Ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
Ἰω 7,37-52᾿ 8,12
Τῆς μεγάλης καὶ ἐγκαινίου ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα δὲν μποροῦσε νὰ ἔχῃ ἄλλο θέμα ἀπὸ τὴν ἐπιφοίτησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ συγκεκριμένως ἀπὸ τὸ τί λέει ὁ Κύριος γι᾿ αὐτήν, δεδομένου ὅτι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι σχεδὸν ἄγνωστο τὴν ἐποχὴ ποὺ μιλάει στὰ πλήθη γι᾿ αὐτό. Εἶναι λοιπὸν ἐνδιαφέρον τὸ πῶς καὶ τί λέει γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὁ Χριστός. Ἐκ προοιμίου λοιπὸν λέγεται ὅτι μιλάει γιὰ τὴν ὑπόσχεσι ποὺ δίνει, ὅτι, μετὰ τὴν ἀναχώρησί του στοὺς οὐρανούς, δὲν θὰ τοὺς ἀφήσῃ ὀρφανούς, ἀλλὰ θὰ στείλῃ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ στηρίζῃ καὶ καθοδηγῇ τοὺς μαθητάς.
Κατ᾿ ἀρχὴν δίνω ἕνα ἑορταστικὸ πλαίσιο τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο γιόρταζαν τὴν πεντηκοστὴ οἱ Ἰουδαῖοι. Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς συναγωγῆς (= δηλαδὴ τῆς συγκομιδῆς) ἢ ἑορτὴ τῆς συντελείας (= ἤτοι τῆς ἀποπερατώσεως τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν) ἢ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, μίλησε γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ ἑορτὴ διεξάγονταν μεσοῦντος τοῦ ἐνιαυτοῦ (στὸ τέλος τοῦ θερινοῦ ἑξαμήνου τοῦ ἔτους ἢ στὴ μέση τοῦ ἔτους), ἐν τῇ συναγωγῇ τῶν ἔργων (= κατὰ τὴν συγκομιδὴ τῶν καρπῶν). Καὶ λεγόταν ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, διότι τὴ γιόρταζαν ὄχι στὸ ἄστυ τῆς Ἰερουσαλήμ, ἀλλ᾿ ὁ καθένας στὸν τόπο του, στὴν ὕπαιθρο. Ἐκεῖ, σὲ ἀνάμνησι τῆς νομαδικῆς ζωῆς στὴν ἔρημο, ἔστηναν σκηνές, καλύβες, κιόσκια μὲ κλαδιά, καὶ σ᾿ αὐτὰ διασκέδαζαν.
Κάθε 7 χρόνια, κατὰ τὸν ἐνιαυτὸν τῆς ἀφέσεως, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀπελευθερώσεως ὅλων τῶν δούλων, τὸ ὁποῖο ἦταν καὶ ἔτος ἀγραναπαύσεως, παρέτειναν τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς σκηνοπηγίας ἐπὶ 8 ἡμέρες. Σὰν τέτοια, 8ήμερη, ἀναφέρεται καὶ ἐδῶ στὸ εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα. Κατὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ ἑορτὴ οἱ Ἰουδαῖοι διάβαζαν ὅλο τὸ Νόμο τοῦ Μωϋσέως, ἤτοι τῆ Γένεσι, τὴν Ἔξοδο, τὸ Λευϊτικό, τοὺς Ἀριθμούς, καὶ τὸ Δευτερονόμιο, γιὰ ν᾿ ἀκούςῃ ὁ λαός. Ὁ Χριστὸς ἐπωφελήθηκε τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς τῆς σκονοπηγίας, ποὺ συνέπεσε μὲ τὴν τριετῆ δημόσια κηρυκτική του δρᾶσι, καὶ κήρυξε στὸ συναγμένο λαὸ πολλὲς καὶ μεγάλες ἀλήθειες, και, ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. Ἀλλὰ ὑπῆρξε καὶ μεγάλη ἀντίδρασι ἀπὸ τὴν ἄρχουσα θρησκευτικὴ τάξι, καὶ παρ᾿ ὀλίγο νὰ φονευθῇ.
Κατὰ τὴ στιγμὴ ποὺ διαβάστηκε ἡ περικοπὴ τῆς Ἐξόδου γιὰ τὴν πέτρα (17,6), ποὺ χτύπησε παλιὰ ὁ Μωϋσῆς στὴν ἔρημο καὶ ξεπήδησε ἄφθονο νερό, καὶ ἤπιε ὁ διψασμένος λαὸς καὶ τὰ ζῷα του, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε῾ Ὅποιος διψάει, ἂς ἔρχεται σ᾿ ἐμένα κι ἂς πίνῃ ὅσο θέλει. Ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ αὐτουνοῦ ποὺ μὲ πιστεύει, ὅπως λέει γιὰ μένα ἡ Γραφή (Ἰω 4,14-15), ποταμοὶ νεροῦ ζωντανοῦ θὰ ῥεύσουν. Κι αὐτὸ τὸ εἶπε γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ποὺ ἔμελλαν νὰ παίρνουν ὄσοι πιστεύουν εἰς αὐτόν (37-39).
Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ λέγονται μὲ ἔννοια μεταφορικὴ-ἀλληγορική. Μιλάει γιὰ πέτρα τῆς ἐρήμου, καὶ ἐννοεῖ τὸν ἑαυτό του, διότι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός (Α΄Κο 10,4). Ἀπὸ τὴν πέτρα τῆς ἐρήμου ἀνέβλυσε τὸ ὑλικὸ νερό, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸν ἴδιο ἀναβλύζει ὁ αἰώνιος πνευματικὸς ξεδιψασμός, ὁ ξεδιψασμός, ποὺ ὄχι μόνο ξεδιψάει καὶ δροσίζει τὸν πίνοντα, ἀλλὰ καὶ τὸν μεταβάλλει σὲ πηγὴ ζωντανοῦ νεροῦ, δηλαδὴ σὲ πήδακα χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χαρισμάτων ποὺ θὰ φέρουν καὶ ἄλλους στὴν πίστι καὶ στὴ σωτηρία, ὅπως στὴν περίπτωσι τῆς ἁπλοϊκῆς Σαμαρείτιδος, ποὺ ὡδήγησε τοὺς συμπολῖτες της , ὅταν ὁ Χριστὸς τῆς ἔδωσε τὸ ζωντανὸ νερό, δηλαδὴ τὴν ἀφθονία τῶν χαρισμάτων.
Ἡ ἀφθονία αὐτὴ τῆς χάριτος φάνηκε κυρίως κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς πεντηκοστῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ ἐπιφοίτησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς μαθητάς, καὶ τὴν ὁποία ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἄγει σήμερα. Οἱ μαθηταὶ τότε, ὅπως ἀκούσαμε στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα (Πρξ 2,1-11), ἀπὸ ἁπλοῖ καὶ ἄσημοι ψαράδες καὶ ἐπαγγελματίες ἔγιναν ἀμέσως κήρυκες σοφοί. Μιλοῦσαν στὰ συγκεντρωμένα πλήθη στὴ γλῶσσα τους, τὰ ὁποῖα θαύμαζαν τί νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ συνέβη κι ἔγιναν πάραυτα σοφοὶ καὶ γλωσσομαθεῖς, ὥστε νὰ τοὺς ἀκοῦν ὅλοι μὲ ἀδιάσπαστο ἐνδιαφέρον. Συνέβη λοιπὸν ἡ ἐν πυρίναις γλώσσαις ἐπέλευσι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τοὺς εἶχε προειδοποιήσει ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ συμβῇ, ὅταν ἐκεῖνος ἀπέλθῃ. Καὶ τόνισε᾿ Ἐὰν ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὐμᾶς᾿ ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς (Ἰω 16,7). Ἡ ἄνοδος τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στὸν οὐρανὸ μὲ τὴν ἀνάληψί του καὶ ἡ καθέδρα του στὰ δεξιὰ τοῦ πατρός ἦταν ἡ ἐγγύησι ὅτι θὰ στείλῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Αὐτὸ θὰ μαρτυροῦσε γι᾿ αὐτὸν καὶ θὰ τοὺς ὑπενθύμιζε ὅλα ὅσα τοὺς δίδαξε κατὰ τὸ τριετὲς διάστημα τοῦ δημοσίου κηρύγματός του στὸ λαό. Ὅσο κι ἂν λύπησε τοὺς μαθητὰς ἡ εἴδησι ὅτι θὰ φύγῃ, τόσο καὶ περισσότερο τοὺς χαροποίησε ἡ διαβεβαίωσί του ὅτι δὲν τοὺς συμφέρει νὰ μὴ φύγῃ. Κι ἔφυγε-ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό. Δὲν τοὺς ἄφησε ὀρφανούς.
Ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν
Καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις (Ἐφ 4,8).
Ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς τοὺς ἔστειλε δῶρα (δόματα) πνευματικά. Ἢ μᾶλλον τοὺς ἔστειλε τὴν πηγὴ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Παράκλητο, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, αὐτὸ ποὺ ἄλλους τοὺς ἔκανε ἀποστόλους, ἄλλους προφῆτες, ἄλλους εὐαγγελιστάς, ἄλλους ποιμένες καὶ διδασκάλους. Τοὺς ἔστειλε τὸ Πνεῦμα, ὅπως ὑποσχέθηκε, διότι μέχρι τότε τοὺς ἦταν ἄγνωστο. Οὔπω γὰρ ἦν πνεῦμα ἅγιον, ὅτι ὁ Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη (39). Ἡ δόξα του ἔμελλε νὰ ἔρθῃ μὲ τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν ἀνάληψί του.
