Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου
Η ομιλία της Ιωάννας Χρυσοχοΐδου, φιλολόγου, στην εκδήλωση για την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου
“Εάν τα παρεληλυθότα μνημονεύεις, άμεινον περί των μελλόντων βουλεύσει”, ”Αν θυμάσαι τα περασμένα, ξέρεις να αντιμετωπίζεις καλύτερα το μέλλον”, μας υπενθυμίζει ο αρχαίος ρήτορας Ισοκράτης.
Το να διατηρείς τη συλλογική μνήμη για το κάθε ασήκωτο εθνικό πλήγμα, όπως αυτό που δέχτηκε ο Ελληνισμός στον Πόντο, στις αρχές του 20ου αιώνα, είναι καθήκον κάθε πολιτείας αλλά και κάθε Έλληνα πολίτη. Είναι υποχρέωση του καθένα μας να γνωρίζει και να μεταλαμπαδεύει στις μελλοντικές γενιές αυτό που κάποιοι ακόμα και σήμερα θεωρούν “ατύχημα της ιστορίας”. Τον ξεριζωμό ενός ολόκληρου λαού με ασύλληπτα μέσα.
Είναι η γενοκτονία. Ο βίαιος αφανισμός ενός ολόκληρου λαού με σφαγές και εκτοπισμούς από το κίνημα των Νεότουρκων. Ο αφανισμός των προγόνων μας, που σφαγιάστηκαν, ξεριζώθηκαν, εξοντώθηκαν με τους πιο απάνθρωπους τρόπους επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί. Συντελέστηκε έτσι μια πράξη απόλυτης φρίκης που ντροπιάζει ολόκληρο τον “πολιτισμένο κόσμο” που επέτρεψε να συντελεστεί ένα απαράγραπτο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Σύμφωνα με τον νομικό ορισμό που αναγράφεται στο άρθρο 2 της σχετικής συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών από το έτος 1948, γενοκτονία σημαίνει μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, σκοτώνοντας ή προκαλώντας σοβαρή φυσική ή πνευματική βλάβη ή προκαλώντας συνθήκες για την φυσική εξόντωση μελών της ομάδας αυτής. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις.
Κυρίες και κύριοι,
Τιμούμε σήμερα ως Ημέρα Μνήμης τις χιλιάδες ζωές που χάθηκαν.
Τιμούμε το διωγμό των σκέψεων, των εθίμων των πανάρχαιων παραδόσεων.
Η 19η Μαΐου αποτελεί μια άκρως σημαντική επέτειο για ολόκληρο τον ελληνισμό. Είναι η ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ (Αταττούρκ) αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο της τελειωτικής εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου, σε μια ατελείωτη πορεία θανάτου, ένα «Άουσβιτς εν ροή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης.
Εξοντώθηκε ένα σημαντικό κομμάτι του Ελληνισμού που μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου. Ένα κομμάτι μας, που από την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1461 γνώρισε από τους Οθωμανούς συνεχείς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του, εξακολούθησε ωστόσο να κρατά ζωντανή τη γλώσσα, το φρόνημα και την ελληνική εθνική του συνείδηση παρότι ζούσε αποκομμένο από τον εθνικό κορμό.
Το οθωμανικό καθεστώς δια μέσου συστηματικά επεξεργασμένων πολιτικών, υπέβαλε τον ποντιακό λαό σε συνθήκες διαβίωσης τέτοιες, που έθεσαν σε κίνδυνο, διέσπασαν την ενότητά του και αποτέλεσαν αιτία συνεχούς φυγής- εξόδου από τον Πόντο ή αναζήτησης ασφάλειας καταφυγίου στην ορεινή ενδοχώρα.
Η μεγάλη όμως έξοδος των Ελλήνων Ποντίων προς τον Ελλαδικό χώρο, τον Καύκασο και τη Ρωσία, την Ευρώπη και την Αμερική, ο μετασχηματισμός τελικά του ποντιακού λαού σε έναν λαό προσφύγων και διασποράς, είχε την αιτία γέννησής του στα γεγονότα της δραματικής περιόδου των διωγμών, της Γενοκτονίας και του Ξεριζωμού από το 1916-1923.
