Μοναδικές αρχαιολογικές μαρτυρίες για τη Λύγκο των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων (pics)
Από το 2010 η Εφορεία Αρχαιοτήτων Φλώρινας διενεργεί εποπτεία και παρακολούθηση των εκσκαφικών εργασιών, που πραγματοποιούνται για την εξόρυξη λιγνίτη στο πεδίο του ορυχείου της Αχλάδας. Η έρευνα μέχρι και σήμερα χρηματοδοτείται από την Λιγνιτωρυχεία Αχλάδας Α.Ε.
Τον Δεκέμβρη του 2014, κάτω από οικοδομικά κατάλοιπα ρωμαϊκών χρόνων, εντοπίστηκε οργανωμένο νεκροταφείο με ευρήματα εντυπωσιακά, που φωτίζουν άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στη Λυγκηστίδα κατά την Αρχαϊκή και Κλασική Εποχή.
Την ύπαρξη αρχαίου οικισμού και ταφών στην αριστερή όχθη του Γεροπόταμου είχαν επισημάνει από παλιά οι ερευνητές. Ο χώρος ήταν γνωστός στην αρχαιολογική υπηρεσία ως νεκροταφείο ρωμαϊκών χρόνων, από τα οστά ανθρώπινων σκελετών που διακρίνονταν στην κοίτη ενός ρέματος, καθώς και από τις ταφικές ενεπίγραφες στήλες του 2ου και 3ου αι. μ.Χ που βρέθηκαν στην περιοχή, πολλές από τις οποίες εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φλώρινας. Οι αναφορές των γραμματειακών πηγών στην αρχαία Λυγκηστίδα είναι ελάχιστες, ενώ έλλειπαν και τα αρχαιολογικά ευρήματα που θα συμπλήρωναν τις ιστορικές μας γνώσεις για την περιοχή, ιδιαίτερα κατά την περίοδο που προηγήθηκε της ενοποίησης του μακεδονικού κράτους από τον Φίλιππο Β΄. Μέχρι πρόσφατα, λόγω έλλειψης δεδομένων, επικρατούσε η λανθασμένη αντίληψη ότι η περιοχή ήταν κοινωνικά και πολιτισμικά απομονωμένη.
Από τους αρχαίους συγγραφείς γνωρίζουμε τον διαχωρισμό της Μακεδονίας σε ορεινή – Άνω– και πεδινή –Κάτω- Μακεδονία. Οι σύγχρονοι νομοί Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών ανήκαν στην Άνω Μακεδονία. Μέσα στα γεωγραφικά όρια των παραπάνω νομών κατοικούσαν οι Ορέστες, οι Λυγκηστές, οι Εορδοί, οι Τυμφαίοι και οι Ελιμιώτες. Η Άνω Μακεδονία, απαρτιζόταν από ιδιαίτερα βασίλεια που τα αποτελούσαν συγγενικές φυλετικές ομάδες – έθνη, οργανωμένα με κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Η μακεδονική κοινωνία παρέμεινε βασισμένη στην αριστοκρατική δομή των γενών με άξονα συνοχής τη βασιλική εξουσία και διατήρησε τη φυλετική οργάνωση σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, ακόμα και μετά την ενσωμάτωση των τοπικών βασιλείων στο κράτος των Αιγών το 358 π.Χ από τον Φίλιππο Β’. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι Λυγκηστές κατάγονται από τους Βακχιάδες, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Πρώτος γνωστός βασιλιάς της Λυγκηστίδας στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., είναι ο γιος του Βρομερού, Αρραβαίος Α΄, εγγονή του οποίου θεωρείται η Ευρυδίκη, η μητέρα του Φίλιππου του Β΄. Η παράδοση αυτή έχει καταγραφεί στους μύθους και προβάλλει τη σχέση των κατοίκων της ορεινής Μακεδονίας με τη βορειανατολική Πελοπόννησο και την καταγωγή των βασιλικών οίκων (Τημενίδες των Αιγών, Βακχιάδες των Λυγκηστών) από τον Ηρακλή και το Άργος ή την Κόρινθο αντίστοιχα.
Η ανασκαφή στην Αχλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη και οι ταφές έχουν ξεπεράσει τις 170. Πρόκειται για ενταφιασμούς, με τα οστά κατά κανόνα σε κακή κατάσταση διατήρησης. Εκτείνονται χρονολογικά από τον 6ο μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. και τα έθιμα ταφής παρουσιάζουν σαφέστατες ομοιότητες με άλλα νεκροταφεία της ίδιας περιόδου στη Μακεδονία, όπως στη Σίνδο, στις Αιγές, στο Αρχοντικό της Πέλλας και στην Αιανή. Σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα των Μακεδόνων, ο νεκρός θάβεται με τα προσωπικά του κοσμήματα και αντικείμενα, που αποτελούν σύμβολα κύρους, αλλά και με αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τις ταφικές τελετές και παραπέμπουν σε δοξασίες για τη μετά θάνατον ζωή.
