Κυπριακή διάλεκτος – ντοπιολαλιά
Σώζει σε μεγάλο βαθμό την αρχαία
ελληνική γραμματεία.
Καταησσεμμένος – ξεπεσμένος, αχαίρευτος
κατά γης εμμένως
Πολύεται – ξεδένεται, από και λυω
Επολοήθηκεν -απάντησε, από το απολογούμαι
Αμματίζω – μπολιάζω με μάτι
Μεν μάσσεσαι – σταμάτα, μην μάχεσαι
μην μιλάς επιθετικά
Σιεροκουτάλα – η ανακατώστρα γυναίκα, όπως ανακατεύει η σιδερένια κουτάλα
Πολλοπάητη – αυτή που κάνει πως τα ξέρει όλα, η πονηρή
Νηστιά – εστία φωτιάς για ψήσιμο ή βράσιμο
Πετάλλισμα , πεταλλίζω – η σημαία πεταλλίζει, ανεμίζει
Το πετάσι- ο χαρταετός
Συνάω – μαζεύω, συν και άγω
Κανεί – φτάνει, από το ικανόν
Τέλλεια – τελείως, είσαι τέλλεια πελλός
Πελλός, πελλάρα – τρελός, τρέλα,
από το απολελειμένος
Σούσα – η κούνια της παιδικής χαράς.
σούσα μπέλα όμορφη κοπέλα…
από το σύομαι, σούζουμαι κουνιέμαι.
Ρηγίνος