Στον Πόντο μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1856 με το σουλτανικό διάταγμα του Χάττι Χουμαγιούν βελτιώνεται η θέση των υπόδουλων Ελλήνων της περιοχής . Ελληνικοί πληθυσμοί μετακινούνται από τα ορεινά προς τα παράλια, ενώ παράλληλα σημειώνεται δημογραφική αύξηση, πνευματική άνοδος, σημαντική οικονομική ανάπτυξη, κοινοτική οργάνωση και ίδρυση σχολείων που ενδυνάμωσαν την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων του Πόντου. Εκτός από τα σχολεία, με πιο φημισμένα τα Φροντιστήρια της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης, οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες, και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο, όσο και το εθνικό τους φρόνημα.
Το 1889 ιδρύθηκε το Νεοτουρκικό κομιτάτο «Ένωση και Πρόδος» και εμφανίστηκε στην αρχή με προοδευτικό προσωπείο διακηρύσσοντας την αναγνώριση της ύπαρξης πολλών εθνοτήτων με ίσα δικαιώματα στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Σταδιακά, ως τις αρχές του 1900 το εμπόριο σε ολόκληρο τον Πόντο είχε περάσει στα χέρια των Ελλήνων και εν μέρει των Αρμενίων. Οι Γερμανοί αποτέλεσαν τον καταλύτη που μεταβάλλει το σκηνικό στην περιοχή. Ως μοναδικό εμπόδιο στα σχέδιά τους για οικονομική διείσδυση στο οθωμανικό κράτος έβλεπαν τους Έλληνες και τους Αρμένιους, οι οποίοι έλεγχαν την οικονομική ζωή της χώρας, γι αυτό και παρακινούσαν τους Τούρκους με κάθε μέσο να στραφούν εναντίον τους.
Με την επανάσταση του 1908, χρονιά-ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Νεότουρκοι επικρατούν και θέτουν στο περιθώριο τον Σουλτάνο γεννώντας ελπίδες για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύντομα, όμως, οι ελπίδες διαψεύστηκαν, καθώς πραγματικός σκοπός τους υπήρξε η μετατροπή της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε εθνικό τουρκικό κράτος με την εξόντωση και τον εκτουρκισμό των άλλων λαών.
Η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου υπήρξε προσχεδιασμένο έγκλημα. Η απόφαση πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911 σε συνέδριό τους στη Θεσσαλονίκη, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) (1919-1923).
Από τους βαλκανικούς πολέμους και από τους επίσημους συμβούλους τους Γερμανούς και τον Γερμανό διοικητή του τουρκικού στρατού Liman von Sanders, οι Νεότουρκοι διδάχθηκαν ότι μονάχα με την εξαφάνιση των Ελλήνων και Αρμενίων θα έκαναν πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Έτσι, κηρύττουν οικονομικό πόλεμο σε καθετί ελληνικό. Απαγορεύουν τα ελληνικά προϊόντα και δεν επιτρέπουν στα ελληνικά πλοία να αγκυροβολούν σε τουρκικά λιμάνια. Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων οι διωγμοί αυξήθηκαν. Στην Τραπεζούντα οι τουρκικές εφημερίδες παρακινούσαν τους αναγνώστες ν’ αρχίσουν τους διωγμούς και τις σφαγές. Οι σποραδικές δολοφονίες αρχίζουν να αυξάνονται. Οργανωμένες τουρκικές συμμορίες, κατά τη διάρκεια της νύχτας, λεηλατούσαν πόλεις και χωριά.
Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποφάσισαν τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων με τις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών, Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων, καθώς και με τη βίαιη τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων.
Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών. Φαίνονταν σαν να προέρχονταν από ανεύθυνα κυρίως στοιχεία. Πολύ γρήγορα όμως έγιναν συστηματικοί, πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι. Εμπνευστής και εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης της γενοκτονίας ήταν ο Μεχμέτ Ταλαάτ, υπουργός των Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε, σε ένδειξη πένθους, να κλείσει στις 15 Μαΐου 1914 όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και να καταγγείλει στις Μεγάλες Δυνάμεις τους νέους διωγμούς. Δεν κατάφερε όμως τίποτε γιατί κηρύχθηκε στο μεταξύ ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο η Τουρκία έλαβε μέρος ως σύμμαχος της Γερμανίας, έχοντας πια την ευχέρεια να εφαρμόσει πλήρως το παλαιότερο σχέδιο της εξόντωσης των χριστιανών.
Το ίδιο έτος (1914) αρχίζουν οι μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης. Κηρύχτηκε γενική επιστράτευση όλων των εθνών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολλοί Πόντιοι, μη θέλοντας να καταταγούν στον τουρκικό στρατό, απέφευγαν τη στράτευση ή κρύβονταν, ενώ πολλοί λιποτακτούσαν και έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού στα χωριά τους, για να κρυφτούν στα κρησφύγετα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Τους Χριστιανούς στρατιώτες τους έστελναν στα τάγματα εργασίας, για να ανοίγουν δρόμους στα βουνά κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ώστε ελάχιστοι απ’ αυτούς επέζησαν.
Το 1915 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον Ποντιακό Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Τη χρονιά εκείνη, και ενώ όλα τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν εμπλακεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών. Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή των Αρμενίων, ενώ αρχίζουν οι πρώτες βιαιοπραγίες εναντίον του ποντιακού στοιχείου.
Σύμφωνα με μια έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, με ημερομηνία τον Ιούνιο του 1915 είναι γραμμένα τα εξής: «Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα …»
Η λυσσαλέα εκστρατεία γιγαντώθηκε από το έτος 1916, καθώς εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που προέβλεπε: «Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης», πρόγραμμα οποίο εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας.
Η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλυτώσει από τη μανία των Τούρκων διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον ρωσικό στρατό. Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη τον Φεβρουάριο του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του.
Στις 19 Μαΐου του 1919 ξεκινά η δεύτερη και σκληρότερη φάση της γενοκτονίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα ως απεσταλμένος της οθωμανικής κυβέρνησης, με την ιδιότητα του επιθεωρητή της «Παραινετικής Επιτροπής», και αναλαμβάνει να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή του Πόντου, όπου τα ελληνικά χωριά δέχονταν συνεχώς επιθέσεις από τις τουρκικές συμμορίες. Άρχισε, όμως από την Σαμψούντα ένα εγκληματικό έργο αντίθετο με την αρχική αποστολή του. Με την βοήθεια μελών του τουρκικού κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού, που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί του Νεότουρκοι, το 1916. Αυτό που δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής διοίκησής του, να εξοντώσει δηλαδή τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στον Τοπάλ Οσμάν, έναν Τούρκο συμμορίτη ο οποίος ενεργούσε, λεηλατούσε και γενικώς διέπραττε τις θηριωδίες, ασύστολα, με τον μανδύα του στρατιωτικού. Στις 29 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ κάλεσε τον Τοπάλ Οσμάν σε μυστική συνάντηση στην πόλη Χάβζα της Αμισού και, ως ο νέος αρχηγός του τουρκικού κράτους, του έδωσε εξουσιοδότηση-νομιμοποίηση, χρήμα και όπλα για να τελειώνει μια για πάντα με τους Ρωμιούς του Πόντου. Έκτοτε ο Τοπάλ Οσμάν άρχισε μεθοδικά να ξεκαθαρίζει το τοπίο.
