέγραψε την ποικιλία του μέσου αστού με όλες τις παραλλαγές. Πολυμήχανο, πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη, μισοπονηρό, μισοβλάκα, καταφερτζή και «ριγμένο», θύμα και θύτη, αχόρταγο ερωτικά και χρηματικά, σπάταλο και σπαγγοραμμένο, φαντασιόπληκτο και πληκτικό, κουτσομπόλη και σφίγγα, προσγειωμένο και πεζότατο, ριζοσπάστη και προληπτικό, γρουσούζη και γενναιόδωρο, Καραγκιόζη και Χατζηαβάτη μαζί.
Σαν άνθρωπος λένε πως υπήρξε χαριτωμένος, έντιμος, αξιοπρεπώς μοναχικός, διατηρώντας πάντοτε ένα χαμηλό προφίλ: μετρημένος, συντηρητικός στα ήθη, μετριοπαθής ιδεολογικά σε μια ταραγμένη πολιτικά Ελλάδα, συναισθηματικά κλειστός, ερωτικά κρυψίνους, χωρίς έντονη κοινωνική ή κοσμική ζωή Η καταγωγή από την Πόλη – κοινή με πολλών σημαντικών πνευματικών ανθρώπων που σημάδεψαν αργότερα την «επαρχιώτικη» ελληνική πρωτεύουσα – του εξασφάλισε έναν μοναδικό συγκερασμό στην προσωπικότητα του: την ευρωπαϊκή μόρφωση και ευγένεια στους τρόπους, μαζί με την ανατολίτικη μακροθυμία και ανεκτικότητα, στοιχεία που τον χαρακτήριζαν έως το τέλος της ζωής του.
Εμείς που δεν είχαμε τη χαρά και την απόλαυση να δούμε τον Λογοθετίδη ζωντανά στη θεατρικό παλκοσένικο, μπορούμε να ιχνηλατήσουμε το μεγαλείο της Τέχνης του στην κινηματογραφική του περσόνα. Σε εκείνες τις πρόχειρες τεχνικά, αλλά επαρκείς και αξεπέραστε, κινηματογραφικές του ερμηνείες μπορεί κανείς να οσμιστεί μόνο κατά το ήττον το μέγα ταλέντο του. Ας είναι! Και μόνο αυτή η ελάχιστη ψηφίδα της Τέχνης του, αρκεί για να κατανοήσει κανείς την μέγιστη συμβολή του στο corpus της νεοελληνικής κωμωδίας. Ο Βασίλης Λογοθετίδης είναι ίσως ο μόνος έντεχνος κωμικός της παλιάς κωμωδίας την εμπορική περίοδο του κινηματογράφου. Μεγάλος ηθοποιός του θεάτρου, μετέφερε τις πλούσιες υποκριτικές ικανότητές του και στο σινεμά, επηρεάζοντας καταλυτικά τους συναδέλφους του. Στον ασπρόμαυρο θίασο του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου η φιγούρα του – πληθωρική παρά το μικρό του σωματότυπο – κυριαρχεί. Θυμίζω μερικές από τις πλέον σημαντικές επιτυχίες του: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Ένας ήρωας με παντούφλες», « Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Σάντα Τσικίτα», «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά», «Ο ζηλιαρόγατος».
Ο Λογοθετίδης κατάφερε και κάτι σπάνιο στην Τέχνη του. Χάρη σ’ αυτόν δημιουργήθηκε μια ολόκληρη γενιά νέων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων με κορυφαίο τον Καμπανέλλη, που πάτησαν γερά στα στέρεα θεμέλια της Λογοθετίδειας τυπολογίας, για να δώσουν νέα και σπουδαία εργογραφία. Κοντά σ’ αυτό ο Λογοθετίδης έδωσε και τη σκυτάλη στον Ηλιόπουλο, στον Φωτόπουλο, στον Σταυρίδη, στον Παπαγιαννόπουλο, στον Βουτσά, στον Μουστάκα και εκείνοι στους πλέον υποψιασμένους από τους μεταγενέστερους, στον Θανάση Παπαγεωργίου, στον Γιώργο Αρμένη, στον Θύμιο Καρακατσάνη και στον Στέφανο Ληναίο. Μέσω αυτών η Τέχνη του μέγα Μαϊστορα του παλκοσένικου κατάφερε να επιβιώσει – λιγότερο ή περισσότερο εμφανώς – στην υποκριτική και στο κωμικό οίστρο των σύγχρονων μας Λάκη Λαζόπουλου, Παύλου Χαϊκάλη, Βασίλη Χαραλαμπόπουλου, Ηλία Μελέτη και Γρηγόρη Γενατά.
Η συννεφιασμένη Κυριακή της 21ης Φεβρουαρίου 1960 υπήρξε Βασίλη η τελευταία αυλαία σου, Βασίλη. Η συμμετοχή του κόσμου υπήρξε πρωτοφανής! Γέροι, έφηβοι, αγόρια και κοπέλες, πλούσιοι και φτωχοί, μια σπαραχτική λαοθάλασσα σε ακολούθησε. Όσοι έζησαν το γεγονός της Εξόδιου Ακολουθίας σου, μιλάνε για μοναδικές εκδηλώσεις αγάπης και θλίψης. Τέτοιας λογής θριαμβευτικό ξεπροβόδισμα δεν είχε γνωρίσει ξανά η Αθήνα !
Σπάνιο και σπουδαίο πράγμα η ανθρώπινη ευγνωμοσύνη. Και όλοι οι Έλληνες, οι ταλαιπωρημένοι από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή φτώχεια, σου έδειξαν στο ξόδι σου, με τον μοναδικό τρόπο που μόνο ο ελληνικός λαός γνωρίζει, την ευγνωμοσύνη τους.
Μια αληθινή, ταπεινή μα και τεράστια ευγνωμοσύνη τους που τους χάρισες σε μαύρα χρόνια λυτρωτικό το γέλιο.
Νικήτας Κακκαβάς