Οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες (ΕΔΜ)
Του Νίκου Γαλαρινιώτη
Οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες αναφέρονται σε μια ετερογένεια δυσκολιών που εμφανίζονται στη διαδικασία της μάθησης.
Σύμφωνα με τη νεότερη έκδοση του DSM 5, οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες συμπεριλαμβάνονται στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές (neurodevelopmental disorder) που έχουν βιολογική-κληρονομική προδιάθεση και χαρακτηρίζονται από επίμονες και διαρκείς δυσκολίες στη μάθηση, καθώς και στη χρήση ακαδημαϊκών δεξιοτήτων.
Οι δυσκολίες αυτές δεν αφορούν στις περιπτώσεις που ενυπάρχει διανοητική υστέρηση, οπτική ή ακουστική ανικανότητα, άλλες ψυχικές ή νευρολογικές διαταραχές, σημαντικές ψυχοκοινωνικές αντιξοότητες, ανεπαρκείς γλωσσικές δεξιότητες ή ανεπαρκής εκπαιδευτική διδασκαλία (Ilaria Maria et al, 2021).
Ουσιαστικά, οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες εντάσσονται σε μια κατηγορία διαταραχών «οι οποίες προκαλούν δυσκολία πρόσκτησης μιας ή περισσοτέρων περιοχών που σχετίζονται με την επεξεργασία του γραπτού λόγου, αριθμητική κ.λπ.» (Πολυχρόνη, 2011, σελ. 90).
Οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες διακρίνονται και διαχωρίζονται στη δυσλεξία, στη δυσαναγνωσία, στη δυσαριθμησία, στη δυσορθογραφία και στη δυσγραφία.
Η δυσλεξία προσδιορίζει τις δυσκολίες που παρουσιάζουν τα άτομα να αναγνωρίσουν με ακρίβεια λέξεις, αφού δεν διαθέτουν ικανότητες αποκωδικοποίησης, ενώ διακρίνονται για τη χαμηλή τους ορθογραφική ικανότητα.
Ορίζεται ως μια συγκεκριμένη δυσκολία στην ευχέρεια και την ακρίβεια της διαδικασίας αποκωδικοποίησης γραφημάτων-φωνημάτων (Lyon et al., 2003), στην αναγνώριση και στο συλλαβισμό λέξεων, παρά τη φυσιολογική νοημοσύνη, την κατάλληλη εκπαίδευση και την επαρκή κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Οι παρουσιαζόμενες αυτές δυσκολίες κατά την αποκωδικοποίηση, ενδέχεται να προκαλέσουν προβλήματα με την κατανόηση της ανάγνωσης, τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να επιφέρουν μειωμένη εμπειρία ανάγνωσης, περιορισμένη ανάπτυξη του λεξιλογίου και, κατά συνέπεια, ελλιπείς γενικές γνώσεις (IDA, 2002).
Η αποτύπωση ενός λειτουργικού ορισμού για τη δυσλεξία, σύμφωνα με τους Reid & Wearmouth (2002) θα πρέπει να εμπεριέχει:
- τη διαφοροποίηση στον τρόπο επεξεργασίας των πληροφοριών που παρουσιάζουν τα άτομα με δυσλεξία συγκριτικά με τα άτομα χωρίς
- τις πιθανές, όπως έχουν εξακριβωθεί μέσω ηλεκτρομαγνητικών απεικονίσεων του εγκεφάλου, διαφορές στον τρόπο λειτουργίας του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου μεταξύ δυσλεκτικών και μη ατόμων και οι οποίες προκαλούν τις δυσκολίες στο φωνολογικό επίπεδο της γλώσσας
- τις διαφορές επίδοσης στα μαθήματα του αναλυτικού προγράμματος
- τις συμπεριφορικές διαθέσεις των ατόμων με δυσλεξία (θετικές και αρνητικές)
- τις παρεμβάσεις στις οποίες θα πρέπει να προβούν όσοι εμπλέκονται με την εκπαιδευτική διαδικασία όπως εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, γονείς, σχολικοί ψυχολόγοι, σύμβουλοι επαγγελματικού προσανατολισμού κ.α.
Η δυσαναγνωσία ως ειδική μαθησιακή δυσκολία, επικεντρώνεται αποκλειστικά στην αναγνωστική ικανότητα (ακρίβεια, ταχύτητα και κατανόηση). Αναφέρεται στη δυσκολία αποκωδικοποίησης, διασύνδεσης φωνημάτων και γραμμάτων, συλλαβισμού μεμονωμένων συλλαβών, λέξεων και ολόκληρων προτάσεων.
Η επίπονη και διαρκής αναζήτηση της διασύνδεσης φωνήματος και γραφήματος, η εστίαση στην αναγνώριση του γραφημικού συμβόλου διαμέσου της ανάκλησής του από την εργαζόμενη μνήμη, τις περισσότερες φορές έχει ως αποτέλεσμα την αργή ανάγνωση, τη χαμηλή αναγνωστική ευχέρεια, που συνοδεύεται από αντικαταστάσεις π.χ. μονογράμματων συμφωνικών φθόγγων με μορφολογικά ή φωνολογικά συγγενικούς (δ-β, δ-θ), από παραλείψεις π.χ. συμφωνικών φθόγγων σε σύμπλεγμα ή ακολουθία συμφώνων (μπρίκι-πρίκι), από αντιμεταθέσεις π.χ. στα ψηφία διγράμματου συμφωνικού φθόγγου (έκσταση-έκτσαση), και από προσθήκες π.χ. φωνηεντικού φθόγγου σε συμφωνική ακολουθία (καρδιά-καρυδιά).