Εκθέσεις, τηλεγραφήματα και επιστολές των ποντιακών οργανώσεων ζητούσαν επέμβαση της Ελλάδας και των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την σωτηρία του εναπομείναντος ποντιακού ελληνισμού. Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού. Το ποντιακό αντάρτικο, που είχε χαρακτήρα εθνικής αντίστασης, έδρασε κυρίως στο δυτικό Πόντο, ενώ στον ανατολικό είναι γνωστό το περήφανο αντάρτικο της Σάντας.
Την περίοδο αυτή καλύτεροι σύμμαχοι του τουρκικού εθνικισμού αναδεικνύονται οι Σοβιετικοί, οι οποίοι ενισχύουν τον Κεμάλ με όπλα, χρυσάφι και επίλεκτους άνδρες, ώστε να αντιμετωπίσει τον ελληνικό στρατό στο μικρασιατικό μέτωπο και να καταστείλει τα ένοπλα κινήματα των λαών της περιοχής, των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.
Με την επικράτηση του Κεμάλ, οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Το 1921 στήνονται στην Αμάσεια του Πόντου τα διαβόητα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, που με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάζουν σε θάνατο με απαγχονισμό το άνθος του ελληνισμού της Αμισού και όλη την πολιτική, θρησκευτική, οικονομική και πνευματική ηγεσία του Πόντου.
Έκτοτε και μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού.
Η διεθνής βιβλιογραφία βρίθει από μαρτυρίες για τα εγκλήματα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Οι αποτρόπαιες μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν οι εκκενώσεις και πυρπολήσεις ολόκληρων πόλεων και χωριών, οι εξορίες, οι εκτοπίσεις, οι σφαγιασμοί ιερέων, βρεφών, μαθητών, τα καταναγκαστικά έργα, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις των επιφανών Ποντίων, βουλευτών, τραπεζιτών, δασκάλων, παπάδων, δημοσιογράφων. Διωγμοί και φόνοι απλών ανθρώπων, αρπαγές και βιασμοί των γυναικών, βασανιστήρια, πορείες στην έρημο, στέρηση νερού, λυσσαλέες καταστροφές εκκλησιών και μοναστηριών, ομαδικοί εξισλαμισμοί και εν γένει φρικαλεότητες που δεν μπορεί να τις αντέξει ο ανθρώπινος νους. Εφάρμοσαν απάνθρωπες και κτηνώδεις πρακτικές για να εξαφανίσουν το Ελληνικό στοιχείο και να δημιουργήσουν Τουρκική φυλετική καθαρότητα στα εδάφη του Πόντου.
Τον επίλογο της γενοκτονίας ακολουθεί η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία ρύθμιση από μια συνθήκη ειρήνης, τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, και η επιβολή από τη διεθνή κοινότητα της υποχρεωτικής ανταλλαγής εκατομμυρίων ανθρώπων, πληθυσμών όχι κάποιων συγκεκριμένων περιοχών, αλλά ολόκληρων χωρών. Η Γενοκτονία και ο Ξεριζωμός των Ελλήνων, από μια περιοχή στην οποία ο Ελληνισμός είχε συνεχή και λαμπρή παρουσία 2.800 ετών, ολοκληρώθηκε το 1924, όταν αποχώρησε και ο τελευταίος Έλληνας του Πόντου. Να σημειωθεί ότι ο Έλληνας πρόξενος, έγραφε στην τελευταία σελίδα του Προξενείου της Τραπεζούντας: «αφήνουμε πίσω μας εκατό χιλιάδες εξισλαμισμένους Έλληνες».
