Ποιος άραγε δεν διδάχτηκε από τα παιδιά;
Γράφει ο Τάσος Βαφκάρης
Ήταν απόγευμα Παρασκευής, ενός ζεστού και χαδιάρη Σεπτέμβρη. Τα φύλλα των δέντρων βαστούσαν ακόμη την αίγλη του καλοκαιριού και δεν έλεγαν να κιτρινίσουν. Το ζεστό αεράκι ποτιζόταν με τη μυρωδιά των σιγοψημένων πεύκων από τον αδιάλλακτο ήλιο Παντοκράτορα. Μικρά χαμόγελα και φωνές ακούγονταν από την παιδική χαρά του πάρκου, όπου ίσκιος παχύς τα προστάτευε και τα πλατάνια φρουροί πιστοί αγκομαχούσαν να τα αναθρέψουν.
Εκεί λοιπόν ανάμεσα στεκόταν και ο Γιαννάκης σε ένα παγκάκι όπου τα ποδαράκια του κρεμόντουσαν στον αέρα, από το ύψος. Έγλειφε αργά το παγωτό του και με λαχτάρα, ως ανταμοιβή για τα παιδικά του όνειρα. Ένα όμορφο αγοράκι με κατάξανθα μαλλιά σαν στάχυ έτοιμο για αλώνι και με μάτια γαλανά σαν τ’ ουρανού αηδόνι. Σκούπιζε κάθε τόσο τα χειλάκια του να φύγει η γλυκάδα και να βουτήξει σε μια πιο μεγάλη δαγκωματιά ώσπου να το αποτελειώσει.
Υπό το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας του εξερευνούσε τους συνδαιτυμόνες του χώρου και για να μην έχει παράπονο ούτε αυτή, της έδινε το πιο χρωματιστό φιλί του κόσμου με μπόλικη σοκολάτα και βανίλια. Πόση ευτυχία ένιωθε που βίωνε τη στιγμή αυτή με τον άνθρωπο που τον γέννησε και του χάιδευε τα πατουσάκια μέχρι να αποκοιμηθεί τα βράδια.
Στην απέναντι όμως γωνιά το σκηνικό ήταν λίγο διαφορετικό, μια αδύνατη και ταλαιπωρημένη γυναίκα με μαντήλα στο κεφάλι προσπαθούσε να παρηγορήσει το δικό της παιδί. Πονούσε λίγο η κοιλίτσα του και έκλαιγε σαν παραπονιάρικο κουταβάκι. Ήταν ο Εζέλ. Πρόσφυγας που προσπαθούσε να προσαρμοστεί σε ένα ξένο και εντελώς καινούργιο περιβάλλον.
Όλα ήταν διαφορετικά και τίποτα δεν θύμιζε την καθημερινότητά του στην πατρίδα του. Μονάχα ένα κατατρεγμένο και κυνηγημένο ύφος επικρατούσε στα πρόσωπά τους σαν πληγωμένο χαμόγελο. Το κλάμα όμως και ο πόνος δεν έλεγαν να σταματήσουν. Η οικογένεια του είχε έρθει προ ημερών στην Ελλάδα αρον άρον μη μπορώντας να μεριμνήσει για την οικονομική της κατάσταση, παρά μονάχα να προσεύχεται στον Αλλάχ ή στον Θεό. Ποιος ξέρει τώρα πια σε τι πιστεύουν οι έρμοι.
Τότε λοιπόν ήταν που ο Γιαννάκης ενστικτωδώς σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του. Έχοντας την ίδια ηλικία, περίπου τριών ετών δεν μιλούσε καθαρά. Κοίταξε τον Εζέλ στα κάστανα του δακρυσμένα μάτια, τον έπιασε από το χεράκι και με ικανοποίηση και αθώα συμπόνια έδειξε με το δάχτυλό του το πρώτο μπαλκόνι της διπλανής οικοδομής.
– Μαμά, πάμε Εζέλ μπαμπά γρήγορα, κάνει καλά! Οι δύο μαμάδες αντικριστά παγωμένες και ανήμπορες να κρατήσουν το δάκρυ που δρόσιζε τα μάγουλά του δεν είχαν άλλη επιλογή. Ο μπαμπάς του Γιάννη ήταν ιατρός και ο γιος του περήφανος για αυτόν. Ήταν ο ήρωάς του. Ο μπαμπάς του είχε υπερδυνάμεις και έκανε καλά τους ανθρώπους που αρρώσταιναν.
Η ιστορία και η ανθρωπότητα εκείνη τη στιγμή απέκτησαν άλλη διάσταση. Ποιος άραγε δεν διδάχτηκε από τα παιδιά του Θεού ή του Αλλάχ. Η έμφυτη αγάπη νίκησε τη μισαλλοδοξία ενός ενήλικου κόσμου.
Για τον Γιάννη και τον Εζέλ!
Τάσος Βακφάρης – Photo: Author/Depositphotos
Πηγή: enallaktikidrasi.com