Το έθιμο της Φλώρινας που σιγοκαίει υπομονετικά (video, pics)
Κείμενο: Αλέξανδρος Γαστεράτος, Βασίλης Βήττας
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γαστεράτος
Πώς είναι να γιορτάζει κανείς εν μέσω πανδημίας; Τί σημαίνει για τις κοινότητες των ανθρώπων να στερούνται το αντάμωμα, την σύναξη και τη διασκέδαση. Ίσως για πολλούς να φαντάζει απλό να ακυρώνεται μια γιορτή ή ένα πανηγύρι αλλά για τις ελληνικές κοινότητες και δη της επαρχίας αποτελεί μια βαριά απώλεια και μια πολλαπλή πληγή, τόσο σε ψυχολογικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Σε μια πόλη αρκετά μακριά από την πρωτεύουσα, τη Φλώρινα, βρεθήκαμε προκειμένου δούμε από κοντά το χριστουγεννιάτικο έθιμο των «Φωτιών». Εν μέσω πανδημίας και με τα υφιστάμενα μέτρα της κυβέρνησης για την απαγόρευση των εκδηλώσεων, βρέθηκε αρκετός χώρος να μιλήσουμε εις βάθος για το έθιμο, αλλά και να αντιληφθούμε ότι η επιτέλεση του δεν εσωκλείεται στο αν τελικά αυτό θα γίνει ή όχι. Οι προεκτάσεις είναι πολλές.
Το έθιμο των φωτιών, αποτελεί ένα φαντασμαγορικό θέαμα για τους απανταχού Φλωρινιώτες που επιστρέφουν στην πόλη τους αλλά και μια οικονομική ανάσα για την πόλη της δυτικής Μακεδονίας, καθώς χιλιάδες επισκέπτες συρρέουν στην περιοχή προκειμένου να το παρακολουθήσουν. Κάθε χρόνο η τοπική κοινωνία περιμένει τους εορτασμούς με μεγάλη ανυπομονησία. Φέτος αν και τα πράγματα λόγω και της αύξησης των εμβολιασμών έδειχναν αρχικά ότι ίσως και να πραγματοποιούταν κανονικά, η έκρηξη της μετάδοσης του SARS CoV – 2 άλλαξε τα σχέδια. Για δεύτερη χρονιά, οι φλόγες που ζεσταίνουν τις γειτονιές της Φλώρινας το βράδυ της 23ης προς 24η Δεκεμβρίου δεν θα άναβαν.
Για τους κατοίκους η απογοήτευση ήταν μεγάλη, καθώς φέτος, η Φλώρινα θα ήταν άδεια τόσο από επισκέπτες όσο και από τους ίδιους τους πολίτες που θα στερούνταν για άλλη μια χρονιά τη χαρά του εορτασμού. Ωστόσο, μέχρι και την τελευταία στιγμή σε κάθε στενό άκουγες και μια διαφορετική πληροφορία για φωτιές που τελικά θα ανάψουν και άλλες που τελικά δεν θα μπορέσουν. Ο λιγοστός μεν, αλλά αρκετός κόσμος, δεν είχε άλλη επιλογή από το να βολτάρει στα στενά της Φλώρινας και να ανακαλύψει μόνος του, τις γειτονιές που εν τέλει θα έκαναν το μεγάλο βήμα.
Μία εκ των ομάδων που εν τελει θα άναβαν, ήταν εκείνη με την ονομασία «Τσεκούρι Μαχαλά». Όπως πληροφορηθήκαμε ήταν η φωτιά που άναβε κάθε χρόνο η νεολαία της πόλης. Βρεθήκαμε στην προετοιμασία και ακολουθήσαμε την ομάδα μέχρι και το βράδυ όταν και η φωτιά άναψε. Τα παιδιά μας καλωσόρισαν και μας επέτρεψαν να καταγράψουμε τα πάντα. Μόνο άντρες, οι περισσότεροι κάτω από τα 30, ετοιμάζονταν πυρετωδώς για το βράδυ, εδώ και τρεις μέρες. Το άγχος μεγάλο, το ίδιο και η προσμονή. Να μην ξεχάσουν κάτι, όλα να είναι στην ώρα τους και φυσικά ο κόσμος να ευχαριστηθεί το θέαμα.