Συσσωρευτικά, η δυσχέρεια αυτή στην αναγνωστική ικανότητα λειτουργεί αποτρεπτικά στην κατανόηση, μιας και το άτομο καταβάλλει όλη την προσπάθεια του, όλες τις γνωστικές του δυνατότητες στην ανάγνωση του κειμένου, παραβλέποντας, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την κατανόησή του.
Η δυσορθογραφία ενέχεται στην αδυναμία απόκτησης και σωστής χρήσης των ορθογραφικών δεξιοτήτων. Τα άτομα με δυσορθογραφία έχουν πρόβλημα με την οπτική μνήμη ανάκλησης λέξεων.
Η δυσορθογραφία χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικό και διαρκές έλλειμμα αφομοίωσης των γραμματικών κανόνων (επιδείνωση της αυθόρμητης γραφής ή της καθ’ υπαγόρευσης).
Σύμφωνα με την νεότερη έκδοση του ICD (ICD 11) η δυσορθογραφία συμπεριλαμβάνεται στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές και ειδικότερα στις αναπτυξιακές διαταραχές μάθησης (developmental learning disorder) που αφορούν αδυναμίες στη γραπτή έκφραση.
Χαρακτηρίζονται από σημαντικές και επίμονες δυσκολίες στην εκμάθηση ακαδημαϊκών δεξιοτήτων που σχετίζονται με τη γραφή, όπως η ορθογραφική ακρίβεια, η τήρηση των σημείων στίξης, καθώς και η οργάνωση των ιδεών σε κείμενο, αλλά και η ικανοποιητική συνοχή αυτού.
Η απόδοση των ατόμων με δυσορθογραφία είναι σημαντικά χαμηλότερη από την αναμενόμενη για τη χρονολογική αλλά και νοητική τους ηλικία και δεν οφείλεται σε διαταραχές νοητικής ανάπτυξης, αισθητηριακές ελλείψεις-βλάβες (όραση ή ακοή), νευρολογικές ή κινητικές διαταραχές, έλλειψη εκπαίδευσης ή ψυχοκοινωνικές αντιξοότητες.
Η δυσγραφία ως διακριτή ειδική μαθησιακή δυσκολία δεν αναφέρεται τόσο στην σχετική ταξινόμηση του DSM 5 όσο και του ICS 11 και συγκαταλέγεται στις διαταραχές γραπτής έκφρασης.
Η μη ταξινόμηση της ως διακριτής διαταραχής αιτιολογεί και την ανυπαρξία ειδικών διαγνωστικών κριτηρίων με αποτέλεσμα να προτείνεται «ως βασικός παράγοντας ο βαθμός δυσκολίας που επιβάλλει η διαταραχή γραφής σχετικά με την πρόσβαση του παιδιού στο αναλυτικό πρόγραμμα της γενικής εκπαίδευσης» (Chung et al., S49, 2020).
Τα συμπτώματα που εμπίπτουν στην αναγνώριση της δυσγραφίας είναι τα εξής: Αργή ταχύτητα γραφής, δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας, ασυνέπεια μεταξύ ορθογραφικής ικανότητας και πηλίκου λεκτικής νοημοσύνης, καθυστερήσεις στον γραφοκινητικό σχεδιασμό, μη επαρκή ορθογραφική επίγνωση, τρόπος λαβής του μολυβιού και στάση γραφής (Chung et al. 2020).
Τέλος, η δυσαριθμησία ως νευροαναπτυξιακή διαταραχή αποτελεί μια ειδική μαθησιακή δυσκολία που επικεντρώνεται στο πεδίο των μαθηματικών.
Σύμφωνα με το ICD 11 η δυσαριθμησία αφορά σημαντικές και επίμονες δυσκολίες στην εκμάθηση δεξιοτήτων που σχετίζονται με τα μαθηματικά η την αριθμητική, όπως η αίσθηση των αριθμών, η απομνημόνευση αριθμητικών πράξεων (π.χ. ανάκληση αυτοματοποιημένης εκδοχής της προπαίδειας), ο ακριβής υπολογισμός, ο ικανοποιητικός μαθηματικός συλλογισμός.
Προφανώς, και όπως ήδη έχει προαναφερθεί οι δυσκολίες αυτές υφίστανται παρά την επαρκή νοητική ανάπτυξη, την έλλειψη αισθητηριακών βλαβών (όραση ή ακοή), επαρκή εκπαιδευτική μέριμνα, απουσία ψυχοκοινωνικών αντιξοοτήτων.
Λαμβάνοντας υπόψη την ταξινόμηση του DSM 5 η δυσαριθμησία ανήκει στις ενιαία κατηγορία ειδικών μαθησιακών διαταραχών που προσδιορίζουν την περιοχή των μαθηματικών, ενώ για την αναγνώρισή τους θα πρέπει να συνεκτιμώνται ο χρόνος παρουσίας τους (τουλάχιστον 6 μήνες παρά τις εκπαιδευτικές παρεμβάσεις σε συνδυασμό με τις αποκτειθείσες δεξιότητες που θα πρέπει να είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις αναμενόμενες για την ηλικία (Soares et al., 2018).