Οι άνδρες θάβονται με τα όπλα τους προβάλλοντας το ιδεώδες του πολεμιστή και οι γυναίκες με τα κοσμήματά τους. Οι πολεμιστές συνοδεύονται από ένα ή δύο δόρατα ή ακόντια, από σιδερένια ξίφη και μαχαίρια, οπλισμό που υπαινίσσεται πραγματικούς ανταγωνισμούς για κυριαρχία και κατοχύρωση εδαφικών κτήσεων. Τα όπλα, τα κοσμήματα, τα χρυσά ελάσματα χαρακτηρίζουν το φύλο και την κοινωνική υπόσταση του νεκρού, ενώ τα πήλινα και χάλκινα αγγεία, ειδώλια και σκεύη, σχετίζονται με ταφικές τελετουργίες και αντιλήψεις για τη μεταθανάτια ζωή. Βρέθηκαν χρυσά επιστόμια και εποφθάλμια με έκτυπη και στικτή διακόσμηση, χρυσοί ρόδακες και δισκάρια για τη διακόσμηση της ενδυμασίας, χρυσά και επάργυρα σκουλαρίκια. Τα επιστόμια, τα εποφθάλμια και τα υπόλοιπα ελάσματα συνδέονται πιθανότατα με τη διαδεδομένη αντίληψη ότι ο χρυσός έχει προστατευτική δύναμη. Λόγω της αφθαρσίας του είχε από πολύ νωρίς συνδεθεί με την έννοια της αθανασίας και της αιωνιότητας.
Μεγάλος είναι ο αριθμός των χάλκινων κοσμημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται πόρπες και περόνες για τη συγκράτηση των ενδυμάτων, δαχτυλίδια απλά ή με παραστάσεις στη σφενδόνη, σκουλαρίκια και βραχιόλια απλά, αλλά και πολύσπειρα.
Τα αγγεία, πήλινα και χάλκινα, βρίσκονται συνήθως τοποθετημένα κοντά στα πόδια. Στις πρωιμότερες ταφές τα πήλινα αγγεία προέρχονται κυρίως από τοπικά εργαστήρια και περιλαμβάνουν σχήματα που έχουν μεγάλη διάρκεια και μακρά παράδοση στον Βορειοελλαδικό χώρο κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους.Τα αρχαιότερα μέχρι στιγμής εισαγμένα πήλινα αγγεία είναι προϊόντα του κορινθιακού κεραμικού εργαστηρίου, προορίζονται για αρωματικά έλαια και αλοιφές και χρονολογούνται στον 6ο και τον πρώιμο 5ο αι. π.Χ. Από το σύνολο της κεραμικής της Αχλάδας προκύπτει ότι η πλειονότητα των τεχνιτών ήταν ντόπιοι που δέχτηκαν επιρροές από μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα, όπως της Ιωνίας, της Κορίνθου και της Αθήνας, περιοχές με τις οποίες οι Μακεδόνες είχαν στενές εμπορικές σχέσεις. Οι ντόπιοι τεχνίτες υιοθετούσαν κοινούς τύπους και μοτίβα, η απόδοση των οποίων υπήρξε ανάλογη με το βαθμό αφομοίωσης των καλλιτεχνικών ρευμάτων σε συνδυασμό με τις τοπικές ιδιομορφίες και παραδόσεις. Στη Μακεδονία δρούσαν κατά τα αρχαϊκά χρόνια και ξένοι τεχνίτες, χρυσοχόοι, κεραμείς, κοροπλάστες, οπλουργοί κ.λπ.
Οι ταφές του 4ου αι. π.Χ. συνοδεύονται από πολλά αττικά αγγεία, με σχήματα ιδιαίτερα δημοφιλή πανελλαδικά σε νεκροταφεία αυτής της περιόδου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας μελαμβαφής κάδος με πλαστικό διάκοσμο, με ανάγλυφη κεφαλή στην απόληξη της λαβής και σουρωτήρι στην εκροή, ο οποίος μιμείται μεταλλικά πρότυπα. Επίσης, ένα πλαστικό αγγείο σε σχήμα κεφαλής κριού και ερυθρόμορφη διακόσμηση με φύλλα κισσού στον λαιμό.
Τα ευρήματα της Αχλάδας πιστοποιούν συστηματικές εμπορικές και πολιτιστικές επαφές με σημαντικά κέντρα της νότιας Ελλάδας και των αποικιών, επαφές που επηρεάζουν εμφανώς την εγχώρια παραγωγή και αναδεικνύουν μια εικόνα χωρίς διαφορές σε σχέση με τα νεκροταφεία της ίδιας χρονολογικής περιόδου στον υπόλοιπο μακεδονικό χώρο.
Όπως αποδείχτηκε, η γη της Αχλάδας έκρυβε πολλές απαντήσεις και η τρέχουσα έρευνα συμπληρώνει με μοναδικό τρόπο τα κενά των πηγών για την ιστορία της Μακεδονίας και την εθνική ταυτότητα των Μακεδόνων. Από κοινού με τα ευρήματα της γειτονικής Αιανής, το ταφικό σύνολο της Αχλάδας εμπλουτίζει τον αρχαιολογικό χάρτη της περιοχής, τεκμηριώνει την ιστορική γνώση και σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία του ελληνισμού της Άνω Μακεδονίας. Τα πρόσφατα μοναδικά για την περιοχή ευρήματα προβάλλουν γλαφυρά τον ενιαίο χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού και αποδεικνύουν ότι, παράλληλα με τους Μακεδόνες της Κάτω Μακεδονίας, τα βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, χαρακτηρίζονται στον 6ο και 5ο π.Χ. αι. από εύρωστη οικονομία και υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Λιάνα Γκέλου,
αρχαιολόγος Εφ. Α. Φλώρινας
Pingback: Μοναδικές αρχαιολογικές μαρτυρίες για τη Λύγκο των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων - e-ptolemeos.gr
Pingback: Η αρχαία Λυγκηστίδα του πλούτου - Ερανιστής