Προέλευση
Η πραγματική προέλευση του εθίμου των «Φωτιών» το οποίο βιβλιογραφικά καταγράφεται και ως «Μεγάλες Φωτιές των Καλάντων» ή ως «Μπουμπούνα» (λέξη που περιγράφει το άναμμα μεγάλης φωτιάς και ενίοτε αναφέρεται στο Σάββατο της Μεγάλης Αποκριάς), χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπως και ο λόγος που αυτό εορτάζεται τα μεσάνυχτα της 23ης προς 24η Δεκεμβρίου, μια ημέρα δηλαδή πριν τα Χριστούγεννα. Στη βόρεια Ελλάδα και τον Πόντο είναι καταγεγραμμένο ότι άναβαν μεγάλες φωτιές στις πλατείες των χωριών και των κωμοπόλεων. Μικροί και μεγάλοι τραγουδούσαν γύρω από τη φωτιά, χτυπώντας κουδούνια. Με τη φωτιά και τους ήχους των κουδουνιών πιστευόταν ότι κρατούσαν μακριά τα κακά πνεύματα.
Μία από τις αναφορές σχετίζεται με την προχριστιανική περίοδο και συγκεκριμένα το χειμερινό ηλιοστάσιο, όταν οι νύχτες σταματούν να αυξάνονται και η διαδικασία αντιστρέφεται. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, οι αρχαίοι Μακεδόνες άναβαν μεγάλες φωτιές για να τιμήσουν τον θεό του ήλιου τον Απόλλωνα. Μια άλλη εξήγηση που πάλι αφορά την επιμήκυνση της ημέρας, είναι εκείνη κατά την οποία σύμφωνα με μαρτυρίες, οι παλιότεροι αναφέρονταν στη νέα χρονική περίοδο ως περίοδο «της φωτιάς», ενώ τέλος ντυμένο με χριστιανικό μανδύα, το έθιμο διεξάγεται προς τιμήν των βοσκών που άναψαν τις δικές τους φωτιές για να ζεσταθεί το θείο βρέφος.
Το έθιμο σαφέστατα εξυπηρέτησε και σκοπούς κοινωνικής συνοχής και εδραίωσης της εθνικής συνείδησης. Είναι δηλαδή μία επινοημένη παράδοση που είχε πολιτική σημασία, αν και στο σήμερα η νοηματοδότηση σταματά να έχει στεγανά.
Από πολλούς παράγοντες της εκκλησίας χαρακτηρίστηκε παγανιστικό και πολεμήθηκε. Το 1967 ήταν που ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης αντιτάχθηκε σφόδρα σε αυτό, επιχειρώντας έτσι να διακοπεί διακηρύσσοντας από άμβωνος ότι το έθιμο των Φωτιών έχει ειδωλολατρική προέλευση και δεν προσιδιάζει σε πιστούς Χριστιανούς. Σήμερα, ωστόσο, οι εντάσεις έχουν εκλείψει.
Οργάνωση και «ιεροτελεστία»
Το έθιμο κρύβει από πίσω του ώρες σχεδιασμού και οργάνωσης. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο ανάβουν συνολικά 30 με 50 φωτιές, ενώ αν συμπεριλάβουμε ολόκληρο τον νομό, υπάρχουν αναφορές μέχρι και για 80 φωτιές συνολικά.
Άλλοτε ολιγομελείς οικογένειες και άλλοτε δεκάδες άτομα της γειτονιάς συμφωνούν να ανάψουν τη δική τους φωτιά δίπλα από τις κατοικίες τους, για να γιορτάσουν το έθιμο. Αυτές είναι οι λιγότερο γνωστές φωτιές σε σύγκριση τουλάχιστον με τις μεγαλύτερες (από 10 έως 20 μέτρα), οι οποίες και βρίσκονται σε πιο κεντρικά σημεία της Φλώρινας και διοργανώνονται από ομάδες ή/και την αρωγή του Δήμου.