Ο τραγικός απολογισμός: Από τους 697.000 περίπου ορθόδοξους ελληνόφωνους και Τουρκόφωνους πληθυσμούς, που ζούσαν στον Πόντο μέχρι το 1914, την περίοδο 1916-1923 σφαγιάστηκαν από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς
353.000 Έλληνες Πόντιοι , στις πόλεις και τα χωριά, στις εξορίες, στις φυλακές, στο στρατό και στα τάγματα εργασίας, σε έναν ατέλειωτο χορό θανάτου. 182.000 έφτασαν στην Ελλάδα και 85.000 κατέφυγαν στην εμφυλιοκρατούμενη Ρωσία. Καταστράφηκαν ολοκληρωτικά 815 ακμάζουσες κοινότητες, όλα τα ελληνικά χωριά με τις 1.134 εκκλησίες και τα 960 σχολεία κάηκαν και λεηλατήθηκαν, περιουσίες αξίας δύο και πλέον εκατομμυρίων φράγκων κλάπηκαν, 303.238 άνδρες εξολοθρεύθηκαν, ενώ πολλοί απαγχονίσθηκαν ή πέθαναν από το κρύο. Δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων του Πόντου χάθηκαν στις καραντίνες της Κωνσταντινούπολης και της Ελλάδας.
Κυρίες και κύριοι
Oι Tούρκοι ως σήμερα δεν αναγνωρίζουν τα γενοκτονικά εγκλήματα που διέπραξαν οι Nεότουρκοι και οι Kεμαλικοί. Σύμφωνα όμως με τον διακεκριμένο καθηγητή Gregory Stanton, το τελευταίο στάδιο της γενοκτονίας είναι η άρνησή της. Η απόδοση δικαιοσύνης ξεκινά με την αναγνώρισή της, πράξη που συνιστά ηθικό και ιστορικό καθήκον της διεθνούς κοινότητας έναντι των εκατομμυρίων νεκρών και έναντι των νεότερων γενεών. Η αναγνώριση είναι ο ύστατος φόρος τιμής και σεβασμού στη μνήμη, τον πολιτισμό και τη μακραίωνη ιστορία ενός λαού, που υπέστη τη γενοκτονία.
Το 1994 η Βουλή των Ελλήνων, αναγνώρισε την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, γεγονός που, παρόλη την εβδομηκονταετή καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τον Ποντιακό Ελληνισμό και συνέδεσε τον σύγχρονο Ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη.
Έκτοτε δίδεται μία συνεχής μάχη σε διεθνές επίπεδο για την αναγνώριση της γενοκτονίας από την διεθνή κοινότητα με πρωταγωνιστές διακεκριμένους Έλληνες ιστορικούς και διανοούμενους καθώς και από την Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος και τον απόδημο Ελληνισμό.
Σήμερα ο Ποντιακός Ελληνισμός ζητά σύσσωμος την Διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας. Αυτή η αναγνώριση είναι ένα αίτημα δημοκρατικό. Ζητά επίσης και από την Τουρκία, αν πράγματι σέβεται τις ανθρώπινες αξίες, να αναγνωρίσει τα εγκλήματά της.
Εμείς, οι Έλληνες Πόντιοι δεν ζητάμε αποζημιώσεις, δεν ζητάμε εκδίκηση. Ζητάμε την αναγνώριση μίας αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας, ζητάμε μία επίσημη συγγνώμη για να αναπαυθούν οι ψυχές των αδικαίωτων νεκρών μας, που, παραφράζοντας την Διδώ Σωτηρίου, 100 χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή …. ακόμη περιμένουν! Εμείς όμως, δεν λησμονούμε τους μάρτυρες προγόνους μας!
Η ιστορική μνήμη είναι ζωντανή, όχι μόνο για να μας θυμίζει, αλλά και για να μας καθοδηγεί. Όχι για να καλλιεργήσουμε την μισαλλοδοξία, την ξενοφοβία και τον όποιας μορφής ρατσισμό. Θέλουμε την ιστορική μνήμη για να κρατήσουμε το δεσμό μας, τη φωνή μας. Για να βάλουμε σημάδια στο δρόμο μας, να μη χαθούμε στην ατέλειωτη Οδύσσεια της πορείας μας.
Και όπως είπε ο γνήσιος εκφραστής της ποντιακής ψυχής, ο νομικός και πολιτικός Λεωνίδας Ιασονόδης: «Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ εάν επιλαθώμεθά σου, ω Πάτριος Ποντία γη!».
Pingback: Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου - Μακεδονία