Μνήμη Παναγιώτη Σπύρου
Γράφει ο
Θεοδόσης Ν. Νικολαΐδης
Όταν ο γιατρός Παναγιώτης Σπύρου – Πανούλης για τους φίλους του – διέσχιζε με το ιστιοφόρο του σαν άλλος Οδυσσέας την αφιλόξενη θάλασσα του Ατλαντικού για να προσαράξει στην εξίσου αφιλόξενη στεριά της Ιθάκης των κατεστημένων στρεβλώσεων και των συντηρημένων αγκυλώσεων, υπέγραφε αποφασιστικά ένα συμβόλαιο δυναμικής ρήξης με τις χρόνιες ελλείψεις, τις παθογένειες και τα συμφωνημένα συμφέροντα στο χώρο της Υγείας. Φτωχό παιδί, από το χωριό Ανταρτικό της Φλώρινας, δανείστηκε το κοστούμι που θα φορούσε για να δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Διατηρώντας ισόβια την απελέκητη ευθύτητα των λόγων του και την ακατέργαστη απλότητα των τρόπων του, άφηνε μια αυτοδημιούργητη καριέρα εξασφαλισμένης αίγλης στην απάνεμη αγκαλιά της Αμερικής, για να αναδειχθεί έμπρακτα σε πρωτοπόρο της καρδιοχειρουργικής και των μεταμοσχεύσεων στην πατρίδα του. Έχοντας απορρίψει θέσεις με δυσθεώρητες αμοιβές στο εξωτερικό, αποφασίζει να θέσει τη σπάνια επιστημονική του σκευή στην υπηρεσία του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα. Με όπλα τις σπουδές του, το τολμηρό όραμά του, την αναγεννησιακής πνοής κοινωνική του αντίληψη για την ανθρωποκεντρική οφειλή της επιστήμης, και, βέβαια, τα άοκνα θαυματουργά του χέρια έμελλε να γίνεται καθημερινά δέκτης της διαχυτικά εκφρασμένης ευγνωμοσύνης του κόσμου. Ήταν σαν να έβλεπες μπροστά σου τον Εμπεδοκλή τον Ακραγαντινό. Τον προσωκρατικό φιλόσοφο-γιατρό που οι πηγές λένε ότι τον ακολουθούσαν, όπου τύχαινε να βρεθεί, πλήθη αρρώστων ζητώντας να γιατρευτούν από τα μαγικά του λόγια. Μόνο που τον Εμπεδοκλή τον τυλίγει το αδιαφανές πέπλο της μυθοπλασίας και της δοξασίας. Τον γιατρό, όμως, Παναγιώτη Σπύρου τον συνοδεύει η αλήθεια της θρυλικής, μετρήσιμης και καταγεγραμμένης προσφοράς του. Λυτρωτικές αναφωνήσεις χαράς δονούσαν καθημερινά τους παγερούς νοσοκομειακούς τοίχους του «Παπανικολάου». Θυμάμαι ότι πριν από είκοσι πέντε χρόνια ψέλλισα, εν μέρει από συγκίνηση και εν μέρει από αμηχανία, ένα υποτονικό «Σας ευχαριστούμε γιατρέ», όταν μου είπε, σε σχεδόν επιτακτικό τόνο, βγαίνοντας από το χειρουργείο: «Πήγαινε στο σπίτι σου παιδί μου. Δεν υπάρχει λόγος να μένεις εδώ. Όλα πήγαν καλά». Λόγος που με τη στοργική του αύρα ήχησε μέσα μου ως θέσφατη βεβαιότητα της αυθεντίας, για να μου υπενθυμίζει από τότε αδιάλειπτα το ανεξόφλητο ως τώρα χρέος να πω λίγα λόγια για τον καρδιοχειρουργό που αναμετρήθηκε αμέτρητες φορές με τα ναρκοπέδια του θανάτου στους χιλιάδες χειρουργικούς του άθλους.