Η οργάνωση των «μεγάλων Φωτιών» εμπεριέχει μια ιεροτελεστία. Παλαιότερα τα μικρά παιδιά οργανώνονταν ανά γειτονιές και έκαναν εξορμήσεις στο βουνό καθώς και νυχτερινές περιπολίες στην πόλη, προκειμένου να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη ξυλεία, ώστε κάθε γειτονιά να έχει τη δική της φωτιά. Μπορεί να περιγράφεται ως εύκολη διαδικασία, καθώς το βουνό βρίσκεται πλησίον της πόλης, ωστόσο, ελλόχευαν και κίνδυνοι, καθώς τα παιδιά διέρχονταν από βοσκοτόπια, συναντούσαν τσοπανόσκυλα, λύκους, πολυβολεία (από τους πρόσφατους πολέμους).
Βασικό συστατικό όπως μας αναφέρει ο Γιάννης Κωνσταντίνου, εκπαιδευτικός και δάσκαλος παραδοσιακών χορών είναι η παραβατικότητα. «Στο παρελθόν οι γονείς ήξεραν ότι αφήνοντας τον έφηβο να συμμετέχει σε μια φωτιά, αυτό συνεπάγεται παραβατικότητα. Αυτή αναφέρεται στο γεγονός ότι οι ομάδες θα έπρεπε να κλέψουν ξύλα και παλαιότερα και λάστιχα. Αυτά θα τα έκλεβαν από άλλες γειτονιές και για αυτό τον λόγο υπήρχαν άτομα που φύλαγαν τα ξύλα. Συνήθως η δυναμική και το θράσος μιας ομάδας ήταν οι παράγοντες που όριζαν αν θα πήγαινε να κλέψει από άλλες γειτονιές».
Το κλίμα περιγράφεται ιδιαίτερα τεταμένο όσο κοντοζύγωνε η μέρα του ανάμματος, καθώς προέκυπταν διενέξεις μεταξύ των ομάδων. Τις τελευταίες ημέρες πριν ολοκληρωθεί το έθιμο, οι περισσότερες γειτονιές είχαν ήδη συλλέξει την ξυλεία που χρειάζονταν, επομένως ο στόχος μεταστρεφόταν αμιγώς στον ανταγωνισμό. Άλλες γειτονιές έμεναν ξάγρυπνες για να προστατεύσουν τα ξύλα από μία ενδεχόμενη επιδρομή, ενώ άλλες σχεδίαζαν επιδρομές για κερδίσουν τον ανταγωνισμό του «ποιος είχε τη μεγαλύτερη φωτιά», έστω και την τελευταία στιγμή.
Κάθε ομάδα επιχειρεί να ξεπεράσει την άλλη. Κάθε γειτονιά επιχειρεί η δική της φωτιά, να είναι πιο φαντασμαγορική από τις άλλες. Οι ετοιμασίες ξεκινούν μήνες πριν, ανάλογα βέβαια και με τις βλέψεις που έχει κάθε ομάδα για την φωτιά της. Οι ομάδες συγκεντρώνονται, συσκέπτονται και διανέμουν αρμοδιότητες. Οι εργασίες που πρέπει να ολοκληρωθούν είναι πολλές. Να εξευρεθούν και να αποκτηθούν τα κατάλληλα ξύλα, στην κατάλληλα ποσότητα, ένα άθλος που αναγκάζει τους Φλωρινιώτες να ταξιδέψουν ακόμα και μέχρι την Αθήνα. Σκοπός είναι το ύψος της φωτιάς να μεγαλώνει κάθε χρόνο αλλά να αποτελούν οι εορτασμοί και έναν τόπο συνάντησης, συμφιλίωσης και διασκέδασης των απανταχού Φλωρινιωτών αλλά και των επισκεπτών που κατακλύζουν την πόλη της Φλώρινας, προκειμένου να γίνουν μάρτυρες του εθίμου.