Ἂς ἔρθουμε τώρα στὸ τελευταῖο ἱστορούμενο γεγονός. Ἡ κραυγὴ τοῦ Χριστοῦ Ὅστις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω ἔφερε διχασμὸ στὸ λαό. Πολλοὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ προφήτης, δηλαδὴ ὁ Μεσσίας, ἄλλοι μιλοῦσαν πιὸ ἀνοιχτά, ὅτι εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ἄλλοι ῥωτοῦσαν μὲ ἀμφισβήτησι λέγοντας᾿ Μήπως ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ἔρχεται ὁ Χριστός; Δὲν εἶπε ἡ Γραφὴ ὅτι ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαυῒδ καὶ ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ ἔρχεται ὁ Χριστός; Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν, ἀλλὰ κανένας δὲν τόλμησε νὰ ἁπκλώσῃ ἐπάνω του τὰ χέρια (40-44). Τοὺς καθήλωσε ὅλους μὲ τὴ δύναμι τοῦ λόγου του.
Ἦρθαν τέλος πάντων οἱ ὑπηρέτες στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ φαρισαίους, ποὺ τοὺς ἔστειλαν γιὰ νὰ τὸν πιάσουν, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔπιασαν καὶ γύρισαν πίσω ἄπρακτοι. Κι ὅταν ῥωτήθηκαν Γιατί δὲν τὸν φέρατε; ἐκεῖνοι ἀπάντησαν῾ Ποτὲ ἄνθρωπος δὲν μίλησε ἔτσι, ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Καὶ τοὺς εἰρωνεύθηκαν οἱ φαρισαῖοι λέγοντας῾ Μήπως πλανηθήκατε κι ἐσεῖς ἀπὸ αὐτόν; μήπως ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ἢ τοὺς φαρισαίους τὸν πίστεψε κανένας; Ἀλλὰ μόνο ὁ λαὸς αὐτὸς τὸν πίστεψε, ποὺ δὲν ξέρει τὸ Νόμο, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι καταραμένοι (45-49). Στὴν παράνομη ὑπόδειξι τῶν ἀρχόντων Γιατί δὲν τὸν φέρατε ἐδῶ;, ὁ γνωστὸς εὐσεβὴς φαρισαῖος Νικόδημος, ποὺ εἶχε ἐπισκεφθῆ τὸ Χριστὸ τὴ νύχτα, καὶ συζήτησε μαζί του, ἀπάντησε᾿ Μήπως ὁ Νόμος καταδικάζει τὸν κατηγορούμενο (ἐδῶ τὸ Χριστό), ἂν προηγουμένως ὁ δικαστὴς δὲν ἀκούσῃ τὴν ἀπολογία του καὶ μάθῃ τὸ παράπτωμά του; Τοῦ ἀπάντησαν῾ Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ὀπαδός του ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Ἐρεύνησε καὶ μάθε ὅτι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ποτὲ δὲν ἔχει ἐμφανισθῆ προφήτης. Καὶ ἔφυγε καθένας στὸ σπίτι του.
Τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὸν ἀπόστολο Παύλο, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα ἐνεργήματα, φέρνει καὶ δέσμη ὁλόκληρη ἀπὸ ἐνεργήματα καὶ χάριτες, ὅπως ἀγάπη χαρὰ εἰρήνη μακροθυμία χρηστότητα ἀγαθωσύνη πίστι πραότητα ἐγκράτεια. Ἀνεξάντλητος πλοῦτος πνευματικῆς ζωῆς! Ἀγάπη, τὸ γλυκὸ αἴσθημα ποὺ πλαταίνει τὴν καρδιά, γιὰ νὰ χωρέςῃ μέσα της ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι. Χαρά, ποὺ ξεπερνάει κάθε γήινη χαρά. Εἰρήνη ἡ ἁπαλὴ πνευματικὴ αὔρα ποὺ πνέει στὴν καρδιὰ μετὰ τὴ συμφιλίωσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Μακροθυμία, ποὺ μπορεῖ μὲ ἀνδρικὴ δύναμι νὰ ὑπομένῃ καὶ νὰ συγχωρῇ τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων. Χρηστότητα, αὐτὴ ποὺ δείχνει πρὸς ὅλους πρόσωπο ἱλαρό. Ἀγαθωσύνη, ἡ καλοσύνη ποὺ σκορπίζει παντοῦ λόγια καὶ ἔργα ἀγαθά. Πίστι, ποὺ τηρεῖ τὸ λόγο τῆς τιμῆς. Πραότης, διάθεσι ἀκακίας. Ἐγκράτεια, χαλινάρι στὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες. Ἰδοὺ ἡ γεῦσι τοῦ οὐρανοῦ.
Ἂς ζητήσουμε προσωπικὰ νὰ ἔρθῃ καὶ νὰ κατασκηνώςῃ μέσα μας ὁ Παράκλητος, ἀδελφοί, γιὰ νὰ μᾶς καθαρίςῃ ἀπὸ κάθε κηλίδα καὶ σώςῃ τὶς ψυχές μας.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης
ἀρχιμανδρίτης