Ελληνοκυπριακή διάλεκτος – ντοπιολαλιά
Αψά – καυτερά, από το άπτω ανάβω
Αψής- οξύθυμος
Ξεχάνω, εξέχασα – ξεχνώ, ξέχασα
Χαμαί – χάμω, οι Αθηναίοι λένε χάμου
Μισταρκός – εργάτης, υπάλληλος, μισθωτός
Πουρκός, πουρκεύκω – βοηθός μάστορα (από το υπουργός), συνήθως λέγεται για τους οικοδόμους
Μανιχός – μόνος
Πριχού- προτού (πριχού ξημερώσει)
Προκάμνω – προφτάνω
Πόμεινε – περίμενε
Δώκε παμόν – κάνε ησυχία
Μαρκώνω – μαζεύομαι από το κρύο (τα πουλιά εμαρκώσαν)
Στερκόν κρασί – ξηρό, από το υστερώ, στερείται γλυκύτητας
Πιόν – πλέον, πια (δεν σε αντέχω πιόν)
Ίλαρος – φρόνιμος, ήσυχος
Χορατεύκω – αστειεύομαι
Νάκκον, νακκουρίν- λίγο, λιγουλάκι
Αθκιασερός – εύκαιρος (από το άδειος)
Πομισσιάρικα – εξ ημίσεως (μισιακά στα κρητικα)
Άδρωπος _ ο άντρας
Πλάσματα – οι ανθρώποι