Στιβάδες από ολόκληρους κορμούς και άλλα χοντρά ξύλα τοποθετούνται με προσοχή η μία πάνω στην άλλη προκειμένου η φωτιά να μην καταρρεύσει κατά την καύση. Πλήθος εργαλείων χρησιμοποιούνται όπως, τσεκούρια, καρφιά, σφυριά, αλυσοπρίονα και σχοινιά προκειμένου τα ξύλα να κοπούν στα κατάλληλα μεγέθη και να δημιουργηθούν οι υποδοχές ώστε να στερεωθεί η επόμενη στιβάδα. Όταν η κατασκευή ολοκληρωθεί, η φωτιά ντύνεται με κέδρα από το βουνό.
Τα μεσάνυχτα φτάνουν και εν μέσω αλαλαγμών χειροκροτημάτων και σφυριγμάτων η ομάδα που έχει φροντίσει τη διεξαγωγή, κρατώντας μακριά ξύλα με τυλιγμένα στις άκρες τους πανιά ποτισμένα σε βενζίνη ή πετρέλαιο, ανάβουν τη μεγαλειώδη φωτιά. Τα πρόσωπα φωτίζονται από τις φλόγες, δημιουργώντας ένα σύμπλεγμα χαράς, δέους έως και κατάνυξης. Οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που παρευρίσκονται στο έθιμο, μοιάζουν τώρα με προσκυνητές που συμμετέχουν σε ένα τελετουργικό. Πίνουν, χορεύουν, τραγουδούν και βρίσκουν στη φωτιά ένα καταφύγιο από το κρύο της Φλώρινας, όταν η θερμοκρασία κατρακυλά αρκετά κάτω από το μηδέν.
Ο Γιάννης Κωνσταντίνου μας περιγράφει ότι «ο κόσμος λέει θα ανέβω στη Φλώρινα για τις φωτιές. Όχι για τα Χριστούγεννα. Βλέπουμε πόσο έντονο είναι το έθιμο». «Με το που ανάβουν οι φωτιές στις 12 τα μεσάνυχτα, το κοινό αποκτά έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο – αυτόν του κριτή. Το κοινό οφείλει να περάσει από πολλές φωτιές που έχουν ανάψει κατά μήκος της πόλης και του ποταμού Σακουλέβα, ώστε να βγει – έστω άτυπα – η ετυμηγορία για το «ποια ήταν η καλύτερη φωτιά», σχολιάζει. Η ετυμηγορία, εξάλλου, αποτελεί το κίνητρο ώστε οι γειτονιές κάθε χρόνο να προσπαθούν να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα, τα οποία βέβαια με τα χρόνια δεν αφορούν μόνο το ύψος της φωτιάς.
Η μεγαλύτερη φωτιά της πόλης αφηγείται
Στην ξύλινη καλύβα του Συλλόγου Φίλων Φωτιάς Πλατείας Ηρώων, του συλλόγου που αναλαμβάνει να διεξάγει τη μεγαλύτερη φωτιά της πόλης, συναντήσαμε τον κύριο Δήμο, ο οποίος τουλάχιστον τα τελευταία 70 χρόνια συμμετέχει στο άναμμα της φωτιάς.
Ως αρχηγός, θυμάται ότι πριν τρία χρόνια ήταν η καλύτερη χρονιά για τον Σύλλογο. «Τότε φτιάξαμε φωτιά ύψους 20 μέτρων. Η μεγαλύτερη συγκίνηση όμως είναι όταν παίρνουμε τα μικρά παιδιά ώστε να ανάψουν μία δάδα για να μάθουν το έθιμο. Εκείνα μπορεί να κάνουν να φάνε μία εβδομάδα από την ανυπομονησία τους. Το ίδιο και εμείς», αφηγείται.
Συνήθως σε κάθε ομάδα υπάρχει ο «αρχηγός», με κριτήριο την εμπειρία που έχει να δείξει αλλά και τον χρόνο που πρέπει να αφιερώσει στο στήσιμο. Ενίοτε αυτός είναι που ανάβει πρώτος τη φωτιά, ενώ σε άλλες το άναμμα ξεκινάει από τα μικρά παιδιά.