Η αντισυμβατική υφολογία του Σπύρου εξοστράκιζε κάθε έννοια ακαδημαϊκής σπουδαιοφάνειας. Η ευθύβολη ειλικρίνειά του τελούσε σε ακήρυκτο πόλεμο με την πόζα, το σταριλίκι, την ιδιοτέλεια και την οπισθόβουλη σκέψη. Ήταν, με κάποιον τρόπο, ένας επιστημονικός ηρωισμός που συνομιλούσε εντελώς εκλαϊκευμένα και με όρους σεμνότητας με τον απλό κόσμο. Γιατί, ενώ ο Σπύρου έφτασε στο απόγειο της επιστημονικής και επαγγελματικής καταξίωσης, θεωρούσε ότι η ύψιστη τιμή που του έγινε ποτέ ήταν το πορτρέτο που του φιλοτέχνησε ο παιδικός του φίλος Κωστάκης Λούστας. Και ενώ η ζωή του πύκνωνε, αναπόφευκτα, από την παρουσία πολλών ετερόφωτων αστερίσκων του πολιτικού και καλλιτεχνικού star system που επιζητούσαν ένα στιγμιότυπο συνομιλίας ή φωτογράφησης μαζί του, η δική του σκέψη ήταν στα παιδικά του χρόνια. Εκεί που, όπως συνήθιζε να λέει, σταμάτησε ο βιολογικός του χρόνος: σε αυτό που ζωγράφισε ο Λούστας. Τους δυο τους στα ποδήλατα, στη χιονισμένη Φλώρινα.
Ο επίλογος του σημειώματος έρχεται, δυστυχώς, να υποδείξει μια θλιβερή αντίφαση. Όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει δρόμος, πλατεία ή αίθουσα στην πόλη της Φλώρινας που να φέρει το όνομα του γιατρού, του δικού της τέκνου, που την τίμησε και την αγάπησε. Δεν αθλοθετήθηκε, για παράδειγμα, έπαθλο μαθητικού διαγωνισμού που να φέρει το όνομά του. Πρόκειται για την ελάχιστη ανανταπόδοτη τιμή. Το λεξικό του Μπαμπινιώτη έρχεται, μάλιστα, να συνεισφέρει και στην ερμηνευτική αποτίμηση της περίπτωσης. Διαβάζω τη δεύτερη ερμηνεία του όρου «ανανταπόδοτος»: «αυτός που δεν ανταποδόθηκε (από αμέλεια, αχαριστία ή αδυναμία)». Η πρώτη εκδοχή είναι βολική. Η δεύτερη ελπίζει κανείς να μην ισχύει. Η τρίτη είναι αμείλικτα αληθινή. Σαν το νυστέρι του χειρουργού Παναγιώτη Σπύρου ανατέμνει παθογένειες που εδραιώθηκαν από δεκαετίες στον κοινωνικοπολιτικό μας χώρο: τις δοτές και εκκολαπτόμενες σε κομματικά φυτώρια ιδιότητες και θέσεις σε αντίθεση με την αντικειμενικά αναγνωρισμένη και αυτοδημιούργητη αξιοσύνη. Τους καιροσκοπικούς συμψηφισμούς σε αντίθεση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τον εγωισμό σε αντίθεση με την ανάγκη της αυτοϋπέρβασης. Την ψηφοθηρική νοοτροπία σε αντίθεση με την ανάγκη για ευσυνείδητη και έντιμη ανάγνωση της εποχής. Και επειδή οι αξίες νομοτελειακά δικαιώνονται στο χρόνο, κάθε παλαιάς κοπής διαιωνιζόμενη λογική καταλήγει, το ίδιο νομοτελειακά, να αποτελεί θλιβερή γραφικότητα.
Το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί μάθημα ηθικής συμπεριφοράς και γλωσσικής εμβρίθειας, καθώς για τη δημιουργία του”συνεργάζονται” δύο προσωπικότητες της Φλώρινας. Ο αντικομφορμιστής επιστήμονας, ταγμένος στην ανιδιοτελή διακονία του δημόσιου συμφέροντος, χωρίς να χάνει την απλότητά του χαρακτήρα του παρά τη θεαματική του άνοδο, συνθέτει το πρότυπο του πνευματικού ανθρώπου. Το μεγαλείο του Σπύρου δε θα μπορούσε να το μετουσιώσει σε κείμενο παρά μόνο ένας τεχνίτης του λόγου. Με όπλο την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, ο Θεοδόσης Νικολαϊδης προβληματίζεται για την ανύπαρκτη απόδοση σεβασμού προς την προσωπικότητα ενός σπουδαίου Φλωρινιώτη, επιστήμονα και ανθρώπου. ¨