Μας αφηγείται ιστορίες από όταν μικρός με την παρέα του πήγαιναν στη Λάρισα για να βρουν ξύλα, καθώς κάποιος τους είχε ειδοποιήσει ότι ο ΟΣΕ – στις γραμμές του – είχε ξύλα που δεν χρειαζόταν. «Πήραμε το φορτηγό και το γεμίσαμε μέχρι επάνω, 35 – 40 τόνους. Στην επιστροφή, ο δρόμος είχε παγώσει. Είχε πολύ χιόνι. Δεν μπορούσε να περάσει το φορτηγό. Μέσα στις δυσκολίες τελικά τα καταφέραμε και γυρίσαμε στη Φλώρινα, όπου οι υπόλοιποι μας περίμεναν πανηγυρίζοντας ότι φέραμε τα ξύλα».
Μοιράζεται και περιπτώσεις που από το κρύο δεν έπαιρνε μπροστά η μηχανή του φορτηγού και άλλες που ο δρόμος ήταν πολύ δύσκολος για να περάσει, αλλά με μικροψέμματα στην τροχαία ότι έχει αλυσίδες, όλα φαίνονταν εφικτά. «Εκείνη την ημέρα θα σκοτωνόμουν, αν λίγο γλιστρούσε», παραδέχεται. «Μια φορά στην Κατερίνη έπεφτε χιονόνερο και μου έλεγαν “Δήμο πάμε να φύγουμε”. Τους είπα ότι θα φύγουμε, μόνο όταν γεμίσει το φορτηγό».
«Εμείς κάνουμε την μεγαλύτερη φωτιά. Τους παρασέρνω εγώ. Παλιά την σχεδιάζαμε από πολύ νωρίς. Βλέπαμε πόσα παιδιά ήμασταν, χρειαζόμασταν δυνατά παιδιά. Εφέτος, έχει τόσα κρούσματα που αποφασίσαμε να μην το κάνουμε. Είναι κρίμα. Πεθαίνει τόσος κόσμος» μας επισημαίνει φεύγοντας να πάει στην οικογένεια του.
Ο σύλλογος στην ουσία λειτουργεί όλο τον χρόνο με πολιτιστικά χαρακτηριστικά, αν και τις ημέρες των Φωτιών ο κόσμος είναι περισσότερος. Διοργανώνονται προβολές, εκδηλώσεις και εκδρομές για να στηριχθεί η διοργάνωση και τα έξοδα των φωτιών, ενώ συλλήβδην αποτελεί και έναν χώρο να ανταμώνει ο κόσμος και να κοινωνικοποιείται. «Πολλές χρονιές δεν καταφέρνουμε να βγάλουμε τα έξοδα και μπαίνουμε μέσα. Δεν αποκομίζουμε κάτι χρηματικό από αυτό», λένε.
«Εγώ προσωπικά ζω τα τελευταία 16 χρόνια στη γειτονιά. Και έγινε προσωπικό κομμάτι της ζωής μου. Δεν υπάρχουν κριτήρια για το ποιος θα συμμετέχει στη φωτιά. Αν αισθάνεται ότι πρέπει να έρθεις, με τον τρόπο σου θα γίνεις αποδεκτός. Την πρώτη φορά που συμμετείχα, μου άρεσε πάρα πολύ, κέρδισα την εύνοια και την εμπιστοσύνη των μελών του συλλόγου και έδεσα μαζί τους. Δεν είναι μόνο το κομμάτι του Συλλόγου, είναι και παρέα», μας αφηγείται ο κ. Αντώνης, μέλος του Συλλόγου.
Στην οργάνωση ο καθένας έχει τον δικό του ξεχωριστό και διακριτό ρόλο. «Το βασικό στοιχείο του Συλλόγου της Πλατείας είναι η αγάπη για το έθιμο», μας λένε και ταυτόχρονα συμφωνούν ότι ο καθένας νοηματοδοτεί το έθιμο όπως θέλει, αρκεί να μην προσβάλλει κάποιον άλλο.
Οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού, με το κάθε μέλος ξεχωριστά να έχει το δικαίωμα να προτείνει κάτι καινούργιο για το έθιμο. «Δαπανάται και προσωπικό χρόνος και χρήμα, για να βγει αυτό το αποτέλεσμα. Να δοθεί μια αίγλη στη γειτονιά και κατά συνέπεια στην πόλη. Να γεμίσει ζωή η γειτονιά» μας λένε αναφορικά με τη δική τους νοηματοδότηση του εθίμου.
«Είναι πολύ ευχάριστο να βλέπεις τον κόσμο να διασκεδάζει. Όταν το βλέπεις αυτό, θεωρείς ότι το εγχείρημα έχει πετύχει».
Η ακτινογραφία της γειτονιάς και οι «κόντρες»
Ρωτάμε τον Σύλλογο για το πως διαμορφώνεται η «κόντρα» με τις άλλες γειτονιές στο σήμερα. Απαντούν με νόημα ότι «πάντα υπάρχει μια ίντριγκα», αλλά «όχι τίποτα ιδιαίτερο», ενώ παραδέχονται ότι τα ξύλα δεν κλέβονται πια – τουλάχιστον όχι στον βαθμό που γινόταν παλιά – γιατί τους ενδιαφέρει μόνο το αποτέλεσμα. Παρομοίως παραδέχονται ότι τα μισά περίπου ξύλα τα αγοράζουν ενώ τα άλλα μισα τα μαζεύουν.
Φαίνεται ότι το μεγαλύτερο παράπονο τους δεν είναι ότι το έθιμο δεν θα διεξαχθεί για μία ακόμη χρονιά, αλλά ότι «πολύς κόσμος δεν σκέφτεται τι έχει προηγηθεί για να φτιαχτεί αυτή η φωτιά. Έρχονται και βλέπουν μόνο το αποτέλεσμα, αλλά από πίσω κρύβονται ώρες συζητήσεων και δουλειάς». Ακόμα και οι «κόντρες» που αναπτύσσονται, τα δύο τελευταία χρόνια δεν κατάφεραν να έρθουν στο προσκήνιο, όπως τουλάχιστον φαίνονταν τα χρόνια πριν την πανδημία.
Μέσα στην κοινωνία λοιπόν, το υποσύνολο είναι η γειτονιά. Τις ημέρες της προετοιμασίας, προκύπτει μία εκ νέου διαίρεση καθώς οι γειτονιές στρέφονται η μία εναντίον της άλλης στο πλαίσιο του εθίμου.
Εκεί προκύπτει και το κομμάτι της μύησης εντός μιας ομάδας. Υπάρχει ο αρχηγός, που είναι ο ρωμαλέος ή αυτός που δίνει τον περισσότερο χρόνο στην προετοιμασία και την τέλεση. Υπάρχουν οι βοηθοί, αλλά και τα νέα μέλη, τα οποία δεν μπαίνουν στην ομάδα με προφορικό λόγο, αλλά χρειάζεται πράξη. Αυτοί είναι που θα αποδείξουν την αξία τους μαζεύοντας ξύλα.
«Μπορεί να ξεκινήσει ένα παιδάκι, όπως ξεκίνησα εγώ από 10 ετών, να μπει σε αυτή την παρέα, και να γίνει αποδεκτό γιατί όλοι μαζί φέρναμε τους κέδρους. Έτσι, είχες το δικαίωμα να είσαι όλο το βράδυ στη φωτιά και να προσέχεις τα ξύλα. Στην πραγματικότητα, είναι μια κλειστή ομάδα που σε καθορίζει σε όλη σου τη ζωή. Από μικρή ηλικία μπαίναμε μέσα στην ομάδα με την καθοδήγηση του αρχηγού, που ήταν μεγαλύτερος. Είχαμε το Βαρώσι το Γιάζι, το Τσεκουρι Μαχαλά, όλες αυτές οι γειτονιές κατά μήκος του ποταμού ανεξάρτητα από το οικονομικό τους υπόβαθρο, συμμετείχαν. Επίσης είναι από τα λίγα έθιμα που στην τελετουργία τους δεν υπάρχει ερωτισμός. Υπάρχει η δυναμική της παραβατικότητας και της ολοκλήρωσης», θυμάται ο Γ. Κωνσταντίνου.
«Έβλεπες τη μαμά σου, τη γιαγιά σου να έρχονται πρωί πρωί την επόμενη ημέρα να πάρουν στάχτες από τη φωτιά για να βάλουν στο τζάκι. Είναι η δύναμη της φωτιάς, η κάθαρση της φωτιάς, όλοι αυτοί οι συμβολισμοί είναι εδώ. Μέσα στο έθιμο βρίσκεις πότε μέθυσες την πρώτη φορά, ξανά η παραβατικότητα. Αυτά σου τα βιώματα, είναι αυτά που σε καθορίζουν μέσα στην κοινωνία. Όλοι στις γειτονιές έχουμε βιώματα τέτοια. Γνωριζόμαστε μεταξύ μας», εξηγεί.
Η φιλοξενία έχει τη δική της ξεχωριστή θέση στις γειτονιές της Φλώρινας. Το άναμμα των Φωτιών συνδυάζεται με χάλκινα όργανα και άφθονο αλκοόλ το οποίο η γειτονιά προμηθεύει (στον βαθμό που μπορεί). Εξάλλου, οι φωτιές αποτελούν το κορύφωμα των εορτών, καθώς ήδη από το απόγευμα της 23ης Δεκεμβρίου, σχεδόν σε κάθε τετράγωνο του κέντρου της πόλης, εργαζόμενοι και καταστηματάρχες στήνουν βαρέλια με φωτιές, τοπικά εδέσματα, ζεστό κρασί και τσίπουρο, για να φιλέψουν τους περαστικούς και να ξορκίσουν το κρύο. Άλλοι πάλι στήνουν στο πεζοδρόμιο μεγάλες κατσαρόλες με καυτή φασολάδα γιατί προβλέπεται μεγάλη νύχτα.
Ωστόσο, η αναβίωση του εθίμου είναι ένα ομαδικό παιχνίδι περιπέτειας για μικρούς και μεγάλους. Ένα παιχνίδι ανταγωνισμού το οποίο κινητοποιεί ολόκληρες γειτονιές. Είναι τόσο θεμιτό, που οι κλοπές ξηλείας – όπου και αν γίνονται πια – έχουν κατακυρωθεί στην κοινή συνείδηση του κόσμου. Η κλοπή από τις αυλές των σπιτιών, μπορεί να δημιουργούσε εντάσεις, αλλά ταυτόχρονα θεωρείται -τρόπον τινά- ως «ευλογία». Κάπως τα σπίτια που δεν ασχολούνταν άμεσα με το έθιμο, άθελα τους συμμετείχαν σε αυτό.
Το κέντρο είναι ο άνθρωπος και η συνέχεια του εντός της κοινωνίας. Σε κάθε γειτονιά υπάρχουν οι αρχηγοί, οι θρύλοι. Δημιουργείται μια ταυτότητα γειτονιάς για κάθε άτομο. Είναι πολύ δύσκολο να φύγεις από ένα τέτοιο πλαίσιο γειτονιάς. Το αίσθημα να ανήκεις κάπου είναι παρόν. Είναι δύσκολο ένα άτομο μιας γειτονιάς να αλλάξει γειτονιά και να ενταχθεί. Συνυπάρχουν τα βιώματα, οι αφηγήσεις της γειτονιάς. Αυτοί είναι περιοριστικοί παράγοντες. Αυτή η ταυτότητα χαρακτηρίζει το άτομο σε όλη του τη ζωή.
Από τη γειτονιά στην τουριστικοποίηση
«Τώρα πια, όλα αυτά τα στοιχεία λόγω της τουριστικοποίησης δεν είναι εμφανή. Πλέον, το έθιμο έχει εξελιχθεί σε διονυσιακό, με τις παρέες, τη μουσική, το αλκοόλ και τη διασκέδαση. Πολλές γειτονιές μάλιστα έχουν σταματήσει να ανάβουν φωτιές λόγω της χωροταξίας της πόλης» σημειώνει ο Γ. Κωνσταντίνου.
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Παλαιότερα η φωτιά γινόταν μόνο για τη γειτονιά. Ο ανταγωνισμός ήρθε στη συνέχεια, όπου με την εμπλοκή και του Δήμου και της Περιφέρειας, το έθιμο άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστό. Έτσι, ξεκινάει η τουριστική πλευρά του εθίμου, με τη Φλώρινα να θεωρείται επισκέψιμη. Αρχίζουν να στήνονται κιόσκια στις πλατείες με ένα ευρέως εορταστικό κλίμα, ενώ οι Χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις έχουν το δικό τους μερίδιο. Ο τουρίστας πια ξέρει ότι θα βρει ζεστή φασολάδα, κεράσματα και αλκοόλ σε κεντρικά σημεία. Παλαιότερα αυτά γίνονταν μόνο μέσα στην ομάδα. Δεν υπήρχαν σκέψεις να δώσει η ομάδα κεράσματα.
«Η φωτιά που καίει μέσα μας»
Το έθιμο των Φωτιών λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι συμπυκνώνει ένα σύνολο χαρακτηριστικών τα οποία όμως ο καθένας ερμηνεύει διαφορετικά αλλά το κυριότερο είναι ότι του δίνεται η δυνατότητα να το πράξει. Ο ενθουσιασμός, η υπομονή, η γειτονιά και η παραβατικότητα η οποία νομιμοποιείται στη συνείδηση του κόσμου είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά εκείνα που εμπλέκουν κάποιον από νεαρή ηλικία στην προετοιμασία.
Η προέλευση του εθίμου όπως είπαμε χάνεται. Έτσι λοιπόν δεν έχει καμία σημασία στη λαϊκή συνείδηση αν το έθιμο είναι παγανιστικό, χριστιανικό ή οτιδήποτε άλλο. Για τους Φλωρινιώτες όμως είναι απλά το «έθιμό τους» και όπως λένε για τον καθένα έχει ξεχωριστή σημασία αλλά για όλους είναι μια υπενθύμιση της παιδικότητας που δεν έχασαν ποτέ. Έτσι λοιπόν, το διεξάγουν ακόμα, με παρόμοιο τρόπο με εκείνον που το διεξήγαγαν και οι παππούδες τους, αν και στο πέρασμα του χρόνου, πολλά στοιχεία του έχουν αλλοιωθεί.
Ωστόσο όπως λένε οι Φλωρινιώτες, οι φωτιές είναι το έθιμο που το «εγώ» δίνει τη θέση του στο «εμείς». Αυτή η αλλαγή παρατηρείται παντού. Από τη γειτονιά και τον τρόπο της προετοιμασίας που όλοι πρέπει να προσφέρουν μια χείρα βοηθείας έως την ημέρα της διεξαγωγής που οι έχθρες χάνονται, τα χέρια απλώνονται φιλικά ως ένδειξη «ανακωχής» και τα κεράσματα δίνουν και παίρνουν. Μια φωτιά που καίει κυρίαρχα μέσα τους και μια γιορτή που φέρνει τη γειτονιά πιο κοντά και τις καρδιές των ανθρώπων κοντύτερα ώστε τα ξύλα της μίας να αρπάξουν από τη σπίθα της άλλης και μέσα στο καταχείμωνο να ζεσταθούν και να φιλιόσουν.
Άρθρο και video του 2021
https://www.vimaorthodoxias.gr/theologikos-logos-diafora/o-makaristos-florinis-avgoustinos-stilitevi-ta-atopa-pro-ton-christougennon/
Τα άτοπα προ των Χριστουγέννων.